Oakberry: Η βραζιλιάνικη εταιρεία με ελληνικό χρώμα που φέρνει τα acai bowls και τα smoothies της στη Μύκονο

«Άγκυρα» στην Ελλάδα ρίχνει η επιτυχηµένη βραζιλιάνικη αλυσίδα καταστηµάτων υγιεινής διατροφής Oakberry, που διαθέτει περισσότερα από 500 καταστήµατα ανά τον κόσµο. Στα µέσα Μαρτίου η ευρωπαϊκή θυγατρική του οµίλου µε έδρα τη Βαλένθια της Ισπανίας, Oakberry Europa, αποφάσισε την εγκατάσταση υποκαταστήµατος στην Ελλάδα µε τη µορφή της εταιρείας πε-ριορισµένης ευθύνης και την επωνυµία «Oakberry Europa Greece Υποκατάστηµα Αλλοδαπής». Η εταιρεία αυτή συστάθηκε και επίσηµα χθες, µε την έδρα της να βρίσκεται στη Μύκονο, όπου και πιθανότατα θα ανοίξει το πρώτο κατάστηµα Oakberry στη χώρα µας, κάτι που φαίνεται πολύ λογικό, µε δεδοµένη την υψηλή τουριστική κίνηση που συγκεντρώνει το νησί των ανέµων. Η κύρια δραστηριότητα της εταιρείας περιγράφεται ως «η παραγωγή, διανοµή, εµπορία και πώληση προϊόντων διατροφής, ιδιαίτερα υγιεινό γρήγορο φαγητό και άλλα προϊόντα που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση», ενώ προβλέπεται και η δυνατότητα παραχώρησης του δικαιώµατος διάθεσης και πώλησης των προϊόντων της στην αγορά ως franchising ή master franchising.

Έλληνας ο ιδρυτής της Oakberry
Ως νόµιµος εκπρόσωπος και αντιπρόσωπος για το ελληνικό υποκατάστηµα της Oakberry έχει οριστεί ο Βασίλης Ευρεµίδης, που εδώ και έναν χρόνο περίπου έχει αναλάβει καθήκοντα General Manager Europe της αλυσίδας. Πρόκειται για έµπειρο στέλεχος που µεταξύ άλλων έχει εργαστεί επί δέκα χρόνια (2003-2013) στην Starbucks, ως Head of QA, Operations σε Ελλάδα, Κύπρο, Ρουµανία και Βουλγαρία, ενώ στη συνέχεια πέρασε επτά χρόνια ως Operations Director της ιταλικής αλυσίδας παραδοσιακού παγωτού Bacio di Latte στη Βραζιλία. Έλληνας είναι όµως και ο διευθύνων σύµβουλος της Oakberry, Γιώργος Φραγκούλης, ο οποίος ίδρυσε την εταιρεία το 2016 µαζί µε τον συνεργάτη του Renato Haidar, ενώ εδώ και έναν χρόνο περίπου στην Oakberry έχει επενδύσει µεταξύ άλλων και ο γνωστός πρώην πιλότος της Formula 1 Φελίπε Μάσα, αλλά και ο τενί-στας Μπρούνο Σοάρες.

Μενού με βάση το acai
Σύµφωνα µε την περιγραφή της, η Oakberry ιδρύθηκε µε σκοπό να καλύψει την ανάγκη για «γρήγορο», αλλά υγιεινό φαγητό, προσφέροντας µία θρεπτική λύση σε ανθρώπους που δεν έχουν χρόνο για να ετοιµάσουν ένα υγιεινό γεύµα. Τα προϊόντα της είναι βασισµένα στο acai (ασαΐ), ένα είδος µούρου που φυτρώνει στο δάσος του Αµαζονίου και φηµίζεται για τις ευεργετικές του ιδιότητες για τον οργανισµό. Στο µενού της περιλαµβάνονται acai bowls, στα οποία µπορεί κανείς να προσθέσει συστατικά όπως βρώµη, ξηρούς καρπούς, φρούτα ή/και µέλι, καθώς και smoothies µε παρόµοιες επιλογές. Επίσης, στη Βραζιλία έχει λανσάρει το Oak Matcha Energy Tea, ένα συσκευασµένο ενεργειακό ποτό χωρίς ταυρίνη, που συνδυάζει acai, τσάι matcha και πράσινο καφέ.

Διεθνής επέκταση
Η εταιρεία έχει αναπτυχθεί ταχύτατα στη Βραζιλία, όπου σήµερα διαθέτει περισσότερα από 300 καταστήµατα, ενώ παράλληλα έχει αποκτήσει παρουσία σε περισσότερες από δέκα χώρες, µε σηµαντικότερες αγορές τις ΗΠΑ, την Ισπανία και τη Μέση Ανατολή. Πριν από επτά µήνες επεκτάθηκε και στη Γερµανία, ανοίγοντας το πρώτο της κατάστηµα στο Ντίσελντορφ, ενώ πιο πρόσφατα µπήκε στην αγορά του Μεξικού µε δύο καταστήµατα.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Σκλαβενίτης: «Πατάει» γερά στα Ιωάννινα εξαγοράζοντας καταστήματα της SEP Markets

Το αποτύπωµά της σε µία πόλη όπου µέχρι τώρα έχει περιορισµένη παρουσία, τα Ιωάννινα, επεκτείνει η Σκλαβενίτης µε τη σχεδιαζόµενη εξαγορά εννέα από τα έντεκα συνολικά καταστήµατα της αλυσίδας SEP Markets Παπαδόπουλος. Οι δύο πλευρές, σύµφωνα µε πληροφορίες, βρίσκονται στο τελικό στάδιο των διαπραγµατεύσεων για την επίτευξη συµφωνίας, η οποία αναµένεται σύντοµα και θα φέρει υπό την οµπρέλα της Σκλαβενίτης εννέα καταστήµατα στα Ιωάννινα. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι 160 εργαζόµενοι στα καταστήµατα που θα εξαγοραστούν θα παραµείνουν στις θέσεις τους, µε προοπτική και για δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας. Σηµειωτέον ότι σήµερα η µεγαλύτερη αλυσίδα σούπερ µάρκετ της χώρας διαθέτει µόνο δύο καταστήµατα στην πόλη της Ηπείρου.

Το ρεκόρ τζίρου του 2016
Η SEP Markets είναι µία οικογενειακή επιχείρηση την οποία «τρέχει» η τρίτη γενιά της οικογένειας Παπαδοπούλου, που δραστηριοποιείται στο χώρο του εµπορίου από το 1925, µε επικεφαλής τον Σίµο Παπαδόπουλο. Στα µέσα της προηγούµενης δεκαετίας η αλυσίδα αναπτύχθηκε ταχύτατα, µε τον τζίρο της να αυξάνεται από τα 5,6 εκατ. ευρώ το 2013 στα 8,9 εκατ. ευρώ το 2014, στα 14,1 εκατ. ευρώ το 2015 και στα 18,6 εκατ. ευρώ το 2016. Ωστόσο, αυτή ήταν και η υψηλότερη επίδοση που πέτυχε στην ιστορία της η αλυσίδα, καθώς έκτοτε ο κύκλος εργασιών της κινείται σε ελαφρώς χαµηλότερα επίπεδα, ενώ το 2019 «άγγιξε» εκ νέου το ρεκόρ, φτάνοντας τα 18,5 εκατ. ευρώ.

Οι «αστερίσκοι» του ελεγκτή
Στη διάρκεια του 2020, χρονιά την οποία αφορούν οι πιο πρόσφατα δηµοσιευµένες οικονοµικές της καταστάσεις, η SEP Markets ακολούθησε αντίθετη πορεία σε σχέση µε το σύνολο του κλάδου των σούπερ µάρκετ, που ευνοήθηκε από το σοκ της πανδηµίας, και έχασε ποσοστό 5% του τζίρου της, αν και εµφάνισε αυξηµένα κέρδη σε σχέση µε το 2019, της τάξεως των 20.900 ευρώ. Ωστόσο, ο ισολογισµός της εταιρείας για το 2020 περιελάµβανε σειρά παρατηρήσεων από τον ορκωτό ελεγκτή, καθώς το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας είχε καταστεί µικρότερο του µισού του µετοχικού της κεφαλαίου, ενώ το σύνολο της αξίας των βραχυπρόθεσµων υποχρεώσεων της εταιρείας υπερέβαινε τη συνολική αξία των κυκλοφορούντων περιουσιακών της στοιχείων κατά 1,19 εκατ. ευρώ περίπου, «µε αποτέλεσµα να υπάρχει η πιθανότητα να µην είναι σε θέση να αποπληρώσει µέρος των συµβατικών της υποχρεώσεων». Με την πώληση των εννέα από τα έντεκα καταστήµατά της, η SEP Markets αναµένεται να µπορέσει να διασφαλίσει τη βιώσιµη λειτουργία της και να εστιάσει σε νέους τοµείς δραστηριότητας.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Mediterra: Το deal με την Amazon, τα νέα καταστήματα και το αποτύπωμα της διπλής κρίσης

Σηµαντικά βελτιωµένος σε σχέση µε το 2020, όταν επηρεάστηκε από το σοκ της πανδηµίας, αλλά χαµηλότερος από αυτόν του 2019 ήταν κατά το περασµένο έτος ο κύκλος εργασιών της Mediterra, η διοίκηση της οποίας χαρακτηρίζει το 2021 ως ένα έτος που «βρήκε την εταιρεία µε µικτά αισθήµατα και εντυπώσεις».

Ειδικότερα, ο τζίρος της Mediterra το 2021 διαµορφώθηκε στα 9,6 εκατ. ευρώ, αυξηµένος κατά 16% έναντι του 2020, αλλά χαµηλότερος κατά 10% έναντι του 2019. Ωστόσο, η εισηγµένη παρουσίασε καθαρά κέρδη ύψους 226.524 ευρώ, αυξηµένα τόσο σε σχέση µε το 2020 (+309.000 ευρώ), όσο και σε σχέση µε το 2019 (+295.000 ευρώ). Μεταξύ των σηµαντικότερων γεγονότων της περασµένης χρονιάς για τη Mediterra ήταν η έναρξη της συνεργασίας της µε την Amazon Αµερικής για την πώληση προϊόντων της µέσω της δηµοφιλούς ηλεκτρονικής πλατφόρµας.

Μεταξύ των προϊόντων που έχουν τοποθετηθεί στα ηλεκτρονικά «ράφια» της Amazon είναι διάφοροι κωδικοί από γλυκές και αλµυρές µπάρες της εταιρείας, µε γεύσεις όπως σύκο-αµύγδαλο, λεµόνι-καρύδια, µαύρες ελιές-καρύδια και πιπεριές-πράσινες ελιές. Παράλληλα, η αλυσίδα mastihashop επέκτεινε το δίκτυό της µε ένα δεύτερο κατάστηµα στο αεροδρόµιο των Αθηνών, αυτή τη φορά στην περιοχή extra Schengen, καθώς και µε ένα νέο κατάστηµα στον Νέο Κόσµο. Στα θετικά της χρονιάς καταγράφονται επίσης οι επιδόσεις στο Travel Trade, η ανάπτυξη της µάρκας παραφαρµακευτικών προϊόντων Art of Nature, η πρόοδος των εταιρικών επενδύσεων και η γενικότερη επίτευξη όλων των κεντρικών αναθεωρηµένων στόχων.

Οι προτεραιότητες του 2022 και το αποτύπωμα της κρίσης
Στις ύψιστες εταιρικές προτεραιότητες της Mediterra για το 2022 περιλαµβάνονται η αλλαγή του παραγωγικού και ψηφιακού αποτυπώµατος, η ενσωµάτωση καινοτοµιών στη παραγωγή, η καθιέρωση της µάρκας παραφαρµακευτικών προϊόντων Art of Nature, η ανανέωση της ΕΛΜΑ και ο εµπλουτισµός του προϊοντικού χαρτοφυλακίου, ενώ η ολοκλήρωση του επενδυτικού προγράµµατος και τα νέα προϊόντα που αναµένονται στο β’ εξάµηνο του 2022 αναµένεται να δώσουν την ώθηση στην εταιρεία για να εισέλθει σε έναν νέο κύκλο ανάπτυξης από το 2023 και µετά. Προβληµατισµό προκαλεί ωστόσο η ραγδαία επιδείνωση του οικονοµικού κλίµατος, ως αποτέλεσµα συνδυαστικά της πανδηµικής και της ενεργειακής κρίσης, υπό την σκοπιά της εξελισσόµενης γεωπολιτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία, επηρεάζοντας σηµαντικά το κόστος logistics αλλά και το κόστος παραγωγής και διάθεσης σε αρκετές κατηγορίες προϊόντων. Το γεγονός αυτό αναµένεται να περιορίσει την εταιρική µικτή κερδοφορία και να δυσχεράνει την υλοποίηση των επενδύσεων σε εξέλιξη κατά το τρέχον έτος.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter