Η εγχώρια κατανάλωση του καφέ αυξάνεται συνεχώς, λόγω της βελτίωσης της ποιότητας του προϊόντος και των νέων τύπων του που καθιερώνονται στην ελληνική αγορά. Η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση καφέ στην Ελλάδα ανέρχεται στα 2,5- 3 κιλά, υπολειπόμενη κατά πολύ της αντίστοιχης άλλων βορειοευρωπαϊκών χωρών, όπως π.χ. της Φινλανδίας (10,6 κιλά) ή της Δανίας (10 κιλά). Ο «ελληνικός» καφές κατέχει μερίδιο 62% επί του συνόλου της αγοράς (σε ποσότητα), ο φίλτρου και ο espresso περίπου το 15% και ο στιγμιαίος 23%.
Σημαντική αύξηση παρουσιάζει η συνολική κατανάλωση του καφέ στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, αφενός λόγω εμπλουτισμού του είδους με καινούργιους τύπους (φίλτρου, espresso), αφετέρου λόγω της καλυτέρευσης της ποιότητας του κάθε τύπου. Η Ελλάδα, ως μη καφεπαραγωγός χώρα, εισάγει το 100% του καφέ που καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά.
Η σημαντικότερη χώρα παραγωγής καφέ είναι η Βραζιλία, με μεγάλη διαφοροποίηση της ποιότητας μεταξύ των ποικιλιών και των περιοχών και με το ποσοστό συμμετοχής της στην παγκόσμια παραγωγή να ανέρχεται στο 30%. Η δεύτερη καφεπαραγωγός χώρα είναι η Κολομβία, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η Κόστα Ρίκα. Μεταξύ των καφεπαραγωγών χωρών συγκαταλέγονται επίσης η Κένυα, η Ινδία, η Τζαμάικα, το Μεξικό και η Ακτή του Ελεφαντοστού.
Οι μορφές στις οποίες εισάγεται ο καφές στη χώρα μας ποικίλλουν, από την ωμή μορφή σε σπυρί έως την έτοιμη συσκευασία για απευθείας κατανάλωση. Συνολικά η ετήσια ποσότητα εισαγωγής σε ωμή μορφή ανέρχεται περίπου 350.000 σάκους των 60 κιλών ο καθένας.
Ο κύριος όγκος των 350.000 σάκων προορίζεται για “ελληνικό” καφέ που διατίθεται είτε χύμα, μέσω των καφεκοπτείων και των μηχανών άλεσης σε διάφορα σημεία πώλησης (σούπερ μάρκετ, φούρνοι, ζαχαροπλαστεία), είτε σε τυποποιημένη συσκευασία μέσω των σούπερ μάρκετ και των άλλων σημείων πώλησης. Συγκεκριμένα, για το 2000 ο συνολικός όγκος του “ελληνικού” καφέ ανήλθε στους 15.175 τόνους, οι οποίοι διατέθηκαν ως εξής: Το 49%, δηλαδή 7.295 τόνοι στη λιανική πώληση, 6.285 τόνοι, που αντιστοιχεί στο 41%, στη χονδρική, ενώ το υπόλοιπο 10% ή 1590 τόνοι στους χώρους μαζικής εστίασης.
Το υπόλοιπο των 350.000 σάκων προορίζεται για τις κατηγορίες καφέ φίλτρου και espresso.
Ο ωμός καφές που εισάγεται επεξεργάζεται (ψήνεται, αλέθεται, χαρμανιάζεται και συσκευάζεται) είτε από τις μικρομεσαίες καφεκοπτικές επιχειρήσεις, είτε από τις μεγάλες εταιρείες του χώρου. Εκτός από τον ωμό καφέ εισάγεται και ψημένος καφές, κυρίως espresso και φίλτρου (περίπου 3.500 τόνοι ετησίως), αλλά και στιγμιαίος (περίπου 8.000 τόνοι ετησίως). Ειδικότερα, κατά το 2000 εισήχθησαν 8.000 τόνοι στιγμιαίου καφέ, οι οποίοι και διετέθηκαν ως εξής: To 59%, καταναλώθηκε σε σπίτια, τo 39% σε χώρους μαζικής εστίασης, ενώ μόλις το 2% διατέθηκε από τα περίπτερα. Αθροίζοντας τις παραπάνω ποσότητες από όλα τα είδη καφέ προκύπτει ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση ετησίως ανέρχεται στα 2,5- 3 κιλά, ποσότητα που απέχει πολύ από εκείνη των κατοίκων βορειοευρωπαϊκών χωρών, καθώς για παράδειγμα στη Φινλανδία η κατά κεφαλήν κατανάλωση ανέρχεται στα 10,6 κιλά και στη Δανία στα 10 κιλά.
Η συνολική κατανάλωση αυξάνεται συνεχώς, λόγω της βελτίωσης της ποιότητας που διατίθεται, αλλά και λόγω των νέων τύπων καφέ που έχουν μπει στην καθημερινή μας ζωή. Κυρίαρχο είδος είναι πάντα ο “ελληνικός”, καταλαμβάνοντας το 62% του συνόλου της αγοράς, ενώ ο φίλτρου και ο espresso κατέχουν περίπου το 15% και ο στιγμιαίος το 23%.
Από το σύνολο του “ελληνικού” καφέ το 50-55% πωλείται σε τυποποιημένη συσκευασία μέσω των σούπερ μάρκετ και άλλων σημείων πώλησης, ενώ το υπόλοιπο διατίθεται χύμα μέσω των καφεκοπτείων και γενικά των μηχανών άλεσης σε διάφορα καταστήματα λιανικής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο καφές φίλτρου και espresso, του οποίου το 90% της κατανάλωσης εκτιμάται ότι γίνεται σε χώρους μαζικής εστίασης.
Το μέλλον του καφέ
Όσον αφορά το μέλλον του καφέ, υπάρχουν ποικίλες προβλέψεις και εκτιμήσεις. Η αλήθεια είναι ότι οι νέοι τύποι του καφέ εισβάλλουν στην κατανάλωση λόγω μόδας και γρήγορης πρακτικής παρασκευής τους, αλλά αυτό, από ό,τι φαίνεται, συντελεί περισσότερο στην αύξηση της συνολικής κατανάλωσης και λιγότερο στη μετακίνηση των καταναλωτών από κατηγορία σε κατηγορία. Μεγαλύτερη αύξηση αναμένεται στους καφέδες φίλτρου και espresso και είναι λογικό, αφού έχουν ακόμα να πάρουν μερίδιο από την αγορά, μέχρι αυτή να εξισορροπήσει.
Ποσότητα, ποιότητα, τιμή
Τρεις βασικοί παράγοντες καθορίζουν την ποσότητα, την ποιότητα αλλά και την τιμή του καφέ στη χώρα μας και αυτοί είναι: Οι χρηματιστηριακές διακυμάνσεις της τιμής του, δεδομένου ότι αυτή μεταβάλλεται διεθνώς καθημερινά και πολλές φορές μέσα στην ίδια μέρα και αυτό γιατί είναι το υπ' αριθμόν δύο εμπόρευμα στον κόσμο σε τζίρο, μετά το πετρέλαιο. Είναι εύκολα λοιπόν κατανοητό το τεράστιο ενδιαφέρον που υπάρχει για την αγορά του παγκοσμίως. Ως αγροτικό προϊόν επηρεάζεται, όπως όλα τα αγροτικά προϊόντα, από τις καιρικές συνθήκες στις καφεπαραγωγές χώρες ανά τον κόσμο, από τις γεωργικές διαδικασίες και τεχνικές που ακολουθούνται σε κάθε χώρα, με αποτέλεσμα η ετήσια σοδειά να ποικίλλει και ποσοτικά και ποιοτικά ανά έτος. Και τέλος, σαν εισαγόμενο προϊόν, επηρεάζεται από τη συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής με το δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών.
O καφές χωρίζεται σε πολλές ποικιλίες, ενώ δύο είναι οι βασικές κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι κόκκοι: σε Arabica και σε robusta. Στην ποικιλία Arabica ο κόκκος θεωρείται πιο εύγευστος, πιο ευαίσθητος και η περιεκτικότητά του σε καφείνη είναι υψηλότερη. Όσον αφορά στην καλλιέργεια, τα φυτά Robusta είναι ανθεκτικότερα στις κλιματολογικές συνθήκες, στις υψηλότερες θερμοκρασίες αλλά και στις ασθένειες. Ο Arabica καλλιεργείται σε υψόμετρο 900 με 2000 μέτρων και σε θερμοκρασία 20 με 25 βαθμούς Κελσίου, ενώ ο Robusta ευδοκιμεί σε υψόμετρο 200 με 300 μέτρα και σε θερμοκρασία 24 με 26 βαθμούς Κελσίου.