Mέσω της δημοσιοποίησης συμπερασμάτων ερευνητικών και άλλων οργανισμών, τοποθετήσεων στο πλαίσιο συνεδρίων ή συναντήσεων με πολιτικά πρόσωπα και γενικώς σε κάθε ευκαιρία, μεμονωμένοι επιχειρηματίες και εκπρόσωποι επιχειρηματικών συμφερόντων έχουν κάνει ξεκάθαρη τη συνισταμένη των βασικών αιτημάτων τους προς την εκτελεστική εξουσία.

Στο πνεύμα των πιο δημοφιλών στους επιχειρηματικούς κύκλους οικονομικών σχολών και συμβουλευτικών εταιρειών, εγχώριων και διεθνών, ουσιαστικά συμφωνούν στην οριοθέτηση του ρόλου του κράτους, ώστε να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην κατάρριψη κάθε εμποδίου στην υλοποίηση επιχειρηματικών πλάνων. Συμφωνία υπάρχει σε γενικές γραμμές και στο τι θεωρείται «εμπόδιο», με δημοφιλέστερα την υψηλή φορολογία, τις διαδικασίες έγκρισης των επενδυτικών σχεδίων και την πλειονότητα των εργασιακών δικαιωμάτων.

Και σήμερα, λίγους μόλις μήνες μετά την ανάληψη της διαχείρισης των υποθέσεων του κράτους και της λειτουργίας των δομών του από τη νέα κυβέρνηση, οι επιχειρηματίες και τα υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων δηλώνουν στην πλειονότητά τους, μέσω των συνδικαλιστικών τους οργάνων, με ανακοινώσεις μετά από κάποια συνάντηση με αρμόδιο υπουργό ή στέλεχος υπουργείου και γενικώς με κάθε δημόσια τοποθέτηση, απόλυτα ικανοποιημένοι από την υιοθέτηση του πνεύματος των αιτημάτων τους. Η σύμπνοια επιχειρηματικού κόσμου και κυβέρνησης έγινε εμφανής από τις πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις, από τις τοποθετήσεις υπουργών και άλλων αρμόδιων υπηρεσιακών στελεχών, καθώς και από τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού, στο πλαίσιο της 84ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

Μια πρώτη παρατήρηση σχετικά με τα παραπάνω είναι ότι η συζήτηση από πολιτικά και επιχειρηματικά στελέχη με θέμα την ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας μοιάζει να διεξάγεται σαν η χώρα να κινείται σε μια δική της, ανεξάρτητη τροχιά, χωρίς να επηρεάζεται από τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι γνωστές οι συνέπειες αντίστοιχης στάσης από εκπροσώπους σημαντικών θεσμών της χώρας, πριν η κρίση χτυπήσει και τη δική μας πόρτα, που υποστήριζαν ότι οι ελληνικές τράπεζες ήταν επαρκώς θωρακισμένες έναντι του τσουνάμι που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Brothers στις ΗΠΑ -τόσο μακριά, αλλά και τόσο κοντά. Στο ίδιο πνεύμα κινούνταν και οι δηλώσεις σημαντικών επιχειρηματιών, που είχαν επιλέξει, σκόπιμα ή μη, να αποφύγουν μια σε βάθος ανάλυση των αιτιών της κρίσης… Γι’ αυτό είναι τουλάχιστον απογοητευτική η διαπίστωση πως από τoν δημόσιο προβληματισμό πολιτικών, επιχειρηματιών και υψηλόβαθμων στελεχών απουσιάζουν και πάλι οι τεκμηριωμένες θέσεις σχετικά με το μέλλον της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας και πλεονάζουν οι θέσεις για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς που διαμορφώνονται βάσει αναλύσεων a la carte…

Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά τον ισχνό διάλογο για ένα νέο μοντέλο επιχειρηματικής δράσης, που θα κινείται πέραν των γενικόλογων -και συχνά συγκρουόμενων με την πρακτική- εταιρικών οραμάτων. Είναι σαν να επιστρέφουμε απλώς σε προηγούμενες δεκαετίες, μετά από ένα «διάλειμμα» οικονομικής κρίσης, αλλά και διακυβέρνησης από ένα κόμμα που απείχε πολύ από ό,τι θα μπορούσε να δεχθεί ως εναλλακτική πρόταση ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας. Ένα «διάλειμμα», που προκάλεσε απλώς καθυστέρηση στην ολοκλήρωση κάποιων επιχειρηματικών σχεδίων! Όμως, από πού τεκμαίρεται πως η υποστήριξη επιχειρηματικών πλάνων, απλώς και μόνο επειδή προτείνονται από ισχυρές επιχειρήσεις, εγχώριες ή ξένων fund, θα μας οδηγήσει σε κάποια «κανονικότητα» ή στην ενίσχυση της οικονομίας της χώρας;

Όπως δείχνουν τα στοιχεία και των πιο σκληρών οπαδών της, η λιτότητα, που δυστυχώς υιοθετείται διαχρονικά και άκριτα με πολύ μεγάλη ευκολία από την πλειονότητα των επιχειρήσεων, πέτυχε μόνο να αυξήσει τα κέρδη των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων και φυσικά δεν έλυσε κανένα δομικό πρόβλημα, ούτε της Ευρώπης ούτε των πιο ισχυρών οικονομικά χωρών της. Δεν θα έπρεπε αυτό το γεγονός να απασχολεί τις επιχειρήσεις της χώρας μας, ώστε να θέτουν ως κυρίαρχο αίτημα προς την εκάστοτε κυβέρνηση την έναρξη ουσιαστικού διαλόγου για ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, για ισορροπημένη ανάπτυξη και για προετοιμασία έναντι μιας πιθανής νέας κρίσης; Το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να απασχολεί τα διοικητικά στελέχη κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που διαπίστωσαν ήδη με τον πιο επώδυνο τρόπο την αναποτελεσματικότητα των παλιών συνταγών, αλλά και την ανισομέρεια της αντιμετώπισης από εγχώριους και διεθνείς θεσμούς.

Η αρχή μια νέας περιόδου, με μια νέα κυβέρνηση που έχει ήδη ξεκινήσει την υλοποίηση της δικής της πολιτικής, είναι η πλέον κατάλληλη στιγμή για να γίνει αυτή η συζήτηση.