Οι Έλληνες καταναλωτές αναζητούν γάλα που να κρατάει περισσότερες ημέρες, στα πλαίσια της εξοικονόμησης χρημάτων, της αποφυγής σπατάλης πόρων, αλλά και της έλλειψης σταθερού προγραμματισμού που έφεραν τα δύο τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τη διευθύντρια Οικονομικών Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, Σταματίνα Παντελαίου, η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος παρουσίασε καθοδική πορεία την περίοδο 2020-2021, έπειτα από μία διετία θετικών μεταβολών. Ωστόσο, η εγχώρια αγορά του γάλακτος υψηλής παστερίωσης, μακράς διάρκειας και του συμπυκνωμένου γάλακτος εμφάνισαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής κατά το 2020, με την τάση αυτή να συνεχίζεται και το 2021, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ICAP. Οι εξελίξεις αποδίδονται στην αλλαγή των προτιμήσεων των καταναλωτών οι οποίοι στράφηκαν προς προϊόντα γάλακτος που διατηρούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Συγκέντρωση μεριδίων αγοράς στο γάλα
Εξάλλου, στις γαλακτοβιομηχανίες μεγάλου μεγέθους διατηρείται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο ποσοστό παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων, σύμφωνα με τη σχετική μελέτη της ICAP CRIF.
Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι πρωτίστως η μεγάλη ποικιλία προϊόντων, τα οργανωμένα δίκτυα διανομής, τα ισχυρά και αξιόπιστα εμπορικά σήματα και η μακροχρόνια παρουσία στον κλάδο. Οι παραπάνω παράγοντες συμβάλλουν ώστε να κατέχουν διαχρονικά το μεγαλύτερο μερίδιο στο σύνολο της ελληνικής αγοράς, ενώ οι μικρότερου μεγέθους μονάδες παραγωγής συγκεντρώνουν αξιόλογα μερίδια σε τοπικές αγορές. Αξιόλογη θέση στην ελληνική αγορά γαλακτοκομικών λαμβάνουν και οι εισαγωγικές επιχειρήσεις, που έχουν σχέση με πολυεθνικές του ευρύτερου γαλακτοκομικού κλάδου και έχουν αναπτύξει πανελλαδικό δίκτυο διανομής.
Στη συνολική αγορά του φρέσκου λευκού παστεριωμένου γάλακτος, οκτώ εταιρείες κάλυψαν το 70% περίπου των συνολικών πωλήσεων το 2020. Ακόμη πιο έντονο είναι το φαινόμενο της συγκέντρωσης στην αγορά του γάλακτος υψηλής παστερίωσης: Μόλις τρεις εταιρείες εκτιμάται ότι κάλυψαν από κοινού το ίδιο ποσοστό (70%). Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας σε όλο το εύρος γαλακτοκομικών προϊόντων, το μερίδιο των οποίων στη λιανική αγορά ολοένα και ενισχύεται τα τελευταία έτη.
Μειώνεται η ζήτηση για γιαούρτι – Αυξομειώσεις σε βούτυρο και κρέμα γάλακτος
Αντίθετα, καθοδικά κινείται η ζήτηση για γιαούρτι, παρά την τριετία ανόδου που προηγήθηκε: Η εγχώρια αγορά γιαουρτιού παρουσίασε αύξηση τα έτη 2016, 2017 και 2018, με μέσο ετήσιο ρυθμό 5%. Ωστόσο, την τριετία 2019 έως 2021 εκτιμάται ότι κινείται καθοδικά καταγράφοντας σωρευτική μείωση 6% περίπου, που ουσιαστικά φέρνει τον συνολικό όγκο πωλήσεων ελληνικού γιαουρτιού στα επίπεδα του 2015. Ωστόσο, σημαντική εξέλιξη για τον κλάδο αποτελεί η αξιόλογη αύξηση των εξαγωγών του γιαουρτιού, το οποίο αποσπά μερίδιο μεταξύ 76% και 78% επί της συνολικής ποσότητας εξαγωγών γαλακτοκομικών προϊόντων τη διετία 2020-2021, γεγονός που το καθιστά το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν στον γαλακτοκομικό κλάδο.
Συνεχείς αυξομειώσεις παρουσιάζει η εγχώρια αγορά του βουτύρου και της κρέμας γάλακτος: Το 2021, η φαινομενική κατανάλωση του βουτύρου σημείωσε ανοδική πορεία, ύστερα από την αξιόλογη μείωση του 2020 και καλύπτεται διαχρονικά σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις εισαγωγές: 92% κατά μέσο όρο την τελευταία δεκαετία (2012-2021). Ανάλογη πορεία ακολουθεί και η εγχώρια αγορά της κρέμας γάλακτος, η οποία εμφάνισε μείωση 3% το 2020, αλλά το 2021 εκτιμάται ότι επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής. Εν γένει, η επιστροφή των καταναλωτών σε ρυθμούς κανονικότητας το 2021 ως ένα βαθμό, αντιστάθμισε σε μεγάλο ποσοστό τις απώλειες του προηγούμενου έτους, καθώς ένα σημαντικό μέρος της κατανάλωσης των εν λόγω προϊόντων απορροφάται από κλάδους που επλήγησαν από την υγειονομική κρίση, όπως η εστίαση και οι υπηρεσίες catering.
Συνεχόμενες προκλήσεις για τον γαλακτοκομικό κλάδο από το 2020 και μετά
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα ως βασικό είδος διατροφής παρουσιάζουν υψηλή ζήτηση και σχετικά χαμηλή ελαστικότητα ως προς την τιμή πώλησης και το διαθέσιμο εισόδημα. Παρ’ όλα αυτά, η τιμή πώλησης αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα που καθορίζει την τελική επιλογή του καταναλωτή ανάμεσα σε πλήθος εμπορικών σημάτων που διατίθενται στην αγορά. Κι όλα αυτά ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η «κρίση του γάλακτος», με την πρωτογενή κτηνοτροφική παραγωγή να έχει επηρεαστεί από την ενεργειακή κρίση, την αναστάτωση στην εφοδιαστική αλυσίδα, ακόμη και με μείωση ζωικού δυναμικού στη χώρα, όπως σας έχει ενημερώσει το FOODReporter.
Πάντως, η πανδημία του κορωνοϊού ήταν η αιτία για την αρνητική εικόνα ορισμένων κατηγοριών γαλακτοκομικών προϊόντων την περίοδο 2020-2021. Όσα μέτρα ελήφθησαν από την πολιτεία με σκοπό τον περιορισμό της διασποράς της νόσου συρρίκνωσαν τις δραστηριότητες πολλών επιχειρήσεων και πελατών του κλάδου. Από την άλλη, η σημαντική αύξηση της οικιακής κατανάλωσης και κατ’ επέκταση η άνοδος των πωλήσεων των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, αντιστάθμισε τις συνολικές απώλειες.
Πώς τα γαλακτοκομικά προϊόντα άντεξαν στις πιέσεις
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, με πρώτα τη γεύση, την ποιότητα και τη θρεπτική αξία, η τεχνολογική πρόοδος που συμβάλλει σημαντικά στην βελτίωση των παραγόμενων προϊόντων, αλλά και η ύπαρξη ανταγωνιστικών ή υποκατάστατων αγαθών με χαμηλότερο κόστος επηρεάζει σημαντικά τη ζήτηση των γαλακτοκομικών προϊόντων, σύμφωνα με την ICAP CRIF.
Σε κάθε περίπτωση, «η λειτουργία των γαλακτοκομείων αντιμετώπισε ήπιες επιπτώσεις στις περισσότερες κατηγορίες παραγόμενων προϊόντων από τα μέτρα περιορισμού λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού», σύμφωνα με τη σύμβουλο διεύθυνσης οικονομικών και κλαδικών μελετών της ICAP CRIF, Αναστασία Κυριακίδη και τα παραπάνω στοιχεία άλλωστε εντάσσονται στο συμπέρασμα ότι «η φύση των γαλακτοκομικών προϊόντων επέδειξε χαρακτηριστική “αντοχή” απέναντι στην πανδημία». Σύμφωνα με πηγές της αγοράς που έχει στη διάθεσή της η ICAP CRIF, ο γαλακτοκομικός κλάδος φέρεται να εισέρχεται σε τροχιά ανάκαμψης και με βάση τις δικές της εκτιμήσεις, η εγχώρια αγορά εκτιμάται ότι θα σημειώσει θετικούς ρυθμούς μεταβολής στις περισσότερες κατηγορίες προϊόντων.
Η κυρία Κυριακίδη επισημαίνει ότι από τη συνολική εκτιμώμενη κατά κεφαλή κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων σε όρους ποσότητας το 2021, το 33% περίπου καλύπτεται από την κατανάλωση φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος και ροφημάτων, το 27% από το γάλα υψηλής παστερίωσης, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 10% από το γιαούρτι.
Αύξηση 7,3% στο ενεργητικό των γαλακτοκομικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά
Το σύνολο του ενεργητικού των εταιρειών του δείγματος της μελέτης της ICAP CRIF παρουσίασε σωρευτική αύξηση 7,3% κατά τα έτη 2016 έως 2020. Τα ίδια κεφάλαια διαμορφώθηκαν το 2020 σε 532,45 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας σωρευτική αύξηση της τάξης του 5%. Οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις και προβλέψεις υπερδιπλασιάστηκαν κατά την εξεταζόμενη πενταετία (2016-2020), την ώρα που οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων του κλάδου ακολούθησαν καθοδική πορεία σημειώνοντας σωρευτική μείωση 32,3% την ίδια περίοδο. Ακόμη, διαρκή αυξητική τάση εμφάνισαν οι συνολικές πωλήσεις του εξεταζόμενου δείγματος εταιρειών, οι οποίες ενισχύθηκαν κατά 12,4% το 2020, σε σχέση με το 2016. Σημαντική σωρευτική αύξηση (82%) παρουσίασαν τα κέρδη EBITDA των 21 επιχειρήσεων για την πενταετία 2016 έως 2020. Την εξεταζόμενη πενταετία το συνολικό τελικό οικονομικό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων ήταν διαρκώς κερδοφόρο και το 2020 η τιμή του κορυφώθηκε. Από τις 21 εταιρείες του δείγματος 17 ήταν κερδοφόρες το 2020, έναντι 16 κερδοφόρων εταιρειών το 2016.
Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter