Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά συζητείται στους επιχειρηματικούς κύκλους του κλάδου το θέμα του convenience store. Στη συζήτηση αυτή αλληλοπλέκονται στοιχεία του τυπολογικού ορισμού του convenience store, δηλαδή δεδομένα σχετικά με την έκταση, το είδος και την ποικιλία των προϊόντων του, τη θέση του στην αγορά από άποψη ικανοποίησης των καταναλωτικών αναγκών κ.λπ., και του ουσιώδους επιχειρηματικού περιεχομένου του, δηλαδή από άποψη επενδυτικού ενδιαφέροντος και μακροπρόθεσμης απόδοσης για τον επενδυτή, σε σχέση με τη θέση και τους σκοπούς του στον ανταγωνισμό.
Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, μάλιστα, διαπιστώνεται η διεθνής εμπειρία μιας «στροφής» προς τα μεσαίου και μικρού τύπου ή ευκολίας καταστήματα λιανικής, πράγμα γενικά αληθές, αν και το συνηθέστερο είναι ότι παραγνωρίζονται οι διαφορές κλίμακας μεγεθών (των εμπορικών μονάδων, των πληθυσμών που εξυπηρετούν, της γεωγραφικής κατάστασης και κατανομής τους στο χώρο κ.λπ.) και της ιστορικότητας των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων σε κάθε εθνική αγορά, άρα και της ιδιαίτερης διάρθρωσης του κλάδου σε κάθε μια από αυτές. Έτσι, η διαπίστωση της εν λόγω «στροφής» ρέπει ενίοτε στη μεταφυσική.
3-4 δισ. ευρώ τζίρου «ευκολίας»
Σε τι έγκειται εντέλει το ενδιαφέρον για το convenience store; Περσινή έρευνα του ΙΕΛΚΑ επιχείρησε να περιγράψει το ουσιώδες περιεχόμενό του, αυτό που εγγράφεται στην καρδιά του επιχειρηματικού σκοπούμενου, βάσει του οποίου εκπονούνται οι εταιρικές στρατηγικές επενδύσεων: Πρόκειται για ένα τμήμα περίπου 3-4 δισ. ευρώ τζίρου από ένα όλον περίπου 9,3 δισ. ευρώ τζίρου, συμπεραίνει η μελέτη, που αποφέρουν ετησίως τα εξειδικευμένα-μη οργανωμένα σε εταιρικά δίκτυα διανομής ποικίλα καταστήματα πώλησης τροφίμων στην επικράτεια, δραστηριοποιούμενα όπου υπάρχει συνεκτικός οικιστικός χώρος.
Η έρευνα του ΙΕΛΚΑ, ειδικότερα, δείχνει ότι στα κρεοπωλεία, αρτοποιεία, ιχθυοπωλεία, οπωροπωλεία, ζαχαροπλαστεία κ.λπ. της γειτονιάς αναλογεί περίπου το 40% του γενικού ετήσιου κλαδικού τζίρου, ο οποίος το 2016, όπως υπολόγισαν οι ερευνητές, ανήλθε στα 18,6 δισ. ευρώ. Από αυτά χοντρικά τα μισά, περίπου 9,3 δισ. ευρώ, ήταν ο τζίρος των σούπερ μάρκετ. Από το άλλο ήμισυ του γενικού κλαδικού τζίρου, που τον αποφέρει το κατάστημα ευκολίας υπό τη διασταλτική ερμηνεία του αντικειμένου του (επ’ αυτού θα επανέλθουμε), περίπου τα 1,8 δισ. ευρώ υπολογίζεται ότι περνούν από τις ταμειακές μηχανές του παντοπωλείου και του μίνι μάρκετ.
Μένουν περί τα 7,5 δισ. ευρώ, που είναι ο τζίρος όλων των άλλων ειδικών μαγαζιών πώλησης τροφίμων στις γειτονιές. Από αυτά, λοιπόν, περίπου τα μισά –τα «3-4 δισ. ευρώ» κατά τη μελέτη– χαρακτηρίζονται δυνητικός τζίρος των σούπερ μάρκετ. Γιατί; Εφόσον κατά μέσο όρο το μερίδιο των σούπερ μάρκετ στην Ευρώπη στον κλαδικό τζίρο είναι 77% και σε ορισμένες βορειοευρωπαϊκές αγορές τείνει στο 90%, ενώ εδώ είναι ακόμα στο 60% (δηλ. 50% των σούπερ μάρκετ + 10% των παντοπωλείων/μίνι μάρκετ, ήτοι 9,3 δισ. +1,8 δισ. ευρώ= 11,1 δισ. ευρώ), εξηγούν οι ερευνητές, κι επειδή ως ευρωπαϊκή χώρα είναι θεμιτό να συγκλίνουμε στους μέσους όρους της Ε.Ε., είναι λογικό το επίδικο μέγεθος να αποτελέσει «διεκδικούμενο» τζίρο από τα σούπερ μάρκετ!
Η πλάνη των «μέσων όρων»
Ένα παρεμπίπτων θέμα, αλλά σημαντικό από άποψη τεκμηρίωσης στην εποπτεία του αντικειμένου, σχετίζεται με την τελευταία παραδοχή της εν λόγω μελέτης. Το ερώτημα είναι: Ενέχουν, άραγε, οι ευρωπαϊκοί μέσοι όροι των μεριδίων τζίρου κανονιστική αξία, απηχώντας νομοτελείς τάσεις της λειτουργίας του κλάδου σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές, ώστε να ευσταθούν αναγωγές σαν την προαναφερόμενη;
Δεν πρόκειται για θεωρητικό ζήτημα, αν σκεφτεί κάποιος π.χ. ότι ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της λιανικής στον ευρωπαϊκό βορρά συνάπτεται με τη διάρθρωση των κοινωνιών του, με τον προσανατολισμό των οικονομιών του στη βιομηχανική παραγωγή και τις ευρείας κλίμακας εκμεταλλεύσεις στον πρωτογενή και τριτογενή τομέα της οικονομίας κι ότι εν πάση περιπτώσει σε μεγάλο βαθμό συντελέστηκε σε περιόδους επέκτασης της ζήτησης.
Αντίθετα, στην Ελλάδα η έλευση της εποχής των σούπερ μάρκετ συνέπεσε με την προϊούσα αποβιομηχάνιση της χώρας, την υπερδιόγκωση του τριτογενούς τομέα και της εντός του πλαισίου του αύξηση της αυτοαπασχολούμενης εργασίας, ενώ οι τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης των κλαδικών δραστηριοτήτων έκαναν την εμφάνισή τους ως απότοκο της ανισορροπίας του συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης ήδη από τη δεκαετία του ’90 και κορυφώνονται δραματικά ως προϊόν της βαθιάς οικονομικής ύφεσης, της συρρίκνωσης της ζήτησης και της ρευστοποίησης της αυτοαπασχολούμενης επιχειρηματικότητας την τελευταία δεκαετία. Στέκει εντέλει να προϋποτίθεται κάποια συνάφεια των δύο υποδειγμάτων, ώστε να συμπεραίνεται ως εύλογη η αντιστοιχία των εξελίξεων στην προβολή τους επ’ ονόματι της συμμετοχής τους στην Ε.Ε.;
Γενικότερα οι «μέσοι όροι» σε όσο πιο καθολικά πεδία αναφέρονται (γεωγραφικά, κοινωνικά κ.λπ.), προκειμένου να περιγράψουν –κι όχι ασφαλώς να αιτιολογήσουν– μια πραγματικότητα, τόσο λιγότερα μας λένε γι’ αυτήν, έστω, σαν ενδείξεις της. Και γι’ αυτό σημαίνονται σαν «κόκκινο πανί» από τη μικροοικονομική ανάλυση, που έχει ανάγκη ο επιχειρηματικός σχεδιασμός. Χρήσιμοι αποδεικνύονται εντέλει μόνο στη δημιουργία εντυπώσεων.
«Ευκαιρίες» σφαγής σε τοπίο ακινησίας
Είναι ολοφάνερο, πάντως, το άγχος που διακατέχει τις επιχειρήσεις του κλάδου, μεγάλες και μικρότερες, από το γεγονός ότι ο γενικός τζίρος δεν αυξάνει μετά τόσα χρόνια συρρίκνωσης της ζήτησης, ενόσω στο εσωτερικό του οι δυνάμεις της συγκεντροποίησης, αφού άλεσαν κι αφομοίωσαν ή χωνεύουν το επιχειρηματικό παθητικό του (Ατλάντικ, Plus, Aldi, Makro, Αφοί Βερόπουλοι, Μαρινόπουλος κι άλλες μικρότερες), ήδη «ματώνουν» όλο και περισσότερο υγιείς επιχειρηματικούς ιστούς του. Το «γιατί» συμβαίνει αυτό, είναι πια βίωμα του επιχειρηματικού στελέχους: Όταν σ’ ένα φύσει δυναμικά επεκτατικό σύστημα, όπως η οικονομία της αγοράς, παύει ή ασθενεί σοβαρά η επέκταση της ζήτησης ως συντελεστού τροφοδοσίας του ανταγωνιστικού παιγνίου, η επέκταση συνεχίζει αδιάλειπτα δια του αλληλοκανιβαλισμού των συντελεστών της προσφοράς (καθενός τους στο πεδίο του, μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων, πτωχεύσεων).
Πράγματι, οι αποτυπώσεις μιας μικρής αύξησης του τζίρου φέτος απηχούν μάλλον προδιαγεγραμμένες μετατοπίσεις πωλήσεων στο εσωτερικό του κλάδου, αφ’ ης στιγμής η νέα Σκλαβενίτης στάθηκε στα πόδια της, παρά κάποια αξιοσημείωτη ανάκαμψη της ζήτησης. Και το χειρότερο που φοβούνται όλοι, με πρώτη και καλύτερη τη βιομηχανία που πληρώνει με βαριά καρδιά την όξυνση του ανταγωνισμού των αλυσίδων, είναι ότι η επόμενη χρονιά θα επιβεβαιώσει αυτό που ήδη προβλέπουν: Την προοπτική στασιμότητας του τζίρου! Οι πιο έμπειροι και νηφάλιοι την οσφραίνονται στα τεκταινόμενα του διεθνούς περιβάλλοντος και δαγκώνουν τα χείλη τους. Οι υπόλοιποι βαυκαλίζονται στο εγχώριο πάρε-δώσε των υποσχέσεων ανάπτυξης στην ήδη φωταγωγημένη εκλογική σκηνή του 2019…
Πόρτες κλειστές
Από πού μπορεί, λοιπόν, να προσποριστούν νέα έσοδα οι επιχειρήσεις του κλάδου, για να επενδύσουν μακροπρόθεσμα στις αντοχές τους; Το ευκταίο γι’ αυτές θα ήταν από τον τζίρο όμορων αγορών λιανικής, οι οποίες κατά προτίμηση δεν κανιβαλίζουν κομμάτια τζίρου προϊόντων, που διαθέτουν οι ίδιες στα ράφια τους.
Πριν λίγα χρόνια οι φιλόδοξοι μεγάλοι του κλάδου αναθάρρησαν στην ιδέα ότι η θεσμική απελευθέρωση των αγορών, που εισήγαγαν τα μνημόνια, θα τους άνοιγε αβρόχοις ποσίν την πόρτα, για να εισρεύσει στα ταμεία τους ο πλούσιος τζίρος του φαρμάκου, τουλάχιστον κατά ένα μέρος του (το ασυνταγογράφητο). Αλλά σκόνταψαν προπάντων στην αντίθετη βούληση της φαρμακοβιομηχανίας και δευτερευόντως στις «συντεχνίες» και τη θεσμική ρύθμιση, που λίγο-πολύ ετεροκαθορίζονται από την πρώτη. Επίσης κωλύονταν από την έλλειψη σοβαρών επενδυτικών πόρων (ή από τη στρατηγική απόφασή τους να μην τους διαθέσουν, όσοι ηδύναντο), οι οποίοι θα τους επέτρεπε να εξαγοράσουν έτοιμες δομές της εν λόγω αγοράς, ώστε να τις προσαρτήσουν και δη εις ολόκληρον (με πωλήσεις συνταγογραφούμενων και μη φαρμάκων) στους ομίλους τους παράλληλα προς το εμπόριο τροφίμων-ειδών σούπερ μάρκετ.
Προσώρας τούς αναθάρρησε, επίσης, η απελευθέρωση των καπνικών προϊόντων και του Τύπου, αλλά τα μεν πρώτα αποδείχθηκαν διαχειριστικός πονοκέφαλος, εφόσον έχουν γλίσχρο κέρδος και υποχρεώσεις άμεσης απόδοσης των εισπραττομένων, ο δε δεύτερος κατέρρευσε τόσο, ώστε ούτε σαν «κράχτης» κοινού δεν αξίζει. Πιο πρόσφατα τους αναθάρρησε, ακόμα, η προοπτική του ηλεκτρονικού εμπορίου ως δόκιμου πεδίου για επενδύσεις μακράς πνοής (και προσδοκίας απόσβεσης ασφαλώς).
Αλλά εκτός της έλλειψης επενδυτικών πόρων η ασθενής ζήτηση, αν «πουσαριστεί», το πολύ να αναδιανεμηθεί κατά τι περισσότερο απ’ όσο σήμερα υπέρ των ηλεκτρονικών πωλήσεων, που συν τοις άλλοις χρειάζονται γενναία οργάνωση και υποστήριξη logistics, ενόσω ο ρομποτικός υπάλληλος, που «θα» μειώσει το εργασιακό κόστος των επιχειρήσεων λιανικής –παιδί της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης–, είναι ακόμα… αριστοκράτης.
Αμφίδρομη πορεία
Τι έμεινε, λοιπόν; Έμεινε ο πέραν της οργανωμένης λιανικής κλάδος των τροφίμων και των λοιπών ειδών σούπερ μάρκετ στην ευρύτητα του αντικειμένου του, όπως χαρτογραφείται στη μελέτη του ΙΕΛΚΑ. Διόλου τυχαία ο τυπολογικός προσδιορισμός του εξελίσσεται παλαιόθεν σ’ ένα πλαίσιο εύλογης ασάφειας, με μόνα σαφή στοιχεία αναφοράς του την «ευκολία», που προσφέρει στον καταναλωτή η χωρική θέση των καταστημάτων μέσα στον πυκνό οικιστικό ιστό, και το «διευρυμένο ωράριο λειτουργίας» τους ως επικύρωση ακριβώς της «ευκολίας», αν και σε ένα μεγάλο ποσοστό τους (αδιερεύνητο πάντως) εξακολουθούν να λειτουργούν με το «κανονικό» ωράριο.
Αυτή η «εύλογη ασάφεια», λοιπόν, προκύπτει από μια αμφίδρομη πορεία, που διανύεται εδώ και τέσσερις δεκαετίες: Αφενός της βαθμηδόν διείσδυσης του σούπερ μάρκετ στις μεγάλες κατηγορίες των φρέσκων τροφίμων/προϊόντων του ψυγείου και του φούρνου/ψησίματος και αφετέρου της ακριβώς αντίθετης φοράς της, δηλαδή της αμυντικά επιλεκτικής διείσδυσης των ειδικευμένων επιχειρηματιών «της γειτονιάς» σε αγορές εκτός των αντικειμένων τους, δηλαδή στα είδη του σούπερ μάρκετ και σε ποικίλα άλλα, σ’ ένα πλαίσιο ευέλικτης διαφοροποίησής τους χάριν διατήρησης της ελκυστικότητάς τους.
Αυτή η πορεία συνεχίζεται αμφίδρομα. Από τη μια πλευρά, τα σούπερ μάρκετ επεκτείνουν διαρκώς τα προαναφερόμενα τμήματα τροφίμων, αυξάνοντας τα μέτρα των ψυγείων τους ανά κατάστημα (με γαλακτοκομικά, κρεατικά, ψάρια, ζύμες κ.ά.), ενισχύοντας τα τμήματα μαναβικής, επενδύοντας δραστήρια τώρα και στα bake off, με το μάτι επίμονα στραμμένο στον ετήσιο εθνικό τζίρο του ψωμιού, που κατά το ΙΕΛΚΑ φτάνει τα 1,5 δισ. ευρώ (τα 950 εκατ. ευρώ είναι μόνο του φρέσκου ψωμιού), όπως και στο μαγειρεμένο φαγητό.
Ταυτόχρονα, διεισδύουν στον οικιστικό ιστό με τέτοια πυκνότητα καταστημάτων, εταιρικών και franchisee, και συνάμα με τόσο άγχος ανταγωνιστικής διεκδίκησης μεταξύ τους, ώστε η δυσκολία τους σε πολλές περιπτώσεις να φέρουν βόλτα τη σχέση λειτουργικού κόστους/τζίρου-κερδών ανά κατάστημα ανακλά στη δυσφορία του προσωπικού τους. Την ίδια στιγμή ξεχειλώνουν κι αυτή τη διασταλτικότητα της έννοιας convenience store πέραν των ορίων αντοχής της (λ.χ. μιλώντας για αίθουσες των 600τμ-700τμ ή και άνω). Αν και εξακολουθούν να επενδύουν με πολεμικό οίστρο, ανταγωνιζόμενοι στην ολοκληρωτική κατάληψη του οικιστικού χώρου, ξέρουν ότι η διαρκής επέκταση χωρίς την ενίσχυση του τζίρου, σε μια αγορά, μάλιστα, που τα όρια της οργανικής ανάπτυξης των αλυσίδων βρίσκονται ήδη στο μη παρέκει, δημιουργεί αιμορραγίες. Αλλά, όπως συμβαίνει πάντα στις μονομαχίες, αναμένουν να δουν πρώτα τα συμπτώματά της στην κόπωση του αντιπάλου πριν λάβουν μέτρα για τις δικές τους πληγές…
Με την πλάτη στον τοίχο
Από την άλλη πλευρά οι επιχειρηματίες της γειτονιάς, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, φροντίζουν να βάζουν στη βιτρίνα τους ό,τι διαχειριστικά δεν αντέχει το κοντινό σούπερ μάρκετ, να δουλεύουν με μηδενικό απόθεμα και ποσοστό κέρδους στα όρια αντοχής, να μαθαίνουν από τα γούστα των πελατών τους για να τα ικανοποιούν, να πρωτοτυπούν εν πάση περιπτώσει, δουλεύοντας προπάντων οικογενειακώς προς συμπίεση του λειτουργικού κόστους πολλές φορές ως τα μεσάνυχτα.
Ειδάλλως τα μαζεύουν και φεύγουν. Όχι σπάνια ο μανάβης που δούλευε ως χτες εδώ και το ’κλεισε, δυο εβδομάδες αργότερα πουλάει ντελικατέσεν είδη μαναβικής τρία τετράγωνα παρακάτω, μαζί με λίγα τυποποιημένα τρόφιμα, ξηρούς καρπούς, κάβα κρασιών, τσιγάρα, σάντουιτς, σφολιάτες και σερβίρει καφέδες…
Αν και δεν έχουμε υπόψιν μας αξιόπιστα στοιχεία χαρτογράφησης του ειδικευμένου λιανεμπορίου τροφίμων της γειτονιάς, σίγουρα τούτο το δυσκολεύουν η έντονη κινητικότητα, εναλλαγή και ρευστότητα αφενός των ποικίλων αντικειμένων δράσης ανά επιχείρηση κι αφετέρου του ίδιου του κόσμου του, χωρίς ουδόλως να υπονοείται ότι έχει εκλείψει η σταθερή του βάση του, που την ορίζει η εμμονή στην πρωτεύουσα ειδίκευση. Όμως, στις όλο και πιο εκτεταμένες πια από την ύφεση παρυφές αυτού του επαγγελματικού συνόλου δοκιμάζεται ένα πλήθος κόσμου μισοειδικευμένης ή ανειδίκευτης επιχειρηματικότητας στον κλάδο, παίζοντας στην ουσία κορώνα-γράμματα το όποιο κομπόδεμα ενός εκάστου νοικοκυριού χάριν της σωτηρίας του «παιδιού», του «αδερφού» ή του «συζύγου» από το σαράκι της χρόνιας ανεργίας ή υποαπασχόλησης.
Αντίστοιχες συμπεριφορές εκδηλώνονται στον κόσμο του παραδοσιακού παντοπωλείου, του μίνι μάρκετ και του περιπτέρου, δηλαδή του τυπολογικά «αυθεντικού» convenience store, σύμφωνα με την παλιότερη αντίληψη. Κάποια στοιχεία για την κατάστασή του ευτυχώς υπάρχουν.
Σε γενικές γραμμές τα προκύπτοντα από την έρευνα Census της IRI δείχνουν ότι από το 2010 μέχρι σήμερα περίπου το ένα στα τρία καταστήματα ευκολίας, ειδών καπνιστού και πρώτης ζήτησης, όπως και σχεδόν το ένα στα τέσσερα καταστήματα τροφίμων (μπακάλικα, μίνι μάρκετ), έχουν κλείσει. Τα μεν καταστήματα ειδών καπνιστού και πρώτης ζήτησης από 16.859 το 2010 στο τέλος του 2017 ήταν 9.982, μειωμένα περαιτέρω κατά 431 σε σχέση με το 2016, τα δε καταστήματα ευκολίας από 12.262 το 2010 πέρυσι ήταν 7.998 και δη μειωμένα κατά 430 σε σχέση με το 2016.
Η πλέον καταστροφική περίοδος γι’ αυτά ήταν ασφαλώς η τετραετία 2010-2013. Αλλά οι πιέσεις για την περαιτέρω συρρίκνωση του αριθμού τους δεν έχουν σταματήσει. Προπάντων εντοπίζονται στην αγορά του ψιλικατζίδικου και του περιπτέρου. Ειδικά για το τελευταίο, βάσει των φετινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, ξέρουμε ότι από τα περίπου 11.000 το 2010 στο σύνολο της επικράτειας σήμερα είναι 6.000 και ειδικότερα ότι από 931 περίπτερα στην αγορά της πρωτεύουσας το 2011 έχουν απομείνει 600. Εξάλλου, βάσει των εκτιμήσεων μεγάλου προμηθευτή κυρίως της αγοράς καπνού-ψιλικών-ζαχαρωδών, ο αριθμός αυτού του τύπου καταστημάτων, που αποτελεί τομή κυρίως των αγορών του περιπτέρου, του ψιλικατζίδικου και του μίνι μάρκετ, είναι σήμερα γύρω στις 23.000 σε όλη τη χώρα, τα 6.000 από αυτά στην Αττική.
Η έρευνα της Census της IRI δείχνει επίσης ότι τα παραδοσιακά παντοπωλεία πέρυσι ήταν 4.413 έναντι 4.583 το 2016 κι ότι ο τζίρος τους ήταν 131 εκατ. ευρώ, στα ίδια επίπεδα με του 2016 (130 εκατ. ευρώ), ενώ τα μίνι μάρκετ ήταν αντίστοιχα 5.732, αυξημένα μόλις κατά 32 σε σχέση με το 2016 και με τζίρο πέρυσι 370 εκατ. ευρώ, αυξημένο μόλις κατά 5 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2016. Σημειωτέον ότι η έρευνα περιγράφει τα πιο «δομημένα» από τα εν συνόλω δραστηριοποιούμενα, άρα τα εμμένοντα στο πρωτεύον αντικείμενό τους, ενώ τα παρουσιάζει αδιαφοροποίητα, με βάση το μέγεθός τους, ανεξαρτήτως του αν ανήκουν σε αλυσίδες ως εταιρικά καταστήματα ή μελών franchisee, αν ανήκουν σε συστήματα συνεργασίας κοινών προμηθειών ή λειτουργούν ανεξάρτητα.
Σκέψεις
Μια πρώτη σκέψη είναι πως κυρίως ο κόσμος του «δομημένου» παραδοσιακού μπακάλικου και του μίνι μάρκετ σε αρκετά μεγάλο βαθμό έχει δεσμούς συνεργασίας προμηθειών, που ανακλούν στους ισολογισμούς των μεγάλων του κλάδου ως χονδρεμπορικός τζίρος, μέσω είτε λιγότερο του franchising είτε περισσότερο των χαλαρών συνεργασιών προμήθειας είτε του cash & carry. Αδιερεύνητο μένει πόσοι απ’ αυτούς προτιμούν τις προσφορές των μεγάλων, αγοράζοντας από τα σούπερ μάρκετ, αλλά φαίνεται ότι δεν είναι λίγοι. Κατά το μεγαλύτερο μέρος η τροφοδοσία τους στο σύνολο της εν λόγω αγοράς, πάντως, γίνεται από τις παραδοσιακές δομές του χονδρεμπορίου και σε τούτο δεν διαφωνεί κανείς.
Μια δεύτερη σκέψη αφορά στις δομές ακριβώς του παραδοσιακού χονδρεμπορίου. Στο πλαίσιό του, λοιπόν, έχει προχωρήσει η συγκεντροποίηση των επιχειρήσεων, έτσι ώστε μάλλον στις παρυφές του (τις έστω μακρές και ποικίλες) επιβιώνουν μορφές σύστοιχες του συμφραζόμενου έθους στον όρο «παραδοσιακό». Λαμβανομένου υπόψιν, μάλιστα, ότι ως ένα βαθμό αυτό το κανάλι χονδρικής συνεργάζεται ακόμα και με την οργανωμένη λιανική, το μερτικό της στη χονδρική του ευρύτερου κλάδου τροφίμων-ποτών είναι σαφώς μεγαλύτερο του οργανωμένου λιανεμπορίου/χονδρεμπορίου. Τι συντηρεί και αναπαράγει το μέγεθός του ανταγωνιστικά κραταιό έναντι του οργανωμένου λιανεμπορίου/χονδρεμπορίου; Πρώτον, οι ανάγκες εξυπηρέτησης του ιδιόμορφου γεωφυσικού ανάγλυφου της χώρας και της εποχικότητάς του, που συνδέεται με την τουριστική αγορά. Δεύτερον, οι ανάγκες ακριβώς της μικρής επιχειρηματικότητας, που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της προαναφερόμενης ιδιομορφίας, αλλά και εν γένει της μικρής επιχειρηματικότητας του ευρύτερου κλάδου, στο πλαίσιο της οποίας είτε απλώς επιβιώνει αναπαραγόμενο είτε φυτοζωεί είτε αναλώνεται το απόθεμα των μεσαίων στρωμάτων, όσο διαρκούν οι πολιτικές της λιτότητας. Τρίτον, η βούληση των προμηθευτών αντισταθμιστικά προς τις πιέσεις του οργανωμένου εμπορίου, ειδικότερα των προμηθευτών που δεν έχουν θέση στα ράφια του οργανωμένου εμπορίου για ποικίλους λόγους.
Μια τρίτη σκέψη είναι ότι οι πρόσφοροι, μεταξύ των έμπειρων μικροεπιχειρηματιών, για ένταξη στα συστήματα franchising, κυρίως μετά τη μελανή εμπειρία της Μαρινόπουλος, δεν είναι πολλοί. Άλλωστε, οι «ψημένοι» της μικρής αγοράς, που το «έχουν δίπορτο» στις εναλλακτικές οδούς προμηθειών (παραδοσιακό χονδρεμπόριο, cash & carry, όμιλοι αγορών, χαλαρές συνεργασίες προμηθειών, σούπερ μάρκετ κ.ά.), ξέροντας ότι το εγχείρημα της εισόδου των αλυσίδων στον πυκνό οικιστικό ιστό με εταιρικά καταστήματα είναι ασύμφορο, λόγω υψηλού λειτουργικού κόστους, αναγνωρίζουν στα κελεύσματα της δικαιόχρησης μάλλον υστεροβουλία και την εννοούν ως ρίσκο έκπτωσής τους σε χρυσωμένη ειλωτεία.
Έτσι το σχέδιο της διείσδυσης στις γειτονιές μέσω του franchising με έμπειρους μικροεπιχειρηματίες καρκινοβατεί, ακόμα κι όταν ο franchisor προσφέρεται να πιστοδοτήσει σχετικώς το νέο franchisee. Μοιραία η δικαιόχρηση, έτσι, διασταυρώνεται με την απελπισία του μικροκεφαλαιούχου επαγγελματία, που ζητά να επενδύσει στη διαφυγή του από την απαξίωση…
Μια τέταρτη σκέψη αναφορικά με σύμπασα τη μη οργανωμένη κλαδική αγορά, που επωφελήθηκε από την κατάρρευση κυρίως της Μαρινόπουλος, είναι ότι, ενόσω χάνει όσα κέρδισε, γνωρίζουμε τις απώλειές της, είτε ως εκτιμώμενες απώλειες τζίρου των cash & carry (3%-4%) είτε ως καταμετρημένες μικρές αυξητικές ροές εσόδων στο γενικό τζίρο του οργανωμένου κλάδου. Το σχετικό μήνυμα είναι προβληματικό για την προοπτική του τζίρου και δυστοπικό για τις διοικήσεις των αλυσίδων.
Και σκληρή και θλιβερή η αλήθεια
Μετά από μια δεκαετία σκληρής δοκιμασίας των μικροεπιχειρηματιών της γειτονιάς, αν το ζητούμενο για τις επιχειρήσεις των σούπερ μάρκετ είναι να διεμβολίσουν το «χιτώνα» των 7,5 δισ. ευρώ που τους περιβάλει, «…ας επενδύσουν ποικιλοτρόπως στη χαμαιλεοντική προσαρμοστικότητα του μικρού επιχειρείν –η ευφυΐα κι οι εμπειρίες τους περισσεύουν», ίσως πει κάποιος. Αλλά θα είναι άσχετος. Διότι τα εγχειρήματα τέτοιου είδους είναι ασύγκριτα υψηλότερου κόστους και ρίσκου από εκείνο, λόγου χάριν, της πλήρους απελευθέρωσης του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, μέτρου μέσω της εφαρμογής του οποίου σε συνθήκες επέκτασης της ζήτησης σε άλλες εθνικές αγορές περιορίστηκε η αυτοαπασχολούμενη επιχειρηματικότητα.
Όμως εδώ, στα χρόνια της μνημονιακής διαχείρισης, καίτοι οι σχετικοί «αρχαϊσμοί» και «στρεβλώσεις» της αγοράς μας άρθηκαν, πρώτες οι μεγάλες επιχειρήσεις πήραν αποστάσεις από τη συνεπαγόμενη μεταρρύθμιση του ωραρίου και σωστά, γνωρίζοντας ότι δεν είναι τόσο η θεσμική απελευθέρωση του κεφαλαιούχου να επενδύει όπου, όπως και με όποιους όρους φρονεί, που τροφοδοτεί τη φιλοδοξία του και γονιμοποιεί τους επενδυτικούς του πόρους, όσο κυρίως η θερμοκρασία της ζήτησης που τους ωριμάζει, αναδημιουργώντας το επενδυτικό απόθεμα. Σε συνθήκες καταστολής της ζήτησης η αμετροεπής αύξηση του λειτουργικού κόστους τιμωρείται πιθανώς σκληρότερα, απ’ όσο προδικάζει για τον ευάλωτο ανταγωνιστή η εντολή της πριμοδότησής του.
Πάντως, στην ιστορική μνήμη του κλάδου των σούπερ μάρκετ είναι ζωντανές οι διάφορες θεσμικές «παρακωλύσεις», οι οποίες, ωστόσο, δεν εμπόδισαν τις επιχειρήσεις του να ενσωματώνουν στην επέκτασή τους, σε εποχές καλύτερες ασφαλώς, τον τζίρο και τις εμπειρίες των ειδικών αγορών του φαγητού κι όχι μόνο αυτές…
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, εάν οι πολιτικές λιτότητας εξακολουθήσουν επί μακρόν, στο μικρό εμπόριο της γειτονιάς –είτε το ειδικό είτε το μη ειδικό, είτε το ανεξάρτητο είτε το δεσμευμένο στα συστήματα franchising–, θα αναλωθεί ένα σημαντικότατο μέρος της περιουσίας των μεσαίων στρωμάτων μεταξύ τελάρου, πάγκου, ραφιού, καφέ και σφολιάτας. Άλλωστε, περίπου οι μισές εγχώριες επενδύσεις ετησίως σε αυτού του είδους την επιχειρηματικότητα αφορούν, πράγμα από κάθε άποψη θλιβερό. Υπό μια τέτοια σκοτεινή προοπτική, ίσως, σε κάποια χρόνια θα έχει αυξηθεί λίγο ή περισσότερο το ποσοστιαίο μερίδιο των αλυσίδων σούπερ μάρκετ (όσων μείνουν) στη διανομή του κλάδου, αλλά, πάντως, όχι σε αξία ανάλογη των προσδοκιών…