Μποϋκοτάζ στη Ρωσία από μεγάλους πολυεθνικούς «παίκτες» της εστίασης

Σε προσωρινή διακοπή της λειτουργίας των καταστημάτων τους, των παραγωγικών μονάδων αλλά και σε «πάγωμα» των επενδύσεων που έχουν πραγματοποιήσει σε ρωσικό έδαφος προχώρησαν τις τελευταίες ώρες οι μεγάλες πολυεθνικές του κλάδου τροφίμων – ποτών και μαζικής εστίασης.

Την αρχή έκανε η αλυσίδα γρήγορης εστίασης McDonald’s, η οποία έχει σήμερα την μεγαλύτερη έκθεση στην αγορά της Ρωσίας από ότι οι άλλες παρόμοιες αλυσίδες του κλάδου, διαθέτοντας περί τα 850 καταστήματα.

Με επιστολή του που απηύθυνε προς τους franchisees και τους εργαζόμενους στα καταστήματα της McDonald’s στη Ρωσία, ο CEO της εταιρείας Κρις Κεμπτσίνσκι ανέφερε ότι θεωρεί σωστό το κλείσιμο των καταστημάτων, καθώς δεν μπορεί να αγνοήσει τον ανθρώπινο πόνο που έχει προκληθεί στην Ουκρανία, τον οποίο χαρακτήρισε άδικο.

Πάντως, όπως διευκρίνισε ο ίδιος, οι 62.000 εργαζόμενοι θα εξακολουθήσουν να πληρώνονται, περνώντας σε ένα ιδιότυπο καθεστώς αναστολής.

Σημειώνεται ότι η McDonald’s είναι ιδιοκτήτρια στο 84% των εστιατορίων στη Ρωσία, ενώ τα έσοδα που πραγματοποιεί από τη Ρωσία και την Ουκρανία μαζί ανέρχονται στο 9% των συνολικών παγκοσμίων εσόδων της, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2021. Παράλληλα, η διοίκηση της McDonald’s έχει λάβει μέριμνα και για την Ουκρανία, όπου αποφάσισε να πληρώνει κανονικά τους μισθούς των εργαζομένων αλλά και να στηρίξει το ταμείο τους με μια ενίσχυση 5 εκατ. δολαρίων.

Η KFC της Yum Brands σταματά την ανάπτυξη του δικτύου της
Την απόφαση της McDonald’s διαδέχθηκε η κίνηση της Yum Brands, ιδιοκτήτριας της αλυσίδας KFC, να «παγώσει» τη λειτουργία και την ανάπτυξη των εστιατορίων της, καθώς και τις επενδύσεις στη Ρωσία.

Η KFC διαθέτει πάνω από 1.000 καταστήματα στη Ρωσία, τα οποία συνεισφέρουν στον συνολικό παγκόσμιο τζίρο της ένα ποσοστό της τάξης του 2%.

Η γνωστή και από τη δραστηριοποίηση στη χώρα μας αλυσίδα καφέ Starbucks ανακοίνωσε με τη σειρά της ότι αναστέλλει κάθε επιχειρηματική δραστηριότητά στη Ρωσία.

Με βάση την απόφαση αυτή όλα τα καταστήματά της θα σταματήσουν να λειτουργούν, ενώ παράλληλα θα σταματήσουν, προσωρινά, και οι εξαγωγές των προϊόντων της προς τη Ρωσία. Πάντως, η εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στη χώρα με 100 καταστήματα, μέσω του ομίλου Alsaya Group με έδρα το Κουβέϊτ, ανέφερε ότι θα μεριμνήσει για την υποστήριξη των περίπου 2.000 συνεργατών στη χώρα.

Αναψυκτικά-ποτά
Οι δύο μεγάλοι παίκτες στον τομέα της βιομηχανίας αναψυκτικών, Coca-Cola Company και η PepsiCo ανακοίνωσαν το «πάγωμα» της λειτουργίας τους αλλά και των πραγματοποιήσεων επενδύσεών στη Ρωσία, επ’αόριστον.

Η PepsiCo, με τη σειρά της ανακοίνωσε την αναστολή των πωλήσεων της Pepsi-Cola στη χώρα, καθώς και των παγκόσμιων εμπορικών σημάτων ποτών της. Παρ΄όλα αυτά , για ευνόητους λόγους, όπως ανέφερε θα συνεχίσει να πουλάει καθημερινά απαραίτητα, όπως το βρεφικό γάλα. Επίσης, η Heineken ανακοίνωσε ότι σταματά την παραγωγή και τις πωλήσεις μπύρας στη Ρωσία.

Γαλακτοκομικά
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πολυεθνική βιομηχανία γαλακτοκομικών Danone, η οποία θα σταματήσει, προσωρινά κάθε δραστηριότητα και επένδυση στη Ρωσία, πλην όμως θα εξακολουθήσει να τροφοδοτεί την ρωσική αγορά με βρεφικά και παιδικά γαλακτοκομικά προϊόντα.

Η φινλανδική βιομηχανία γαλακτομικών, Valio, με τη σειρά της, ανακοίνωσε το άμεσο «πάγωμα» κάθε δραστηριότητάς της στη χώρα.

Σημειώνεται ότι η φινλανδική εταιρεία έχει ήδη σταματήσει τις εξαγωγές της προς Ρωσία και Λευκορωσία όχι μόνο προϊόντων της αλλά ακόμη και υλικών συσκευασίας.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter

Στάση αναμονής από τις αρτοβιομηχανίες και τους φούρνους εν όψει ανατιμήσεων

Καθώς τα αποθέματα σιτηρών της χώρας μας που προορίζονται για την αλευροβιομηχανία και την παρασκευή ψωμιού επαρκούν για 30 ως 45 ημέρες περίπου, σύμφωνα με τα στοιχεία των αρτοποιών και των παραγόντων της αγοράς, οι εμπλεκόμενοι σε όλη τη διαδικασία της παραγωγής τηρούν στάση αναμονής.

Κι αυτό γιατί, στον ορίζοντα φαίνονται νέες μεγάλες, αυξήσεις στην τιμή του ψωμιού, των αλεύρων και των υπολοίπων συναφών προϊόντων, τόσο στα ράφια των σούπερ μάρκετ όσο και στους φούρνους καθώς η κατάσταση σε ό,τι αφορά τις διεθνείς τιμές των σιτηρών έχει αρχίσει πλέον να ξεφεύγει από τη λογική.

Οι διεθνείς τιμές των σιτηρών συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, ενώ ειδικά στο μαλακό σιτάρι που η Ελλάδα εισάγει μεγάλες ποσότητες από τη Ρωσία και την Ουκρανία, η τιμή του μέσα σε μία μέρα αυξήθηκε κατά 40 ευρώ ανά τόνο.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγο, οι τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων (futures) για το μαλακό σιτάρι που ενδιαφέρει άμεσα την Ελλάδα, παρουσιάζουν συνεχώς αύξηση η οποία αγγίζει το 80% και βρίσκονται σε ιστορικό υψηλό των τελευταίων 14 ετών.

Οι φούρνοι αλλά και οι βιομηχανίες παραγωγής τυποποιημένου ψωμιού εκτός από τις αυξημένες τιμές στα άλευρα, που είναι φυσικό επακόλουθο της ιλιγγιώδους αύξησης των διεθνών τιμών των σιτηρών, έχουν να αντιμετωπίσουν και το κόστος ενέργειας το οποίο έχει σχεδόν τριπλασιασθεί τους τελευταίους μήνες.

Στοιχεία της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος, δείχνουν ότι οι τιμές στα άλευρα έχουν ήδη διπλασιασθεί, ενώ σημαντικές ανατιμήσεις έχουν καταγραφεί και στις πρώτες ύλες, όπως λάδια, βούτυρα και μαργαρίνες.

Ακόμη και οι τιμές των υλικών συσκευασίας έχουν αυξηθεί κατά 50%-60%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος, η τιμή του ψωμιού από τον Σεπτέμβριο αυξήθηκε από 8% έως 12%, ωστόσο αυτή η μετακύλιση στους καταναλωτές έχει ήδη εξανεμιστεί, λόγω των προαναφερόμενων παραγόντων αύξησης του κόστους.

Ακόμη αυξήσεις παρατηρούνται και σε ό,τι έχει σχέση με τα δημητριακά, από τα corn flakes μέχρι και τις πίτες για τα σουβλάκια που πολλές φορές φθάνουν ως και το 30%.

Τόσο οι αρτοποιοί όσο και οι βιομηχανίες τυποποιημένου ψωμιού αναμένουν τα νέα τιμολόγια των αλεύρων, ενώ από την άλλη πλευρά έχει ήδη γίνει γνωστό ότι ο κλάδος δεν έχει περιθώρια να απορροφήσει τις νέες αυξήσεις των πρώτων υλών και του ενεργειακού κόστους που ενδεχομένως θα φέρει η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας.

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για τον Ιανουάριο η τιμή του ψωμιού ήταν αυξημένη κατά 5% σε σχέση με πέρυσι, οι αυξήσεις στα άλευρα και λοιπά δημητριακά έφτασαν το 6,6% μέσα σε ένα χρόνο, ενώ οι τιμές άλλων προϊόντων αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής σημείωσαν άνοδο κατά 3,2% έναντι του Ιανουαρίου του 2021.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter