Μετά από περίοδο περίπου τριών ετών, οι τιμές των καταστημάτων του κλάδου στα αγαθά καθημερινής ανάγκης άρχισαν σταδιακά να εμφανίζουν τάση εξισορρόπησης, η οποία, ωστόσο, απέχει απ’ αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κανονικότητα της τιμολογιακής πολιτικής. Θεωρείται βέβαιο ότι θα απαιτηθούν τουλάχιστον έξι μήνες εωσότου οι ανατιμήσεις γίνουν παρελθόν, βοηθούντων και των τελευταίων κυβερνητικών μέτρων κατά της ακρίβειας, που θ’ αρχίσουν να δείχνουν τη δυναμική τους μετά από περίπου δυο-τρεις μήνες.

Εδώ και μεγάλο διάστημα οι προμηθεύτριες εταιρείες, προκειμένου να συγκρατούν τις ανατιμήσεις προέβησαν, μεταξύ άλλων, σε μία σειρά ενεργειών που αποβλέπουν κυρίως στη μείωση του λειτουργικού του κόστους. Στο πλαίσιο αυτό, περιόρισαν αισθητά τον αριθμό των κωδικών προϊόντων που διακινούν στη λιανική, βελτίωσαν τη διαχείριση των αποθεμάτων τους, ενώ μείωσαν σημαντικά τα κόστη εκπαίδευσης των πωλητών τους. Σε ανάλογες ενέργειες προέβησαν και οι αλυσίδες του κλάδου, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η προτεραιότητα του καταναλωτή στις χαμηλές τιμές έναντι άλλων κριτηρίων κατά την επιλογή προϊόντων για τα ψώνια του, έναντι άλλων κριτηρίων όπως η ποιότητα και η καινοτομία, τείνει μετά τόσο καιρό πληθωρισμού να παγιωθεί.

Ο πληθωρισμός τείνει στο μηδέν!(;)
Στο μέτωπο των ανατιμήσεων κάτι αρχίζει να αλλάζει. Αυξητικές μεταβολές τιμών συνεχίζουν να υπάρχουν, όχι όμως με την ένταση των προηγούμενων μηνών. Βέβαια, μεταξύ των αρμοδίων κρατικών αρχών και των στοιχείων που διαθέτει αγορά, οι αποκλίσεις σχετικά με την έκταση των ανατιμήσεων εξακολουθούν να είναι μεγάλες. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τις επίσημες μετρήσεις και τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ, παράγοντες του κλάδου θεωρούν ότι η πραγματικότητα σε ό,τι αφορά την τιμολόγηση των τροφίμων είναι διαφορετική, εξηγώντας ότι υπάρχουν αλυσίδες των οποίων ο εσωτερικός πληθωρισμός σε πολλά τρόφιμα καταγράφεται ακόμη και αρνητικός, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις είναι σαφώς χαμηλότερος εκείνου που ανακοινώνεται από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές. Προσθέτουν δε ότι στο τέλος του πρώτου τριμήνου του έτους ο πληθωρισμός φαίνεται ότι αρχίζει πλέον να τείνει στο 0%.

Οι επίσημες κλαδικές μετρήσεις, αυτές του ΙΕΛΚΑ, έδειξαν εμφανώς μια τάση εκτόνωσης του δείκτη εξέλιξης των τιμών στα σούπερ μάρκετ τον Φεβρουάριο, στο 2,75%, έναντι 3% τον Ιανουάριο. Οι μεγαλύτερες μειώσεις τιμών καταγράφηκαν στα τυροκομικά (-3,70%), στα γαλακτοκομικά (-3,39%), στα χαρτικά, καλλυντικά και είδη προσωπικής υγιεινής (-1,22%), στα είδη μίας χρήσης (-0,37%) και στα αυγά και τα βούτυρα (-0,10%). Αντίθετα, οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών καταγράφηκαν στις τροφές και τα λοιπά είδη για τα κατοικίδια (11,2%), στα νερά και τα αναψυκτικά (11,2%), στα φρέσκα φρούτα και λαχανικά (7,46%), στα μπισκότα, τις σοκολάτες και τα ζαχαρώδη (6,78%) και στους ξηρούς καρπούς και τα σνακ (6,67%). Πάντως, ανεξάρτητα από τα προαναφερόμενα ανώτατοι παράγοντες του κλάδου εκφράζουν την αγωνία τους για το ενδεχόμενο εκδήλωσης νέων πληθωριστικών πιέσεων εξαιτίας της αντίδρασης των διεθνών αγορών σε απροσδόκητες εξελίξεις στις μείζονες γεωπολιτικές κρίσεις, οι οποίες δυστυχώς δεν μπορεί να αποκλειστούν.

Πιέσεις στο ρυθμό ανάπτυξης
Στην παρούσα φράση οι όγκοι πωλήσεων διατηρούνται σταθεροί, ο πληθωρισμός βαίνει μειούμενος, όπως όμως και ο ρυθμός ανάπτυξης της αγοράς, ο οποίος φέτος εκτιμάται ότι θα είναι της τάξης του 2%-3%. Κάποιοι περισσότερο αισιόδοξοι θεωρούν ότι ο τζίρος το τρέχον έτος μπορεί να καταγράψει άνοδο 3,5%-4%, όταν το 2023 οι κλαδικές πωλήσεις είχαν αυξηθεί με ρυθμό 9,5% εξαιτίας αποκλειστικά του πληθωρισμού.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana, τον Ιανουάριο φέτος ο κλαδικός τζίρος των σταθερού barcode FMCG εμφάνισε άνοδο 2,3%. Στα τυποποιημένα προϊόντα οι πωλήσεις σε αξία ενισχύθηκαν κατά 1,8% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023 και στα χύμα προϊόντα κατά 3,7%. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα τυποποιημένα προϊόντα, στο εξεταζόμενο διάστημα οι τιμές ανά μονάδα μέτρησης ήταν σε μέσα επίπεδα αυξημένες κατά 0,7% και η ζήτηση επίσης αυξημένη κατά 1,1%.

Από τα προαναφερόμενα φαίνεται ότι το 2024 θα είναι μια χρονιά συγκρατημένης ανάπτυξης, ενώ δεν αποκλείεται ότι θα υπάρξουν κάποιες αλυσίδες σούπερ μάρκετ που θα παρουσιάσουν ακόμη και πτώση πωλήσεων.

Όσο για την εικόνα της ζήτησης ένα τύπο καταστήματος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana που αφορούν τον Ιανουάριο, με εξαίρεση τα σούπερ μάρκετ έκτασης 1.000τμ-2.500τμ, που εμφάνισαν κάμψη πωλήσεων 0,9%, οι πωλήσεις σε όλους τους άλλους τύπους καταστημάτων εξελίχθηκαν αυξητικά. Στα υπέρ μάρκετ κατά 2,4%, στα μεσαίου τύπου καταστήματα έκτασης 400τμ-1.000τμ κατά 3,7% και στα μικρά μαγαζιά έως 400τμ κατά 6,6%.
Πολλά στελέχη του κλάδου συζητούν, πάντως, ότι η αναπτυξιακή πορεία του τζίρου, εφόσον εξακολουθεί να βασίζεται στον πληθωρισμό, δεν είναι επιθυμητή. «Δεν είναι χρήσιμη στην αγορά μας μια τέτοια ανάπτυξη», σχολιάζει ένας μάνατζερ, εξηγώντας ότι «είναι σκόπιμο κάποια στιγμή ο τζίρος να μειωθεί, ώστε ο κλάδος να επανέλθει στην κανονικότητα και σταδιακά στην ανάπτυξη, μέσω της ανόδου των πωλήσεων σε όγκο. Τότε και μόνο τότε θα μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστική, ποιοτική, πραγματική ανάπτυξη», αποφαίνεται.

Ανησυχία για τα μέτρα κατά της ακρίβειας
Σε ό,τι αφορά τα κυβερνητικά περιοριστικά μέτρα κατά της ακρίβειας, κεντρικά στελέχη του κλάδου θεωρούν ότι παρά τις όποιες επιπτώσεις μέχρι σήμερα στη λειτουργία της αγοράς από την εφαρμογή τους, ο μεγαλύτερος κίνδυνος θα δημιουργηθεί εάν κι εφόσον επεκταθούν στις κατηγορίες των τροφίμων, συζητώντας ειδικότερα σχετικά με τη μεταφορά του 30% των προσφορών στις τελικές τιμές των προϊόντων. Οι προμηθευτές, όπως τονίζουν χαρακτηριστικά, δεν επιθυμούν μία τέτοια εξέλιξη καθότι φοβούνται ότι θα ξεσπάσει πραγματικός πόλεμος με τους μεγάλους πελάτες τους, πράγμα που θα έχει άμεσα επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της κλαδικής αγοράς. Αναφορικά με τα ισχύοντα μέτρα σχολιάζουν ότι τα περισσότερα εξ αυτών, με τη λήξη των καθορισμένων προθεσμιών εφαρμογής τους, πρέπει να καταργηθούν, ώστε προμηθευτές και αλυσίδες να επανέλθουν σταδιακά στο καθεστώς συνεργασίας που γνώριζαν πριν την άνοδο του ανατιμητικού πυρετού.

Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι το Μάιο λήγει ο κύκλος εφαρμογής του μέτρου, που προβλέπει τη χορήγηση έκπτωσης 5% για διάστημα έξι μηνών σε βασικά αγαθά. Όπως εκτιμούν, ακόμα κι αν το Υπουργείο Ανάπτυξης ανανεώσει για ακόμα έξι μήνες την ισχύ της σχετικής ρύθμισης, είναι μάλλον απίθανο να ακολουθήσει αγορά, κάνοντας σε σωρεία προϊόντων εκ νέου μειώσεις τιμής 5%. Επίσης, τον Ιούνιο λήγει η ισχύς της διάταξης που προσδιορίζει το ανώτατο περιθώριο κέρδους του οργανωμένου λιανεμπορίου. Μένει να φανεί, αν το υπουργείο επιμείνει στη ρύθμιση, επιβάλλοντας τον σχετικό περιορισμό για μεγαλύτερο διάστημα. Σημειώνουμε ότι η εν λόγω διάταξη ήδη έχει λάβει αρκετές ανανεώσεις, προκειμένου μέσω του περιορισμού των περιθωρίων κέρδους να επιτυγχάνεται εν μέρει η συγκράτηση των ανατιμήσεων.

Σε ό,τι αφορά το «Καλάθι του Νοικοκυριού» τα στελέχη του κλάδου προεξοφλούν ότι το μέτρο έχει μέλλον. Άλλωστε, αποτελεί εργαλείο για την κυβέρνηση στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας, καθώς της επιτρέπει να τοποθετείται ευρύτερα με το επιχείρημα ότι έτσι τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος έχουν την ευχέρεια να προμηθεύονται τα βασικά είδη σε ελκυστικές τιμές.