Ελληνικές Αλυκές: Εν αναμονή των… ευχάριστων από τις Βρυξέλλες για την αφρίνα

Εν αναμονή των ενεργειών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ολοκλήρωση του τελικού σταδίου της αναγνώρισης της «Αφρίνας» ως Προϊόντος Γεωγραφικής Προέλευσης (ΠΓΕ) τελεί η εταιρεία Ελληνικές Αλυκές, Η αφρίνα, ο γνωστός ανθός αλατιού, που παράγεται αποκλειστικά στις Αλυκές Μεσολογγίου, έχει ενταχθεί ήδη από τον Μάρτιο του 2021 στο μητρώο των προϊόντων με ΠΟΠ/ΠΓΕ/ΕΠΙΠ του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους υποβλήθηκε το αίτημα για την ένταξή της και στο αντίστοιχο μητρώο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ενόσω αναμένει τα ευχάριστα νέα από τις Βρυξέλλες, η Ελληνικές Αλυκές αναμένεται να ολοκληρώσει φέτος τη μετατροπή της μονάδας συσκευασίας για την αφρίνα, ώστε να γίνει συμβατή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του πιστοποιητικού HACCP.

Πάνω από τα 8 εκατ. ο τζίρος
Το 2021 η εταιρεία, στην οποία συμμετέχουν με ποσοστό 55,19% η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας, με ποσοστό 24,81% η Καλαμαράκης-Κάλας και με 10,19% ο δήμος Μεσολογγίου, αύξησε τις πωλήσεις της κατά 31,61% σε σχέση με το 2020, φτάνοντας τα 8,03 εκατ. ευρώ, χάρη στις ευνοϊκές γι’ αυτήν καιρικές συνθήκες (χιονοπτώσεις, παγετός) και στην πώληση αποθεμάτων προηγούμενων ετών των αλυκών Λέσβου. Το μικτό κέρδος αυξήθηκε κατά 271,65%, στα 1,62 εκατ. ευρώ, χάρη στην αύξηση των πωλήσεων, σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους πωληθέντων ως ποσοστό επί των πωλήσεων.

Τα αποτελέσματα προ φόρων διαμορφώθηκαν σε κέρδη 552.492,06 ευρώ, έναντι ζημιών 488.932,31 ευρώ το 2020, ενώ τα καθαρά αποτελέσματα διαμορφώθηκαν σε κέρδη 364.515,07 ευρώ, έναντι ζημιών 419.013,11 ευρώ το 2020. Το μεικτό περιθώριο κέρδους της εταιρείας αυξήθηκε σημαντικά, από το 7,15% του 2020 στο 20,20% το 2021. Αξιοσημείωτο είναι ότι 2021 οι απαιτήσεις από πελάτες μειώθηκαν κατά 27,65%, στα 1,71 εκατ. ευρώ, ενώ οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 31,61%, γεγονός που σημαίνει ότι μέσα στο 2021 η εταιρεία εισέπραξε σχεδόν όλες τις απαιτήσεις του 2020. Οι απαιτήσεις το 2021 εισπράττονταν σε 92,41 ημέρες, έναντι 132,76 ημερών το 2020.

Καλή βάση το 2021
Σύμφωνα με την έκθεση διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, οι Ελληνικές Αλυκές κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπως καθυστερήσεις στις παραδόσεις και αυξήσεις τιμών από τα εισαγόμενα αγαθά, που προήλθαν από τις επιπτώσεις της γεωπολιτικής κρίσης, του πληθωρισμού και της αύξησης του κόστους ενέργειας. Παρά τις προκλήσεις, η διοίκηση της εταιρείας θεωρεί πως διαθέτει μία καλή βάση από το 2021 ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα τυχόν προβλήματα.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Απαιτητική χρονιά για τα Ελληνικά Γαλακτοκομεία: Αύξηση τζίρου, εξαγορές, αλλά μείωση μικτών και καθαρών κερδών

Αυξήθηκε κατά 5,25% ο κύκλος εργασιών του Ομίλου Ελληνικά Γαλακτοκομεία για το 2021, από τα 405,46 εκατ. ευρώ στα 426,75 εκατ. ευρώ.

Ωστόσο, τα μικτά κέρδη της εταιρείας μειώθηκαν κατά 5,96%, σε 77,8 εκατ. ευρώ το 2021, έναντι 82,7 εκατ. ευρώ του οικονομικού έτους 2020. Αντίστοιχα, τα κέρδη προ φόρων μειώθηκαν κατά 55,51%, από τα 23 εκατ. ευρώ του 2020 σε 10,24 εκατ. ευρώ το 2021. Τα κέρδη μετά από φόρους μειώθηκαν κατά 48,45%, από τα 17,25 εκατ. ευρώ το 2020, σε 8,9 εκατ. ευρώ για το 2021.

Οι εξαγορές του Ομίλου και τα σημεία καμπής του 2021 που… φρέναραν τα κέρδη
Η διοίκηση του Ομίλου Ελληνικών Γαλακτοκομείων επιδιώκει την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων και την επίτευξη των στρατηγικών της στόχων μέσω της διενέργειας των απαραίτητων επενδύσεων σε εξοπλισμό και εγκαταστάσεις που να ανταποκρίνονται στις συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν στον κλάδο, για λογαριασμό όλων των εταιρειών, οι οποίες έχουν όλες συνεισφέρει στον συνολικό κύκλο εργασιών του Ομίλου.

Θυμίζουμε ότι εντός του 2021 τα Ελληνικά Γαλακτοκομεία απέκτησαν το εμπορικό σήμα και το εργοστάσιο της γαλακτοβιομηχανίας Αγνό (Μάρτιος 2022), μέσω της θυγατρικής Olympus Foods Cyprus εξαγόρασαν το 49% της κυπριακής βιομηχανίας γαλακτοκομικών προϊόντων Κουρούσιης και την United Milk Co. της Βουλγαρίας, μέσω της βουλγαρικής Tyrbul SA.

Η χρήση 2021 και ειδικά το πρώτο τετράμηνο χαρακτηρίστηκε από τις επιπτώσεις που επέφερε η πανδημία του κορωνοϊού σε παγκόσμιο επίπεδο, ως προς τον τομέα της κατανάλωσης. Ως προς το μακροοικονομικό περιβάλλον, τα Ελληνικά Γαλακτοκομεία παρατηρούν ότι η οικονομική αβεβαιότητα παραμένει, ειδικότερα λόγω της αύξησης ενεργειακού κόστους και τιμών. Τους τελευταίους μήνες του 2021 πράγματι ενισχύθηκαν οι πληθωριστικές πιέσεις στις περισσότερες οικονομίες και αυξήθηκαν ραγδαία οι τιμές στην κοστολογική βάση της βιομηχανικής παραγωγής, δηλαδή σε πρώτες και δευτερεύουσες ύλες, σε υλικά συσκευασίας, στο κόστος ενέργειας και στα μεταφορικά κόστη.

Οι προβλέψεις για την εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες θα εξακολουθήσουν να υφίστανται και στο άμεσο μέλλον.
Οι δραστηριότητες των Ελληνικών Γαλακτοκομείων δεν έχουν έχει άμεση γεωγραφική σύνδεση με τα γεγονότα στην Ουκρανία, ωστόσο εκτιμάται ότι θα υπάρξει αρνητική επίδραση στον βαθμό που η εμπόλεμη σύρραξη και οι κυρώσεις του δυτικού κόσμου στη Ρωσία διαρκέσουν αρκετό χρόνο.

Έρχεται αναδιοργάνωση παραγωγικών διαδικασιών, για τη μείωση του λειτουργικού κόστους, καθώς και αύξηση μετοχικού κεφαλαίου
Ο σχεδιασμός του Ομίλου προβλέπει μείωση κόστους μέσω αναδιοργάνωσης των παραγωγικών διαδικασιών, των λειτουργικών τομέων και των δικτύων διανομής. Ταυτόχρονα, τίθεται ως στόχος η κεφαλαιακή ενίσχυση της εταιρείας και των θυγατρικών της με προγραμματισμένες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Βόρεια Μακεδονία: Επενδυτικές ευκαιρίες στη βιομηχανική επεξεργασία τροφίμων

Θετικό φέρεται να είναι το επενδυτικό περιβάλλον για στρατηγικές επενδύσεις στη Βόρεια Μακεδονία. Πρόκειται για επενδύσεις που μπορούν να αφορούν τον τομέα της βιομηχανίας τροφίμων, με κόστος άνω των 100 εκατ. ευρώ για πραγματοποίηση σε δύο ή περισσότερους διαφορετικούς δήμους της χώρας, 50 εκατ. ευρώ για πόλεις και αστικό ιστό και 30 εκατ. ευρώ για αγροτικούς δήμους, όπως τις ορίζει το πρόγραμμα χρηματοδότησης.

Η βιομηχανία τροφίμων, μαζί με τον αγροτικό τομέα της χώρας, συνεισφέρουν το 18% στο συνολικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της Βόρειας Μακεδονίας. Αν και η επίσημη ανάπτυξη στη Βόρεια Μακεδονία επανυπολογίστηκε προς τα κάτω, στο 2,8% για το 2022, εκτιμάται ότι ο αγροδιατροφικός τομέας σε χώρα διατηρεί προοπτικές υψηλής απόδοσης: Η βιομηχανία αγροτικών επιχειρήσεων στη Βόρεια Μακεδονία αποτελεί μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες βιομηχανίες, με αύξηση άνω του 10% και έχει ως επόμενη πρόκληση την ποιότητα στην παραγωγή.

Μεταποίηση, βιομηχανική επεξεργασία και βιολογική παραγωγή με ελεύθερο χώρο για επενδύσεις
Το 70% της ακαθάριστης γεωργικής παραγωγής προέρχεται από την παραγωγή φυτικών προϊόντων, κυρίως λαχανικών: Ντομάτες, πιπεριές και πεπόνια. Άλλα σημαντικά γεωργικά προϊόντα είναι τα σιτηρά και τα σταφύλια για την παραγωγή κρασιού, αλλά και για άμεση κατανάλωση. Ως προς τα επεξεργασμένα τρόφιμα, οι περισσότερες εγχώριες εταιρείες επεξεργάζονται μόνο λαχανικά ή συνδυάζουν λαχανικά και φρούτα, κατά 85% και κατά κύριο λόγο τα συσκευάζουν σε κονσέρβες.

Ταυτόχρονα, υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη βιολογικής παραγωγής: Περισσότεροι από 800 παραγωγοί βιολογικών προϊόντων, με κύριο άξονα την παραγωγή κρέατος, υποστηρίζονται από την κυβέρνηση και είναι μέλη της Ομοσπονδίας Βιολογικών Παραγωγών της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Τα στοιχεία δείχνουν περιορισμένη ανάπτυξη του κλάδου της γαλακτοβιομηχανίας.

Η χαμηλή ποσότητα επεξεργασίας τροφίμων στη Βόρεια Μακεδονία οφείλεται κυρίως σε προβλήματα σχετικά με την παροχή ποιοτικών πρώτων υλών, τη συνεργασία με προμηθευτές, την έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων και την πρόσβαση σε χρηματοδότηση.

Το Υπουργείο Γεωργίας, Δασοκομίας και Υδατικής Οικονομίας δρομολογεί έργο εκσυγχρονισμού της αγροτικής παραγωγής, με χρηματοδότηση από την Παγκόσμια Τράπεζα, ύψους 42 εκατ. ευρώ, με την κατασκευή μεγάλου κέντρου αγοράς και διανομής γεωργικών προϊόντων (Agro Food Platform) και δύο μικρότερων κεντρικών αγορών. Προβλέπεται επίσης η κατασκευή εργοστασίου επεξεργασίας προϊόντων ζωικής προέλευσης, με πρόσθετα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι τάσεις και το spending της εγχώριας αγοράς τροφίμων
Ως προς την εγχώρια αγορά, ο καταναλωτής προτιμά τις εβδομαδιαίες αγορές και εκτιμά την ανταγωνιστική τιμή στα τρόφιμα: Επιλέγει βάσει αυτής, παρότι γενικότερα επιθυμεί την ποικιλία προϊόντων. Η ευαισθησία στις τιμές είναι πιο αισθητή στα τρόφιμα καθημερινής χρήσης: Ψωμί, φρέσκο κρέας, πουλερικά, ρύζι, αλεύρι. Η Ομοσπονδία Συνδικάτων της Βόρειας Μακεδονίας υπολόγισε ότι τον Ιούλιο του 2022 η μέση τετραμελής οικογένεια χρειάστηκε 650 ευρώ, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού εισοδήματός της, για να καλύψει τις ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης, έναντι 554 ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα.

Για την κάλυψη του μηνιαίου κόστους διατροφής απαιτούνται 285 ευρώ. Σύμφωνα με την Κρατική Στατιστική Υπηρεσία, η αύξηση των δεικτών κόστους ζωής τον Σεπτέμβριο του 2022, σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, καταγράφηκε στις παρακάτω κατηγορίες: τυριά (9,9%), φρέσκα φρούτα ή διατηρημένα φρούτα, σε απλή ψύξη (6,3%), γάλα (5,7%), ψάρια και θαλασσινά (3,5%), νωπά λαχανικά, εκτός από πατάτες (3,1%), μπύρα (2,9%), ψωμί και δημητριακά (2,6%), κρέας (2,2%), κρασί (1,6%). Αντίστοιχα, μείωση του δείκτη τιμών καταναλωτή σημειώθηκε στα έλαια και λίπη, κατά 1,1% και σε μεταλλικά νερά, αναψυκτικά και χυμούς φρούτων και λαχανικών, κατά 0,6%. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, με κύρια προϊόντα το αρνίσιο κρέας, τα φρέσκα και μεταποιημένα λα-χανικά και φρούτα, το κρασί και τα προϊόντα ζαχαροπλαστικής, αποτελούν περίπου το 9% των συνολικών εξαγωγών της Βόρειας Μακεδονίας. Πάνω από το 50% των συνολικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων κατευθύνεται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Κροατία και Γερμανία.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter