EMFI: Με νέο επιχειρηματικό σχέδιο ψάχνει την επιστροφή στην κερδοφορία

Μία ακόμα ζημιογόνος χρονιά ήταν για την EMFI το 2022, παρά την αύξηση των πωλήσεών της στο υψηλότερο επίπεδο από το 2017, που ήταν και η τελευταία κερδοφόρα χρήση της τότε ΕΒΓΑ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, οι καθαρές πωλήσεις της χρήσης 2022 ανήλθαν σε 38,03 εκατ. ευρώ, έναντι 32,29 εκατ. το 2021, αυξημένες κατά 7,8%, ενώ το μικτό κέρδος ανήλθε σε 6,45 εκατ. ευρώ και σαν ποσοστό επί των πωλήσεων 16,95%, έναντι 4,56 εκατ. και σαν ποσοστό επί των πωλήσεων 14,11% στην προηγούμενη χρήση.

Το EBITDA της χρήσης 2022 ανήλθε σε 1,2 εκατ. ευρώ, έναντι 0,6 εκατ. το 2021, ενώ το αποτέλεσμα πρό φόρων διαμορφώθηκε σε ζημίες ύψους 3,58 εκατ. ευρώ, έναντι ζημιών 4,04 εκατ. το 2021. Οι καθαρές συνολικές ζημιές της εταιρείας αυξήθηκαν ελαφρώς, στα 3,71 εκατ. ευρώ, έναντι ζημιών 3,66 εκατ. ευρώ το 2021.

Σημειώνεται ότι το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της EMFI εξακολουθεί να υπερβαίνει την συνολική αξία των κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων της, ενώ το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων έχει καταστεί μικρότερο του 50% του μετοχικού κεφαλαίου.

Πάντως, όπως σημειώνει η διοίκηση της εταιρείας, η EMFI έχει εκπονήσει νέο επιχειρηματικό σχέδιο, στο οποίο αποτυπώνεται η σταδιακή αύξηση των αποτελεσμάτων της και κατά συνέπεια και της καθαρής της θέσης, καθώς και η πρόθεση του βασικού μετόχου, της οικογένειας Φιλίππου δηλαδή, να συνεχίσει να ενισχύει την εταιρεία μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου (εντός του 2022 αντλήθηκαν 5,08 εκατ. ευρώ από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου από τον βασικό μέτοχο). Με το νέο αυτό επιχειρηματικό σχέδιο, η εταιρεία πέτυχε νέα αναδιάρθρωση των δανείων της.

Ρίχνει το βάρος στα παγωτά Menne
Για το 2023, στους βασικούς στόχους της EMFI περιλαμβάνεται η ανάπτυξη των πωλήσεων στα επώνυμα παγωτά Menne, μία μάρκα της οποίας τα ψυγεία φέτος έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε αρκετά σημεία πώλησης στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές της χώρας, καθώς και στα επώνυμα προϊόντα ζύμης ΕΒΓΑ. Η εταιρεία επιδιώκει επίσης την ανάπτυξη νέων συνεργασιών σε αγορές του εσωτερικού και του εξωτερικού, στην κατηγορία προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, καθώς και επενδύσεις σε παραγωγή ενέργειας (net metering) στην έδρα της, με σκοπό την διαχείριση της αύξησης του ενεργειακού κόστους.

Η διοίκηση της EMFI προαναγγέλλει εξάλλου αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων της, «λόγω των έντονων διακυμάνσεων των παραγόντων κόστους έτσι ώστε να διαφυλάσσεται τόσο η κερδοφορία όσο και η ανταγωνιστικότητα της Εταιρείας», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Το… μαύρο τούνελ και οι ευκαιρίες της ελληνικής κτηνοτροφίας

Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική κτηνοτροφία αναφέρθηκε ο Παναγιώτης Πεβερέτος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, κατά την τοποθέτησή του στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Γεωργίας που διοργάνωσε η Gaia Επιχειρείν.

Ο κ. Πεβερέτος αναφέρθηκε αρχικά στο πρόβλημα των παλαιότερων δανείων κτηνοτρόφων που έχουν μεταβιβαστεί σε funds και στη δυσκολία εύρεσης εργατών, και συνέχισε: «Όλα αυτά, συν το Nutri-Score, συν τα σκουλίκια που θα αντικαταστήσουν τις πρωτεΐνες, συν τα συνθετικά και φυτικά γάλατα που έρχονται να αντικαταστήσουν το γάλα – βλέπουμε ένα μαύρο τούνελ, δε βλέπουμε φως. Γιατί να μείνουμε δηλαδή; Ελάτε στη θέση μας». Στάθηκε μάλιστα στο γεγονός ότι, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, 10.000 περίπου αιγοπροβατοτροφικές και 1.300 βοοτροφικές εκμεταλλεύσεις εγκαταλείφθηκαν το 2022 σε σχέση με το 2020, και η μείωση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, πρότεινε να υπάρξει μία μελέτη ανασυγκρότησης της υπαίθρου συνολικά, ώστε να δοθούν κίνητρα σε νέους που θα ήθελαν να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία, αλλά τους αποθαρρύνουν οι δυσκολίες της υπαίθρου.

Δυνατά σημεία και ευκαιρίες
Όμως δεν είναι όλα μαύρα: ο κ. Πεβερέτος παρουσίασε τα δυνατά σημεία του κλάδου της κτηνοτροφίας, μεταξύ των οποίων η δύναμη της φέτας και του γιαουρτιού στις εξαγωγές (όπως ανέφερε, το γιαούρτι φέρνει πάνω από 260 εκατ. ευρώ συνάλλαγμα στη χώρα μέσω εξαγωγών), η ισχυρή προτίμηση των Ελλήνων καταναλωτών για εγχώρια προϊόντα και η αφθονία ενδημικών αρωματικών φυτών που δίνουν ιδιαίτερο άρωμα και γεύση στο γάλα και στο κρέας. Υπενθύμισε ακόμα ότι ο κλάδος της κτηνοτροφίας αφομοιώνει το ένα τρίτο της φυτικής παραγωγής της χώρας.

Επίσης, αναφορά έγινε και στις ευκαιρίες που υπάρχουν για την ανάπτυξη του κλάδου: η ενίσχυση της συμμετοχής σε συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών (χαρακτήρισε ως «το μεγάλο μας πρόβλημα» τη χαμηλή συνεταιριστικοποίηση), ο προσανατολισμός σε καινοτόμα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, η σύνδεση της κτηνοτροφίας με άλλους τομείς, όπως ο τουρισμός, αλλά και η γενετική βελτίωση και αξιοποίηση των εγχώριων φυλών αγροτικών ζώων, με στόχο τη βελτιστοποίηση των αποδόσεων. Επ’ αυτού, τόνισε χαρακτηριστικά πως, πέρα από τις όποιες πρωτοβουλίες μείωσης του κόστους, «αν δεν αυξήσουμε την παραγωγικότητα των ζώων δεν θα κάνουμε τίποτα».

Πρόταση για δίκτυο μικρών τυροκομείων
Ο κ. Πεβερέτος αναφέρθηκε στον πλούτο τοπικών τυροκομικών προϊόντων, ειδικά στα νησιά, που όμως είναι «αθέατα» ακόμα όσον αφορά στις εξαγωγές, λόγω της μικρής τους κλίμακας, και πρότεινε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο μικρών και μεσαίων τυροκομείων και να δοθούν κίνητρα ώστε να αποκτήσουν και τη δυνατότητα οικονομίας κλίμακας ποσότητας, και άρα και τη δυνατότητα να εξάγουν.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Τι σημαίνει το τέλος της συμφωνίας για τα σιτηρά

«Νεκρή» είναι η συμφωνία για τις ασφαλείς εξαγωγές σιτηρών από την Ουκρανία μέσω της Μαύρης Θάλασσας, μετά την απόφαση της Ρωσίας να υπαναχωρήσει. Πρόκειται για μία σαφώς αρνητική εξέλιξη, εξαιτίας της οποίας εγείρονται ανησυχίες ότι μπορεί να πυροδοτηθεί ένα νέο παγκόσμιο «ράλι» στις τιμές των τροφίμων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σιταριού στην αγορά του Σικάγο σημείωσαν αύξηση 2,7% μετά την ανακοίνωση της αποχώρησης της Ρωσίας από τη συμφωνία, αν και μέχρι το τέλος της συνεδρίασης επανήλθαν σε χαμηλότερα επίπεδα.

Ωστόσο, οι περισσότεροι αναλυτές φαίνονται αυτήν τη φορά αισιόδοξοι ότι οι επιπτώσεις δεν θα είναι τόσο μεγάλες στις τιμές των τροφίμων, όσο ήταν το 2022, μετά το ξέσπασμα του πολέμου που αιφνιδίασε παραγωγούς και βιομηχανίες.

Άλλωστε, ο τερματισμός της συμφωνίας δε σημαίνει και ότι οι εξαγωγές ουκρανικών σιτηρών θα «παγώσουν» – όμως θα πρέπει αυτές να γίνονται είτε μέσω του Δούναβη, είτε μέσω των χερσαίων συνόρων της Ουκρανίας, με αποτέλεσμα η μεταφορά τους να διαρκεί πολύ περισσότερο.

Παράλληλα, η σταθερή τροφοδοσία των αγορών με φθηνά ρωσικά σιτηρά διασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές ελλείψεις. Ερωτηματικό αποτελεί εδώ όμως το κατά πόσον η Ρωσία προτίθεται να επιβαρύνει τις εξαγωγές της με έναν πρόσθετο φόρο, ώστε να επωφεληθεί οικονομικά.

Ποιες περιοχές θα πληγούν περισσότερο
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σήμερα η τιμή των σιτηρών είναι κατά 54% χαμηλότερη σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του Μαρτίου του 2022 και οι τιμές του καλαμποκιού κατά 37% χαμηλότερες από το υψηλό δεκαετίας του Απριλίου του 2022. Αντίστοιχα, ο παγκόσμιος δείκτης τιμών τροφίμων του FAO κατέγραψε ιστορικό υψηλό τον Μάρτιο του 2022, όμως έκτοτε κινείται πτωτικά.

Μπορεί αυτή η τάση να ανατραπεί λόγω της κατάρρευσης της συμφωνίας για τα σιτηρά; Οι ειδικοί εκτιμούν πως όχι. Όμως σίγουρα υπάρχει μία αρνητική επίπτωση, η οποία αφορά κυρίως χώρες οι οποίες προμηθεύονται μεγάλες ποσότητες σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας, όπως χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.

Και πάλι, όμως, δε διαβλέπονται στον ορίζοντα ελλείψεις σιτηρών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα στην τροφοδοσία κυρίως των φτωχότερων κρατών που εξαρτώνται από αυτά τα φορτία.

Αυτό που ίσως θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, αν και η κατάρρευση της συμφωνίας για τα σιτηρά από μόνη της δε δείχνει ικανή να απορρυθμίσει εκ νέου την παγκόσμια αγορά τροφίμων, ο συνδυασμός της με άλλα προβλήματα όπως οι ξηρασίες στην Ευρώπη που επίσης ασκούν ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, δημιουργεί ένα διόλου ευνοϊκό σκηνικό που, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να μαίνεται με όλο και μεγαλύτερη ένταση αντί να αποκλιμακώνεται, παραμένει ασταθές και ευάλωτο σε ξαφνικές αναταράξεις. Και αυτό θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να αποτυπωθεί και στον πληθωρισμό των τροφίμων.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter