Ιράκ: Βάζουν εμπόδια σε Κρι-Κρι και Μύθο με πρόσχημα τις… ετικέτες

Εμπόδια στις εισαγωγές ορισμένων ελληνικών προϊόντων θέτουν οι αρχές του Ιράκ, προκειμένου να προστατεύσουν την εσωτερική αγορά και να ευνοήσουν εγχώριους παίκτες, σύμφωνα με πρωτογενή έρευνα που διεξήγαγε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Ερμπίλ. Ειδικότερα, όπως προέκυψε από την έρευνα, οι αρχές του Ιράκ απαγορεύουν την εισαγωγή παγωτών της Κρι-Κρι, διότι έχουν θέματα με ετικέτες του προϊόντος, αν περιλαμβάνει φοινικέλαιο, και οτιδήποτε άλλο μπορούν να επικαλεστούν, προκειμένου να στηρίξουν μεγάλη εταιρεία τους που παράγει παγωτά στη Σουλειμανία.

Επίσης, από την έρευνα διαπιστώθηκε πως απαγορεύουν την είσοδο της ελληνικής μπύρας Μύθος, για σήμανση/ετικέτα, και αν δεν έχει παραχθεί εντός τριμήνου από την εισαγωγή της στην χώρα.

Σημειώνεται ότι σε αυτήν την κατάσταση συνεισφέρει το γεγονός ότι εκκρεμεί από το 2011 η υπογραφή Μνημονίου Συνεργασίας Οργανισμών Τυποποίησης Ελλάδας (ΕΛΟΤ) – Ιράκ (COSQC), καθώς από τον ΕΣΥΠ-ΕΛΟΤ κρίθηκε ότι το Ιράκ δε συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες ως προς τη σύναψη μνημονίου.
Το Γραφείο ΟΕΥ Ερμπίλ ζητά από τον ΕΛΟΤ να επανεξετάσει και να αναθεωρήσει τη θέση του αυτή.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Η Ποτοποιία Πλωμαρίου απορρόφησε την Sans Rival

Την απορρόφηση της ποτοποιίας Sans Rival (Χ. Θωμόπουλος ΑΕ) ολοκλήρωσε και τυπικά η Ποτοποιία Πλωμαρίου – Ισίδωρος Αρβανίτης, μετά και τη διαγραφή της πρώτης από το ΓΕΜΗ. Η Sans Rival ελεγχόταν ήδη από τον πρόεδρο της Ποτοποιάς Πλωμαρίου, Νίκο Καλογιάννη, ενώ η ίδια η Ποτοποιία Πλωμαρίου κατείχε το 26,33% των μετοχών της απορροφηθείσας εταιρείας. Σύμφωνα με τη διαδικασία που συμφωνήθηκε στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση της 10ης Ιουνίου, από τη συγχώνευση των δύο εταιρειών προκύπτει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Ποτοποιίας Πλωμαρίου κατά το ποσό των 245.475,20 ευρώ, με την έκδοση 14.968 νέων κοινών ονομαστικών μετοχών, ονομαστικής αξίας 16,40 ευρώ εκάστης, οι οποίες χορηγούνται σε παλαιούς μετόχους. Για κάθε μία υφιστάμενη κοινή ονομαστική μετοχή της απορροφώμενης εταιρείας.

Το ποσό των 424.923,64 ευρώ, που συνίσταται στην διαφορά της αξίας των εισφερόμενων στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της απορροφώμενης εταιρείας, θα αχθεί σε πίστωση του λογαριασμού «Αποθεματικό από διαφορές εκτίμησης επιτροπής». Μετά την ολοκλήρωση της συγχώνευσης, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ανέρχεται σε 1.689.839,60 ευρώ, διαιρούμενο σε 103.039 κοινές ονομαστικές μετοχές ονομαστικής αξίας 16,40 ευρώ εκάστης. Μετά τη συγχώνευση, το ποσοστό του Νίκου Καλογιάννη στην Ποτοποιία Πλωμαρίου ανέρχεται στο 91,85%, ενώ ο Γιάννης Καλογιάννης έχει το 6,33%.

Σχεδόν υπεραιωνόβια μάρκα ούζου
Η Sans Rival ιδρύθηκε το 2009 από τον γιο του ιδρυτή της πειραιώτικης ποτοποιίας Θωμόπουλου, Χρήστο Θωμόπουλο, σε συνεργασία με τον Νίκο Καλογιάννη, ο οποίος απέκτησε πλειοψηφικό μερίδιο στην εταιρεία. Στη Sans Rival πέρασαν όλα τα εμπορικά σήματα της ιστορικής ποτοποιίας, με πιο γνωστό το ομώνυμο ούζο, την παραγωγή και τη διανομή του οποίου ανάλαβε η νέα εταιρεία, στην οποία η οικογένεια Θωμόπουλου διατήρησε μειοψηφικό μερίδιο, επιφορτιζόμενη με τον έλεγχο της ποιότητας στην παραγωγική διαδικασία, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια της παραδοσιακής παραγωγής του ούζου Sans Rival. Σημειωτέον ότι το εμπορικο σήμα του ούζου Sans Rival κατατέθηκε στο υπουργείο Εμπορίου το 1925, πρόκειται δηλαδή για ένα σχεδόν αιωνόβιο brand.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Σταθερή η ζήτηση για ελληνική φέτα στο Ηνωμένο Βασίλειο

Σχετικά σταθερή είναι η ζήτηση για ελληνική φέτα στην αναπτυγμένη οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρόκειται για το τρόφιμο που συμπληρώνει τους μεγαλύτερους τζίρους σε σχέση με τα υπόλοιπα εξαγόμενα ελληνικά βρώσιμα προϊόντα στο Νησί.

Αν και τα στοιχεία δείχνουν ότι οι εξαγωγές φέτας προς το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν υποχωρήσει κατά 10% σε σχέση με το 2020, η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών φέτας έφτασε τα 45,8 εκατ. ευρώ για το 2021.

Φαίνεται ότι η αναταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας μείωσε τη συνολική αξία και τον όγκο των εξαγωγών ελληνικών τροφίμων προς το Ηνωμένο Βασίλειο, όμως η σειρά ζήτησης και κατανάλωσης φέρεται να παραμένει η ίδια. Λιγότερο πτωτική πορεία καταγράφουν τα ελληνικά γιαούρτια, οι εξαγωγές των οποίων υποχώρησαν κατά 9% το 2021 συγκριτικά με το 2020, από τα 76,2 εκατ. ευρώ του 2020 στα 69,5 εκατ. ευρώ για το 2021. Διευκρινίζουμε ότι τα γιαούρτια, λόγω του ξεσπάσματος της πανδημίας του κορωνοϊού και υπό τις ιδιαιτερότητες της μετά-Brexit εποχής για τη Μεγάλη Βρετανία, απολάμβαναν δασμολογική διάκριση, οπότε οι συνολικές πωλήσεις τους δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα.

Δυσκολεύτηκαν οι Έλληνες εξαγωγείς να παρακάμψουν την αυξημένη γραφειοκρατία – Παρατηρούνται ακόμη και στρατηγικές εξόδου από τη βρετανική αγορά για ελληνικά τρόφιμα
Λιγότερο ή περισσότερο πτωτική πορεία καταγράφηκε, πάντως, για την πλειοψηφία των ελληνικών τροφίμων, παρά τη συνολική αυξημένη ζήτηση από Βρετανούς καταναλωτές, κάτι που ενδεχομένως σκιαγραφεί την «περιορισμένη ικανότητα των μικρότερων ελληνικών επιχειρήσεων του κλάδου να ανταποκρίνονται στις γραφειοκρατικές και οικονομικές απαιτήσεις των εξαγωγών, σε αντίθεση με την ευκολία των αποστολών εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης», όπως εκτιμά το ελληνικό γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Λονδίνου. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, καταγράφονται διάθεση αποχώρηση ή εξαίρεση της αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου από το μελλοντικό σχεδιασμό εξαγωγών, με σποραδική συχνότητα.

Η μεγαλύτερη μείωση σε μεμονωμένες κατηγορίες τροφίμων, ως προς τις εξαγωγές προς τον Ηνωμένο Βασίλειο από την Ελλάδα για το 2021, παρουσιάστηκαν στη μαύρη κορινθιακή σταφίδα (32,2%), στα επιτραπέζια σταφύλια (27,2%), στα ελληνικά ροδάκινα (22,2%), συνολικά στα παρασκευάσματα φρούτων σε στέρεα ή υγρή μορφή χωρίς όμως αλκοόλ (30,6%) και στα ελληνικά αλεύρια από σπέρματα και ελαιώδεις καρπούς (25,2%).

Αύξηση αξίας πωλήσεων από εξαγωγές προς το Ηνωμένο Βασίλειο κατά 8,5% εμφάνισε το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο κι επίσης, τα παρασκευάσματα και κονσέρβες με κρέας πουλερικών (+28%). Τεράστια ήταν η άνοδος της αξίας εξαγωγών για δύο κλάδους όπου δεν υπήρχαν μεγάλοι όγκοι εξαγωγών τα τελευταία χρόνια: Πρόκειται για τα παγωτά με λιπαρές ύλες από 3% έως 7%, που είδαν το μερίδιό τους να αυξάνεται κατά 268,7% για το 2021 κι επίσης, το ελληνικό λαβράκι, οι πωλήσεις του οποίου αυξήθηκαν κατά 103,8%.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter