Οι μικρομεσαίες αλυσίδες του δείγματος παρουσίασαν καλύτερα αποτελέσματα από τους «μεγάλους», σχεδόν σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Οι μικρομεσαίες αλυσίδες του δείγματος παρουσίασαν καλύτερα αποτελέσματα από τους “μεγάλους”, σχεδόν σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Για τη χρήση 2000 επιλέξαμε δειγματοληπτικά τους ισολογισμούς 20 μικρομεσαίων επιχειρήσεων, παραθέτοντας τα δεδομένα των ισολογισμών τους, τους δείκτες και τις μεταβολές των μεγεθών, δίνοντας έμφαση περισσότερο στο συγκριτικό χαρακτήρα των τάσεων που επικράτησαν στην αγορά το 2000, σε σχέση και με τις μεγάλες επιχειρήσεις, παρά στην πληρότητα από πλευράς πλήθους επιλογής ισολογισμών.
Οι πωλήσεις των 20 επιλεγμένων μικρομεσαίων επιχειρήσεων ανήλθαν, το 1999, σε 78,6 δισ. και το 2000 σε 86,4 δισ. και αντιπροσωπεύουν το 3,3% περίπου των πανελλαδικών πωλήσεων του κλάδου, έναντι 64% που αντιπροσωπεύουν οι 31 μεγάλες επιχειρήσεις.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σημείωσαν αύξηση των πωλήσεων το 2000, σε σχέση με το 1999, κατά 9,94%, ξεπερνώντας τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες παρουσίασαν αύξηση 9,14% συνολικά και 7,58% οι συγκρίσιμες 30 εταιρείες (εκτός της CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ). Αυτό σηματοδοτεί μια δυναμική μεγαλύτερη των μικρών σε σχέση με τους μεγάλους και αυτό παρά την πτώση των πωλήσεων ορισμένων μικρομεσαίων, που επηρέασαν αρνητικά το μέσο όρο.
Τη μεγαλύτερη αύξηση πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις: ΠΑΥΛΑΚΗΣ ΑΕ (50,71%), ΛΙΑΣΚΟΣ ΑΕΕ (49,80%), ΑΝΕΔΗΚ ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΑΕ (31,23%), ΚΟΡΥΦΗ ΑΕ (21,11%), ΠΕΙΡΑΪΚΟΝ ΑΕ (20,56%), ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ ΑΦΟΙ ΛΑΔΑ ΑΕ (19,63%).
Τη μεγαλύτερη μείωση πωλήσεων παρουσίασαν οι επιχειρήσεις:
ΑΛΙΜΕΝΤΑ NOVA ΑΕΒΕ (-3,86%), ΚΑΣΙΜΗΣ ΑΕ (-5,69%), ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕ (-11,06%).
Αύξηση των κερδών κατά 13,75%
Τα καθαρά κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν κατά 13,75%. Με δεδομένο ότι η αύξηση των πωλήσεων ήταν 9,94%, η εξέλιξη των καθαρών κερδών μπορεί να χαρακτηρισθεί ικανοποιητική (με όλες τις ανοχές). Σε ποσοστό % των πωλήσεων, τα καθαρά κέρδη από 3,28% το 1999 έμειναν σχεδόν αμετάβλητα το 2000 και ανήλθαν σε 3,27%.
Αναλυτικά, τα επιμέρους μεγέθη που επηρεάζουν τα καθαρά κέρδη παρουσιάζουν αυξομειώσεις.
Το περιθώριο μικτού κέρδους, από 16,91% το 1999 ανήλθε σε 17,25% το 2000, σημειώνοντας μια σημαντική αύξηση 2,01% . Υπενθυμίζεται ότι στις μεγάλες επιχειρήσεις παρουσίασε πτώση στο περιθώριο μικτού κέρδους κατά 4,77%. Πρέπει να σημειωθεί ότι το 1999 η διαφορά μεταξύ των μεγάλων και μικρών αλυσίδων προς το περιθώριο μικτού κέρδους ήταν 2,81% στις πωλήσεις (19,72%-16,91%). Το 2000 η διαφορά αυτή έπεσε στο 1,43% (18,78%-17,25%), σημειώνοντας τη θεαματική μείωση της διαφοράς κατά 49%. Από αυτή τη σύγκριση ενισχύεται η άποψη ότι το μικτό περιθώριο κέρδους των μικρών δε διαφέρει θεαματικά από αυτό των μεγάλων και αυτό αποτελεί μια εξήγηση για το πώς οι μικροί εξουδετερώνουν σε κάποιο βαθμό “τον όγκο των μεγάλων”.
Τα λειτουργικά έξοδα σε ποσοστό των πωλήσεων, από 15,44% το 1999, ανήλθαν σε 15,74% το 2000, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,94%. Αυτό εξηγεί γιατί η αύξηση των καθαρών κερδών υπολείπεται (είναι μικρότερη) της αύξησης των πωλήσεων.
Σχεδόν όλα τα μεγέθη πήγαν καλά για τους μικρομεσαίους
Συνέπεια της αύξησης των καθαρών κερδών είναι η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων κατά 11,69% και η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων από 20,50% των πωλήσεων, το 1999, σε 20,87% το 2000.
Η συνολική ρευστότητα παρέμεινε στα ίδια περίπου επίπεδα, χωρίς αξιόλογες μεταβολές, ενώ η άμεση ρευστότητα αυξήθηκε από 26,64% το 1999 σε 30,13% το 2000. Αυτό οφείλεται στην αύξηση των διαθεσίμων κατά 37,76%, μεταβολή πολύ σημαντική. Τα αποθέματα αυξήθηκαν κατά 4,39% (έναντι αύξησης 7,60% των μεγάλων). Αυτή η θετική εξέλιξη αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα αν ληφθεί υπόψη ότι οι τραπεζικές υποχρεώσεις μειώθηκαν κατά 10,38%, ενώ παράλληλα οι συνολικές υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 14,28%. Είναι προφανές ότι αυτό οφείλεται στην αύξηση των ημερών πίστωσης των προμηθευτών κατά 7 ημέρες, σημειώνοντας μεταβολή +9,85%. Από 90,93 ημέρες πίστωσης, το 1999, αυξήθηκε σε 97,92 ημέρες το 2000. Κι εδώ επισημαίνεται η τάση σύγκλισης των ημερών πίστωσης των “μικρών” με των μεγάλων, οι οποίοι πέτυχαν μέση αύξηση 3,9 ημερών. Βέβαια, οι μεγάλοι έχουν πολύ μεγαλύτερο αριθμό ημερών πίστωσης.
Η κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων από 6,11 το 1999, αυξήθηκε σε 6,42.
Επομένως, ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι το 2000 ήταν μια καλή σχετικά χρονιά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου, καλύτερη από το 1999, στην οποία είχε σημειωθεί πτώση της κερδοφορίας και οπωσδήποτε μια καλύτερη χρονιά από αυτή των μεγάλων επιχειρήσεων, στις οποίες οι εξελίξεις και οι αποδόσεις δεν ήταν ευχάριστες.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ενίσχυσαν την παρουσία τους στην αγορά, διεκδικώντας αύξηση του μεριδίου τους, αν και αντιπροσωπεύουν μικρό μέρος. Εντούτοις, το μερίδιό τους δεν είναι ευκαταφρόνητο, με δεδομένο ότι οι επώνυμες μεγάλες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 64% και επομένως οι μικρότεροι ανώνυμοι, αλλά πολλαπλάσιοι σε αριθμό μικροεπιχειρήσεων, αντιπροσωπεύουν το 36%, περίπου 0,928 τρισ. δραχμές. Συνύπαρξη των μικρών με τους μεγάλους; Προσωρινές ανακατανομές της πίτας; Εκκολαπτόμενοι σχεδιασμοί που δεν είδαν ακόμα το φως της ημέρας; Τα επόμενα 1-2 χρόνια θα δείξουν. Οποια εξέλιξη κι αν δρομολογηθεί, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για την τελική έκβαση.