Ανεβαίνουν οι τιμές σε όλα, εκτός από τα νωπά φρούτα

Αυτό που οι καταναλωτές έχουν ήδη διαπιστώσει προ πολλού, ότι δηλαδή οι τιμές των προϊόντων έχουν αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό, που δείχνουν ότι τον Σεπτέμβριο ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή εκτοξεύθηκε κατά 12% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2021, ενώ και σε μηνιαία βάση, συγκριτικά δηλαδή με τον περασμένο Αύγουστο, η αύξηση είναι της τάξεως του 2,9%. Και παρότι το μεγαλύτερο μέρος της ετήσιας αύξησης των τιμών αποδίδεται στο ράλι της ενέργειας, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την αύξηση 13,5% που καταγράφεται στα προϊόντα διατροφής, μία αύξηση που οφείλεται κυρίως στις αυξημένες τιμές σε ψωμί και δημητριακά, κρέατα, ψάρια, γαλακτοκομικά και αυγά, έλαια και λίπη, καθώς και λαχανικά. Αυξητικές τάσεις καταγράφηκαν επίσης στα μη σερβιριζόμενα αλκοολούχα ποτά, καθώς και σε εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και κυλικεία.

Αυξημένες κατά 23,3% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2021 οι τιμές σε γαλακτοκομικά και αυγά
Ειδικότερα, σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2021, τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των κατηγοριών των τροφίμων έχουν καταγράψει τα γαλακτοκομικά και αυγά (+23,3%) και ακολουθούν: ψωμί και δημητριακά (+18,4%), κρέατα (+17,6%), έλαια και λίπη (+17%), καφές-κακάο-τσάι (+14,3%), λοιπά τρόφιμα (+12,6%), λαχανικά (+8,7%), ζάχαρη-σοκολάτες-γλυκά-παγωτά (+6,2%), μεταλλικό νερό-αναψυκτικά-χυμοί φρούτων (+4,7%), αλκοολούχα ποτά μη σερβιριζόμενα (+4,7%) και ψάρια (+4,2%). Αντιθέτως, τα νωπά φρούτα παρουσίασαν πτώση 4,4% και ήταν η μοναδική υποκατηγορία τροφίμων όπου οι τιμές ακολούθησαν πτωτική τάση. Αξιοσημείωτη ήταν εν τω μεταξύ η αύξηση των τιμών κατά 6,7% σε εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και κυλικεία.

Στο +4,3% μέσα σε ένα μήνα τα λαχανικά
Όμως κάθε άλλο παρά ασήμαντες είναι οι αυξήσεις τιμών που καταγράφηκαν ακόμα και σε επίπεδο μήνα, σε σχέση δηλαδή με τον περασμένο Αύγουστο. «Πρωταθλητές» στη μηνιαία αύξηση τιμών αναδεικνύνονται τα λαχανικά, όπου είχαμε άνοδο 4,3% μέσα σε ένα μήνα. Αυξήσεις άνω του 2% καταγράφηκαν επίσης στα ψάρια (+3%), στο αρνί και το κατσίκι (+2,9%), στα γαλακτοκομικά και αυγά (+2,7%), στο ψωμί (+2%), στα λοιπά προϊόντα αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής (+2,6%) και στο ελαιόλαδο (+2,2%), καθως και στα εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και κυλικεία (+2,5%). Αντίθετα, τα νωπά φρούτα κινήθηκαν πτωτικά και σε μηνιαίο επίπεδο, σημειώνοντας μείωση τιμών της τάξεως του 3,5%


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Αλλάζουν όνομα τα τυριά ιδιωτικής ετικέτας της Artima

Σε αλλαγή ονομασίας των τυριών ιδιωτικής ετικέτας που εμπορεύεται, συσκευάζει και μεταπωλεί αναμένεται σύντομα να προχωρήσει η εταιρεία Artima.

Ο ιδιοκτήτης της Artima, Γιώργος Ακριτίδης, μίλησε στο FOODReporter και εξήγησε το σκεπτικό του: «Εμείς χρησιμοποιούμε την κατοχυρωμένη ονομασία “Η ορεινή” και “Ο ορεινός” ή “To ορεινό”.

Τα τελευταία χρόνια, η συγκεκριμένη λέξη έχει προσεγγιστεί και έχει ψηλαφηθεί από πολλούς ανταγωνιστές, τόσο πολύ ώστε να μη γίνεται πια η σύνδεση με τα προϊόντα μας, στο μυαλό του καταναλωτή».

Συν τοις άλλοις, το 2021, όπως επιβεβαίωσε ο κ. Ακριτίδης, είχε έρθει στην Artima ερώτημα από τον Agrocert αναφορικά με τη χρήση της λέξης «ορεινή» για τη γραβιέρα Νάξου που προμηθεύεται και εμπορεύεται η εταιρεία, με την υποσημείωση ότι δεν μπορεί αυτή η λέξη να υποστηρίζει Γεωγραφική Ένδειξη.

Η Artima απάντησε ότι πρόκειται περί κατοχυρωμένου brand name – διακριτικής ονομασίας, το οποίο εφαρμόζεται και σε άλλα τυριά της εταιρείας, με έδρα τη Νέα Μαγνησία Θεσσαλονίκης.
Έκτοτε, όπως λέει στο FOODReporter ο κ. Ακριτίδης, δεν υπήρξε άλλη όχληση από τον Agrocert.

Και εγένετο… Ελάρτι;
«Μόλις τελειώσει το φιλμ της μεμβράνης εξωτερικής συσκευασίας σκέφτομαι σοβαρά να αλλάξω την ονομασία σε Ελάρτι», αφοπλιστικά δήλωσε ο κ Ακριτίδης.

Η λέξη «Ελάρτι» δεν έχει κάποια εννοιολογική σημασία, συσχετίζεται όμως οπτικά και ακουστικά με τη λέξη Ελλάδα και με το ίδιο το όνομα της εταιρείας: Artima.

Ο κ. Ακριτίδης παραδέχτηκε ότι η νέα ονομασία δεν εξασφαλίζει κάποια επιπλέον αξία για το τυρί, αλλά εκείνος ποντάρει στη διασύνδεση με την ονομασία της εταιρείας και στη διαφοροποίηση του ονόματος «σε κάτι άλλο από κάτι που έφθασε πια να είναι πολυχρησιμοποιημένο». Διευκρινίζεται, πάντως, ότι η νέα ονομασία δεν είναι ακόμα οριστική.

Στροφή και σε ιδιοπαραγωγή λευκού τυριού
Σε παρόντα χρόνο, ανάμεσα στα υπόλοιπα προϊόντα του portfolio της με επώνυμη ετικέτα ή με ετικέτα Royal, η Artima εμπορεύεται και γραβιέρα Κρήτης, γραβιέρα Νάξου, γραβιεράκι κρητικό, κεφαλοτύρι σαγανάκι σε φέτες, μανούρι και μυζήθρα μαλακή, συνοδευόμενα με τη διακριτική ονομασία «Ο ορεινός, η ορεινή, το ορεινό». Η Artima πρόσφατα στράφηκε και σε ιδιοπαραγωγή λευκού τυριού.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

My Market: Μπαίνουν και επισήμως στο χώρο των καταστημάτων γειτονιάς

Μέσω του μοντέλου franchising και με την ονομασία My market Local, τα My market κάνουν και επισήμως την είσοδό τους στον επιχειρηματικό χώρο των καταστημάτων της γειτονιάς. Αναλυτικά, για την ανάπτυξη του δικτύου των My market Local, η εταιρεία εισέρχεται στο χώρο του franchising και κάθε νέος franchisee, με μικρό αρχικό κεφάλαιο, παραλαμβάνει ένα κατάστημα που λειτουργεί στα πρότυπα, τις αρχές και τη σχέση εμπιστοσύνης των εταιρικών καταστημάτων.

Η εταιρεία θα χρηματοδοτεί το μεγαλύτερο μέρος της απαιτούμενης επένδυσης για ένα κατάστημα και παράλληλα, μέσω καθοδήγησης, θα στηρίζει τους επιχειρηματίες στα πρώτα τους βήματα. Η απόφαση της εταιρείας είναι μία στρατηγική κίνηση επέκτασης του δικτύου της, η οποία στοχεύει σε ανάπτυξη 280 σημείων σε όλη την Ελλάδα σε βάθος δεκαετίας, ενώ για το πρώτο διάστημα, το πλάνο ανάπτυξης επικεντρώνεται στην Αττική.

Σημειώνεται ότι το πρώτο κατάστημα λειτουργεί ήδη από τον Μάιο του 2021 στην Κυψέλη, ενώ πρόσφατα ξεκίνησε και η λειτουργία του 2ου My market Local στην Καλλιθέα. Όπως είχε αναφέρει προ μηνών ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Metro, Αριστοτέλης Παντελιάδης, το κατάστημα της Κυψέλης λειτούργησε πιλοτικά, προετοιμάζοντας το έδαφος για την ανάπτυξη της αλυσίδας στην κατηγορία με τη λογική του franchising.

Ο στόχος που έχει τεθεί είναι η λειτουργία 86 τέτοιων καταστημάτων μέσα σε τρία χρόνια, και 290 καταστημάτων σε βάθος δεκαετίας. Όπως ανέφερε ο κ. Παντελιάδης, ο ετήσιος τζίρος αυτών των καταστημάτων κυμαίνεται γύρω στα 750.000 ευρώ το χρόνο, όταν ένα «κανονικό» σούπερ μάρκετ έχει τζίρο 2-5 εκατ. ευρώ.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Πώς επηρέασε η πανδημία και ο πληθωρισμός την καταναλωτική συμπεριφορά σε Αμερική, Ευρώπη και Ασία

Νέα έρευνα της McKinsey’s Retail Practice, στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 30.000 καταναλωτές και 100 Διευθύνοντες Σύμβουλοι εταιρειών grocery παγκοσμίως, αποκαλύπτει τις προκλήσεις, αλλά και τις ευκαιρίες που συναντούν σήμερα οι λιανοπωλητές ειδών παντοπωλείου.

Σε podcast το οποίο οργάνωσε συζήτηση σχετική με τη συγκεκριμένη έρευνα, ο Bill Aull, η Dymfke Kuijpers και ο Daniel Läubli, συνεργάτες της εταιρείας McKinsey, κάνουν λόγο για την στάση του καταναλωτικού κοινού απέναντι στις αλλαγές της παγκόσμιας αγοράς λιανικής πώλησης παντοπωλείων, οι οποίες εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της κατακόρυφης αύξησης των τιμών.

Το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει διεισδύσει στην αμερικανική αγορά
Σύμφωνα με τον Bill Aull, το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου έχουν αρκετά αυξημένη ζήτηση, κυρίως για τους Αμερικανούς καταναλωτές ύστερα από τον ερχομό της πανδημίας, γεγονός το οποίο προσθέτει παραπάνω έξοδα για τα παντοπωλεία, ανεβάζοντας ταυτόχρονα και τον πήχη για την αξία και την φρεσκάδα των προϊόντων.

Σχετικά με τους καταναλωτές της Βόρειας Αμερικής, ο ίδιος δηλώνει ότι ο πήχης αυξάνεται όσον αφορά στο τι πρέπει να κάνουν τα παντοπωλεία για να προσφέρουν αξία και από την άλλη, ο καταναλωτής δεν είναι πραγματικά διατεθειμένος να θυσιάσει αυτό που θεωρεί ότι είναι αξία για φρέσκα προϊόντα.

Το 62% των Ινδονήσιων καταναλωτών ισχυρίζεται ότι καταναλώνουν προϊόντα τα οποία είναι υγιεινά
Το ηλεκτρονικό εμπόριο, φαίνεται ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες τάσεις του καταναλωτή, καθώς έχει διεισδύσει και σε τμήματα του πληθυσμού τα οποία δεν ασχολούνταν με το διαδίκτυο, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Dymfke Kuijpers.

Όσον αφορά στην ασιατική αγορά, η ίδια αναφέρει ότι η Βόρεια Ασία είναι συνήθως λιγότερο αισιόδοξη από ό,τι η Ινδία και προσθέτει ότι οι καταναλωτές στην Ινδία έχουν τη μεγαλύτερη προθυμία να καταναλώσουν.

Μέσα από την έρευνα της εταιρείας, παρατηρήθηκε, επίσης, ότι το καταναλωτικό κοινό ενδιαφέρεται κατά βάση για την αξία των προϊόντων και όχι τόσο για τη διαθεσιμότητα τους, όπως είχε σημειωθεί στην αρχή της πανδημίας.

Η Dymfke Kuijpers κάνει λόγο και για τη βιωσιμότητα και την υγεία, αναφέροντας ότι το 62% των Ινδονήσιων καταναλωτών ισχυρίζεται ότι καταναλώνουν προϊόντα τα οποία είναι υγιεινά, βάζοντας σε προτεραιότητα την υγιεινή διατροφή στην καταναλωτική τους συμπεριφορά.

Η συγκεκριμένη στάση, σύμφωνα με την έρευνα, δεν αντικατοπτρίζεται ακόμη στην πραγματική καταναλωτική συμπεριφορά, καθώς υπάρχει μια «διαφωνία» μεταξύ της δηλωμένης συμπεριφοράς και της όντως αγοραστικής συμπεριφοράς του καταναλωτικού κοινού όσον αφορά στη βιωσιμότητα και στην υγεία.

Πόλωση μεταξύ Ευρωπαίων καταναλωτών: οικονομικές αγορές ή αγορές premium προϊόντων;

Με τη σειρά του ο Daniel Läubli, υπογραμμίζει ότι στην Ευρώπη, οι τρεις κύριες τάσεις που επηρεάζουν τον κλάδο του λιανεμπορίου των παντοπωλείων, είναι ο πληθωρισμός σε συνάρτηση με το κόστος εργασίας και το γενικότερο κόστος, οι χαμηλότεροι όγκοι και η πόλωση του καταναλωτή στις επιλογές του.

Σύμφωνα με την έρευνα, η πόλωση
αυτή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι πολλοί καταναλωτές δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στις τιμές των προϊόντων, τοποθετώντας την ιδιωτική ετικέτα στην κορυφή των προτιμήσεων τους, από την άλλη πλευρά, όμως, μεγάλο μέρος του καταναλωτικού κοινού έχει αρχίσει να προτιμάει τα πιο βιώσιμα, υγιεινά και premium προϊόντα.

Ο Daniel Läubli επισημαίνει ότι τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα είναι εκείνα που κάνουν πτωτικές συναλλαγές και μειώνουν το κόστος, καθώς είναι πιο «ευάλωτα» στις ανατιμήσεις και αναζητούν περισσότερο σε σύγκριση με το παρελθόν, τις προσφορές και τις φθηνότερες επιλογές.

Άλλα νοικοκυριά για τα οποία η τιμή δεν είναι ο κύριος παράγοντας αγοραστικής συμπεριφοράς, εξακολουθούν να επιταχύνουν τις δαπάνες τους για premium προϊόντα τα οποία είναι κατάλληλα για μία υγιεινή διατροφή, έχοντας, παράλληλα, γνώμονα τη βιωσιμότητα στις αγορές τους.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter