‘Eχουμε και λέμε: Το κόστος παραγωγής αυξήθηκε περίπου 8%-10%, ανάλογα το προϊόν. Και η τιμή της χονδρικής, επίσης, περίπου στο ίδιο ποσοστό. ‘Oμως, το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Τα ποσοστά από μόνα τους δεν λένε τίποτα. Εξηγούμαι: Στα μελομακάρονα πχ το παραγωγικό μου κόστος, μαζί με τις φύρες και τις απώλειες, είναι περίπου 2,05 ευρώ το κιλό. Καθώς δεν διαθέτω δίκτυο διανομής, τα δίνω στον έμπορο 2,85 ευρώ το κιλό. Μείον κάποια έμμεσα έξοδα (φόροι, τέλη κλπ), κερδίζω τελικά γύρω στα 70 λεπτά το κιλό ή 34% επί του κόστους παραγωγής. Ο έμπορος τα πουλάει σε ζαχαροπλαστεία, μικρά μαγαζιά και σε μικρά σούπερ μάρκετ από 5 ευρώ το κιλό και πάνω, δηλαδή με κέρδος 75,4%. Και τα μαγαζιά από 7,50 ως 8,50 ευρώ το κιλό, δηλαδή με κέρδος περίπου 60%. ‘Αντε εσύ βγάλε άκρη…

‘Eρχεται τώρα η μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ, μου δίνει απευθείας μια τεράστια παραγγελία, μου δίνει κουτιά συσκευασίας κλπ. Της δίνω τιμή 3 ευρώ το κιλό. Αυτή τα πουλάει 4 ως 4,5 ευρώ, δηλαδή με μικτό κέρδος 33,3% ως 50%. Ποια είναι η διαφορά από τον απλό λιανοπωλητή; 50%-100%! Μάλιστα, κύριε! Και μετά σου λένε ότι τα σούπερ μάρκετ δημιουργούν την ακρίβεια. Είναι να βγαίνεις από τα ρούχα σου!».

«Μα καλά, το υπουργείο, οι ελεγκτικές αρχές δεν τα ξέρουν;», τον ρώτησα. «Μα πού ζεις; Τα ξέρουν και πολύ καλά μάλιστα!». «Ε, λοιπόν;». «Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, όπως κι ο Καραγκιόζης φίλε μου! ‘Οπως τ’ ακούς!»…

‘Αιντε και καλή χρονιά, λοιπόν, στον μαγικά ταλαίπωρο ετούτο τόπο, όπου οι Καραγκιόζηδες πληθαίνουν, κι οι πασάδες της το ρίχνουν στο καραγκιοζιλίκι με τις ευλογίες της ελεύθερης αγοράς!