Το 2000 ήταν μια χρονιά που θα θυμούνται για πολύ οι επιχειρήσεις και τα στελέχη του κλάδου. Κατά τη διάρκεια του 2000 συνέβησαν γεγονότα και εξελίξεις, που άλλαξαν τους συσχετισμούς δυνάμεων, έδωσαν άλλη προοπτική στις μελλοντικές ανακατατάξεις και εν πολλοίς προδιέγραψαν με αδρές γραμμές το τοπίο. Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα της αλήθειας. Η κρίση που υπέβοσκε και που ήταν κοινό μυστικό ξέσπασε με θυελλώδη τρόπο και απομυθοποίησε τον αισιόδοξο ορίζοντα της αγοράς των σούπερ μάρκετ.
Το 2000 ήταν μια χρονιά που θα θυμούνται για πολύ οι επιχειρήσεις και τα στελέχη του κλάδου. Κατά τη διάρκεια του 2000 συνέβησαν γεγονότα και εξελίξεις, που άλλαξαν τους συσχετισμούς δυνάμεων, έδωσαν άλλη προοπτική στις μελλοντικές ανακατατάξεις και εν πολλοίς προδιέγραψαν με αδρές γραμμές το τοπίο. Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα της αλήθειας. Η κρίση που υπέβοσκε και που ήταν κοινό μυστικό ξέσπασε με θυελλώδη τρόπο και απομυθοποίησε τον αισιόδοξο ορίζοντα της αγοράς των σούπερ μάρκετ.
Κύρια γεγονότα που δικαιολογούν μια τέτοια τοποθέτηση είναι:
- Η συγχώνευση όλων των εταιρειών του ομίλου CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ σε μια εταιρεία, αφήνοντας έξω μόνο την εταιρεία DIA HELLAS ΑΕ. Και ο ζημιογόνος ισολογισμός για τη χρήση 2000 της εταιρείας CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ, που προέκυψε από τη συγχώνευση.
- Η εξαγορά των εταιρειών του ομίλου ΤΡΟΦΟ, ΤΡΟΦΟ ΑΕ και ΕΝΑ ΑΕ (Cash & Carry) από την ΑΛΦΑ – ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ και οι ζημιογόνοι ισολογισμοί τόσο της ΤΡΟΦΟ ΑΕ όσο και της ΕΝΑ ΑΕ.
- Οι ζημιογόνοι ισολογισμοί μιας σειράς μικρότερων αλυσίδων.
Η εξέλιξη των πωλήσεων το 2000 παρουσιάζει μια κάποια ιδιομορφία. Η συγχώνευση των εταιρειών του ομίλου CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ έγινε με βάση ισολογισμούς μετασχηματισμού της 30ής Ιουνίου 2000 των εταιρειών που συγχωνεύτηκαν. Οι ισολογισμοί αυτοί δε δημοσιεύθηκαν, με αποτέλεσμα να μην είναι γνωστά τα δεδομένα όλης της χρονιάς. Επ’ αυτού θα αναφερθούν περισσότερα στην επιμέρους ανάλυση του ομίλου CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ. Σε δηλώσεις του ομίλου στον Τύπο αναφέρθηκαν συνολικές πωλήσεις του 2000 370 δισ. Παίρνοντας αυτό το μέγεθος σαν δεδομένο, οι πωλήσεις των 31 μεγαλυτέρων αλυσίδων παρουσίασαν αύξηση 7,58%, σε σχέση με το 2000. Αν εξαιρέσουμε τον όμιλο CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ο δείκτης των πωλήσεων για τις 30 συγκρίσιμες εταιρείες ανέρχεται σε 9,14%. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μέσος πληθωρισμός το 2000 κυμάνθηκε στο 2,5%, προκύπτει ότι οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατ’ όγκο κατά 6,64%. Αυτό προέρχεται από ίδρυση νέων καταστημάτων και αύξηση των πραγματικών πωλήσεων.
Τα καθαρά κέρδη προ φόρων παρουσίασαν μείωση, μερικές επιχειρήσεις έκλεισαν ζημιογόνα και μερικές άλλες παρουσιάζουν στασιμότητα, ή τα κέρδη κινούνται σε οριακά χαμηλά επίπεδα.. Αυτή ήταν μια εξέλιξη που ήταν αναμενόμενη. Ο ανταγωνισμός των τιμών δε λέει να κοπάσει, το λειτουργικό κόστος παραμένει υψηλό και στο μεγαλύτερο μέρος ανελαστικό, αφού η δαπάνη του προσωπικού στις επιχειρήσεις κυμαίνεται από 50% έως και 60% των συνολικών λειτουργικών εξόδων.
Είναι προφανές ότι οι μεγάλες αλυσίδες δείχνουν μια δυναμική που εντείνεται. Η αύξηση των πωλήσεων κατά 9,14% για τις συγκρίσιμες επιχειρήσεις, όσο κι αν επηρεάζεται από νέα καταστήματα, σηματοδοτεί τη γενική αυξητική τάση των λιανικών πωλήσεων και την εντεινόμενη τάση συγκεντρωτισμού. Η τάση αυτή έρχεται να αθροιστεί στις αυξήσεις του μεριδίου της αγοράς τα τελευταία χρόνια, παρά τη διαρροή πωλήσεων προς το έτοιμο φαγητό και τα εξειδικευμένα καταστήματα.
Ας δούμε αναλυτικά πώς κινήθηκαν οι μεγαλύτερες αλυσίδες του χώρου, που αποτελούν τους leader και σε μεγάλο βαθμό δίνουν τον τόνο και το γενικό περίγραμμα των εξελίξεων.
Αυξήσεις πωλήσεων κατά 7,58%
Οι 31 μεγαλύτερες επιχειρήσεις, όπως προαναφέρθηκε, έχουν μια συνολική αύξηση πωλήσεων το 2000, σε σχέση με το 1999, κατά 7,58% (συμπεριλαμβανομένου του ομίλου CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ) και αυτό είναι κατά 22,49% μικρότερο από το δείκτη αύξησης του 1999 ως προς το 1998. Είναι προφανής η επιβράδυνση στην εξέλιξη των πωλήσεων, είτε προέρχεται από αύξηση κατ’ όγκο, είτε προέρχεται από νέα καταστήματα. Αυτό, όπως είδαμε, αντικατοπτρίζεται και στα αποτελέσματα των επιχειρήσεων.
Τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσίασε, σε σχέση με το 2000, η ΛΑΡΙΣΑ ΑΕΒΕ (+53,92%) 15,1 δισ. πωλήσεις και προέρχονται κυρίως από άνοιγμα νέων καταστημάτων και συγχώνευση με μικρότερη αλυσίδα.
Τη μεγαλύτερη μείωση παρουσίασε, σε σχέση με το 2000, η ΔΥΟ ΑΛΦΑ ΑΕ (9,13%) και ΑΦΟΙ ΜΠΙΣΚΑ ΑΕ (24,59%).
Οι οκτώ πρώτοι όμιλοι παρουσιάζουν την παρακάτω εικόνα:
Κατάταξη |
Oμιλος/Εταιρεία |
Πωλήσεις σε δισ. |
Μεταβολή(%) 2000/1999 |
(%) στο σύνολο των 31 αλυσίδων |
1 |
CARREFOUR |
419,9 |
5,67 |
25,5 |
2 |
ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ |
265,8 |
8,04 |
16,1 |
3 |
ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ |
201,3 |
11,85 |
12,2 |
4 |
ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ |
173,7 |
2,49 |
10,5 |
5 |
ΑΤΛΑΝΤΙΚ |
112,5 |
5,66 |
6,8 |
6 |
ΜΕΤΡΟ |
91,7 |
14,80 |
5,6 |
7 |
ΜΑΣΟΥΤΗΣ Δ. |
72,4 |
12,54 |
4,4 |
8 |
ΠΕΝΤΕ |
74,0 |
14,65 |
4,5 |
ΣΥΝΟΛΟ |
1.411,2 |
7,76 |
85,7 |
(*) Στους ομίλους περιλαμβάνονται οι εταιρείες:
1 |
CARREFOUR |
CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ, DIA HELLAS AE |
||||
2 |
ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ |
ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ, ΤΡΟΦΟ ΑΕ, ΕΝΑ ΑΕ |
||||
3 |
ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ |
ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ ΑΕ |
||||
4 |
ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ |
ΑΦΟΙ ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕΒΕ, ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ ΑΕ, ΠΑΝΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΕ |
||||
5 |
ΑΤΛΑΝΤΙΚ |
ΑΤΛΑΝΤΙΚ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ, ΓΑΛΗΝΟΣ ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ ΑΕ |
||||
6 |
ΜΕΤΡΟ |
ΜΕΤΡΟ ΑΕ |
||||
7 |
ΜΑΣΟΥΤΗΣ Δ. |
ΜΑΣΟΥΤΗΣ ΑΕ |
||||
8 |
ΠΕΝΤΕ |
ΠΕΝΤΕ ΑΕ, ΑΡΓΩ ΑΕ |
||||
9 |
ΠΑΝΕΜΠΟΡΙΚΗ |
ΠΑΝΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΕ |
Σημ.: Από τους ομίλους του πίνακα ο όμιλος ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ δραστηριοποιείται στη FYROM, με πωλήσεις το 2000 6.646 εκατ. Επομένως, οι συνολικές πωλήσεις του ομίλου εντός και εκτός Ελλάδας ανέρχονται σε 179,3 δισ. Επίσης, ο όμιλος ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, μέσω της εταιρείας ΕΝΑ ΑΕ, διαθέτει ένα κατάστημα Cash & Carry στη Σόφια, με πωλήσεις περίπου 700 εκατ. Συνεπώς, οι συνολικές πωλήσεις του ομίλου ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ανέρχονται σε 266,5 δισ.
Η αναφορά στις πωλήσεις των ομίλων γίνεται με βάση τη διαμορφωμένη κατάσταση στις 31/12/2000, καθώς και τις εξαγορές και συγχωνεύσεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί το πρώτο εξάμηνο του 2001. Συνεπώς, έχουν ληφθεί υπόψη η εξαγορά από την ΑΦΟΙ ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕΒΕ, κατά το 100%, της ΠΑΝΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΕ, η οποία ήδη ανακοινώθηκε το Μάιο του 2001, καθώς και η συγχώνευση της ΑΤΛΑΝΤΙΚ ΑΕ με τη ΓΑΛΗΝΟΣ ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ ΑΕ, που ήδη έχει επίσης ανακοινωθεί. Οπότε μπορούμε να μιλάμε για τους 8 πρώτους ομίλους. Τόσο η εξαγορά της ΠΑΝΕΜΠΟΡΙΚΗΣ από τη ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, όσο και η συγχώνευση της ΑΤΛΑΝΤΙΚ με τη ΓΑΛΗΝΟΣ ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ τελούν υπό την αίρεση της έγκρισης από την επιτροπή ανταγωνισμού. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι οι εγκρίσεις θα δοθούν, λαμβάνοντας υπόψη και προηγούμενες ανάλογες συγκεντρώσεις επιχειρήσεων.
Από τον πίνακα προκύπτουν μια σειρά στοιχείων που θεμελιώνουν τα προηγούμενα συμπεράσματα. Οι 8 μεγάλοι όμιλοι ελέγχουν το 85,6% των πωλήσεων των μεγάλων επιχειρήσεων. Παίρνοντας υπόψη ότι οι συνολικές, σε όλη την Ελλάδα, πωλήσεις των σούπερ μάρκετ για το 2000 ήταν 2.580 δισ., προκύπτει ότι οι 8 πρώτοι όμιλοι καλύπτουν το 54,65% των πωλήσεων του κλάδου πανελλαδικά.
Τα στοιχεία των πανελλαδικών πωλήσεων προέρχονται από εταιρεία ερευνών που δραστηριοποιείται και καταρτίζει στοιχεία για τον κλάδο.
Ζημιές και όχι κέρδη για το 2000 στο σύνολο του κλάδου
Τα καθαρά κέρδη προ φόρων για τις συγκρίσιμες εταιρείες από 14,9 δισ., το 1999, αντεστράφησαν σε ζημιές 4,4 δισ. το 2000, σημειώνοντας πτώση κατά 129,63% και σε 189,95% για τα μη συγκρίσιμα (συμπεριλαμβανομένης της CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ).
Σε ποσοστό επί των πωλήσεων, τα καθαρά κέρδη από 1,27% το 1999 έπεσαν σε –0,35% το 2000, για τις συγκρίσιμες εταιρείες, και από 1,01% το 1999 σε – 0,94% το 2000 για τις μη συγκρίσιμες εταιρείες.
Μια σειρά εταιρείες εμφανίζονται ζημιογόνες, όπως οι CARREFOUR -ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ, ΤΡΟΦΟ ΑΕ, ΕΝΑ ΑΕ, DIA HELLAS ΑΕ, ΜΠΑΛΗΣ ΑΕ, ΑΦΟΙ ΜΠΙΣΚΑ ΑΕ, ΜΑΡΚΕΤ ΓΑΛΑΞΙΑΣ ΑΕ, ΜΠΙΣΚΑΣ Γ. ΑΕ, ΔΥΟ ΑΛΦΑ ΑΕ και ΑΞΟΝΑΣ ΑΕ.
Υπάρχουν όμως και επιχειρήσεις που παρουσιάζουν κερδοφορία. Στην κορυφή βρίσκονται οι παρακάτω:
Κατάταξη 2000 |
Εταιρεία |
1999 (%) |
2000 (%) |
Μεταβολή (%) |
1 |
ΑΡΓΩ ΜΑΡΚΕΤ ΑΕ |
3,42 |
4,67 |
36,55 |
2 |
ΠΕΝΤΕ ΑΕ |
3,01 |
4,34 |
44,19 |
3 |
ΓΟΥΝΤΣΙΔΗΣ ΑΕ |
7,48 |
2,85 |
-61,90 |
4 |
ΑΤΛΑΝΤΙΚ ΑΕ |
1,04 |
2,26 |
117,31 |
5 |
ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ ΑΕ |
1,67 |
2,10 |
25,75 |
6 |
Α-Β ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ |
1,38 |
1,90 |
37,68 |
7 |
ΜΑΣΟΥΤΗΣ Δ. ΑΕ |
2,76 |
1,59 |
-42,39 |
8 |
ΜΕΤΡΟ ΑΕ |
1,71 |
1,56 |
-8,77 |
9 |
ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ ΑΕ |
3,11 |
0,98 |
-68,49 |
Οι διακυμάνσεις και οι μεταβολές από το 1999 στο 2000 είναι εντυπωσιακές και το εύρος μεγάλο και σε μεγάλο μέρος αντιφατικές, αφού οι μεταβολές κυμαίνονται από +117% (ΑΤΛΑΝΤΙΚ) έως –68% (ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ).
Οι παροχές βελτιώνουν τα μικτά κέρδη
Το περιθώριο μικτού κέρδους από 19,72% το 1999 έπεσε στο 18,78% το 2000 στις συγκρίσιμες εταιρείες, παρουσιάζοντας πτώση κατά 4,77% και από 19,42% σε 19,29% στις μη συγκρίσιμες, παρουσιάζοντας πτώση κατά 0,97%. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι προκειμένου για το περιθώριο μικτού κέρδους ο δείκτης στις μη συγκρίσιμες εταιρείες είναι αντιπροσωπευτικός, διότι στο σύνολο ο όμιλος CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ συμμετέχει αναλογικά περίπου και στις πωλήσεις και στα μικτά κέρδη. Το 1999 ο αντίστοιχος δείκτης είχε παρουσιάσει πτώση κατά 19%, σε σχέση με το 1998. Αυτό μας οδηγεί στην εκτίμηση:
- ή αυξήθηκαν τα περιθώρια κέρδους από τους προμηθευτές (συγκράτηση του τιμολογιακού κόστους και αύξηση των παροχών και εκπτώσεων),
- ή μειώθηκε η ένταση του ανταγωνισμού τιμών μεταξύ των επιχειρήσεων.
Γνώμη μας είναι ότι συνυπήρξαν και οι δύο παράγοντες, που ωστόσο δεν μπορεί να σταθμιστεί επακριβώς η επίπτωση του καθενός χωριστά. Η άποψη αυτή εδράζεται τόσο σε πληροφορίες της αγοράς, όσο και σε εκτιμήσεις μας στις επαφές με τις περισσότερες επιχειρήσεις. Οι πιέσεις των μεγαλυτέρων αλυσίδων και των ομίλων αγορών ώθησαν σε μια γενική αύξηση των παροχών και των εκπτώσεων (εκτός τιμολογίου), εν πολλοίς ισόρροπα κατά την τάξη μεγέθους των ομίλων και των επιχειρήσεων.
Η εκδοχή της μείωσης της έντασης του ανταγωνιστικού πολέμου τιμών μεταξύ των επιχειρήσεων είναι μια θελκτική προοπτική για πολλούς κι ας μην αποτολμάται η απερίφραστη έκφραση μιας “εκεχειρίας”, την οποία όλοι θα ήθελαν αλλά κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα. Εξάλλου, οι “αποκαλύψεις” (και οι εκπλήξεις) που επεφύλαξαν οι ισολογισμοί πολλών επιχειρήσεων, με ελαττωμένη ή στάσιμη κερδοφορία και σε ορισμένες περιπτώσεις και ζημιογόνο τελικό αποτέλεσμα, σηματοδοτούν κόπωση αφενός και αφετέρου ότι πολλές επιχειρήσεις έπιασαν …πάτο και πολλές είναι πολύ κοντά. Αυτές οι εξελίξεις δεν είναι παρήγορες τόσο για τον κλάδο όσο και για το συνολικό κλίμα στο οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας. Είναι γνωστό ότι οι επίσημες αρχές της χώρας είχαν δώσει μεγάλη έμφαση στη συγκράτηση της ανόδου των τιμών και του πληθωρισμού, με στόχο τα κριτήρια για την είσοδο της χώρας στο ενιαίο νόμισμα. Οι περισσότερες επιχειρήσεις ανταποκρίθηκαν σ’ αυτό το κάλεσμα. Αλλά, όπως δείχνουν τώρα τα πράγματα, η συνεισφορά στον κοινό στόχο ήταν ηρωική και πέρα από τις δυνάμεις τους. Πριόνιζαν το κλαδί όπου κάθονταν… Μπήκαμε, τελικά, έστω και σπρώχνοντας, στο ευρώ, ο πληθωρισμός μετά από μια ανάπαυλα 1-2 ετών πάλι αναπτερώθηκε, οι επιχειρήσεις η μία μετά την άλλη γίνονται ζημιογόνες ή εξαγοράζονται, δημιουργούνται μεγάλες επιχειρήσεις και όμιλοι με συνενώσεις και συγχωνεύσεις και πάει λέγοντας… Πριν από πέντε χρόνια λέγαμε ότι θα μείνουν 8-10 μεγάλες αλυσίδες. Τώρα, ποιος αμφιβάλλει ότι θα μείνουν τέσσερις με πέντε; Αυτή είναι μια προοπτική που θα ακολουθήσει σε πανευρωπαϊκή κλίμακα σε πρώτη φάση και σε παγκόσμια στη συνέχεια. Στο λιανικό εμπόριο θα γίνει ό,τι και στη βιομηχανία. Μια φούχτα πολυεθνικές θα ελέγχουν το παγκόσμιο εμπόριο. Οι βάσεις έχουν τεθεί και οι διαδικασίες έχουν δρομολογηθεί. Είναι θέμα χρόνου.
Μηδενικά τα λειτουργικά αποτελέσματα
Τα λειτουργικά αποτελέσματα παρουσίασαν εντυπωσιακή κάμψη και από 1,45% των πωλήσεων το 1999, μηδενίστηκαν το 2000.
Στην πτώση αυτή συνέβαλαν η μείωση του περιθωρίου μικτού κέρδους, από 18,72% το 1999, σε 18,78% το 2000 (μείωση κατά 4,77%) και η αύξηση του λειτουργικού κόστους από 18,27% το 1999, σε 18,78% το 2000 (αύξηση κατά 2,78%).
Χρηματοοικονομικά έσοδα – έξοδα
Και το 2000 τα χρηματοοικονομικά έσοδα – έξοδα ήταν αρνητικά, όπως και το 1999, και μάλιστα σε απόλυτους αριθμούς παρουσιάζουν σημαντική επιδείνωση, από –1,6 δισ. το 1999 σε –4,5 δισ. το 2000, αρνητική μεταβολή 185%. Αυτή η εξέλιξη, όπως προκύπτει από τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, οφείλεται αφενός σε αύξηση των χρεωστικών τόκων, αποτέλεσμα της αύξησης των βραχυπροθέσμων και μακροπροθέσμων υποχρεώσεων προς τις τράπεζες και αφετέρου σε ζημιές από τοποθετήσεις διαθεσίμων (σε μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια).
Οι γνωστές και άγνωστες απώλειες είναι πολύ υψηλές
Η συνολική ρευστότητα στις συγκρίσιμες εταιρείες παρέμεινε αμετάβλητη (64,37% με 64,40%), ενώ η άμεση ρευστότητα παρουσίασε μικρή θετική μεταβολή, από 18,25% το 1999, σε 21,22% το 2000. Αυτό σηματοδοτεί ότι το σύνολο του κυκλοφορούντος ενεργητικού αυξήθηκε αναλογικά και ισόρροπα προς την αύξηση των πωλήσεων. Αυτό οφείλεται κύρια στη μεταβολή των διαθεσίμων κατά +48,08%, ενώ τα αποθέματα αυξήθηκαν κατά 7,60%.
Η μέση αύξηση των αποθεμάτων κατά 7,60%, ουσιαστικά είναι μεγαλύτερη και τούτο διότι επηρεάζεται από εντυπωσιακή πτώση των αποθεμάτων στις επιχειρήσεις που παρουσίασαν ζημιές το 2000 (ΤΡΟΦΟ -46%, ΕΝΑ -40%, ΑΦΟΙ ΜΠΙΣΚΑ -53%, ΔΥΟ ΑΛΦΑ ΑΕ -58% και ορισμένες με μικρότερες αρνητικές μεταβολές). Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους:
- Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν πολλά αποθέματα απαξιωμένα και μη εμπορεύσιμα, τα οποία αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν ή να τα υποτιμήσουν.
- Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν αφανή ελλείμματα και κατεστραμμένα εμπορεύματα, που εμφανίστηκαν λογιστικά και διαχειριστικά.
Οποια κι αν είναι η πραγματικότητα, η μείωση των αποθεμάτων από αυτές τις αιτίες ανατρέπει και την εικόνα της κυκλοφοριακής ταχύτητας των αποθεμάτων, όπως θα δούμε παρακάτω, και επομένως επηρεάζει αρνητικά και το περιθώριο μικτού κέρδους. Εδώ, σκόπιμο είναι να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες μας ότι στο συνολικό μικτό κέρδος εκμετάλλευσης (και στο αντίστοιχο ποσοστό % περιθωρίου που εμφανίζεται στον ισολογισμό) συμψηφίζονται το περιθώριο μικτού κέρδους, που επιτυγχάνει η επιχείρηση σαν διαφορά καθαρού κόστους αγοράς από τους προμηθευτές και πωλήσεων, καθώς και οι γνωστές μειώσεις των μικτών κερδών (εκπτώσεις και προσφορές στην πελατεία, δωρεάν προσφορές ειδών, φθορές, καταστροφές, κλπ.) και οι άγνωστες απώλειες (κλοπές πελατών, φυσική φύρα και λοιπές απομειώσεις των αποθεμάτων). Υπό αυτή την έννοια, το περιθώριο μικτού κέρδους, εκτός από τους παράγοντες που αναφέραμε στην ανάλυση του μικτού κέρδους, (δηλαδή το καθαρό κόστος αγορών από τους προμηθευτές και τις ανταγωνιστικές τιμές λιανικής πώλησης), διαμορφώνεται και από τις απομειώσεις (γνωστές και άγνωστες απώλειες). Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε τις γνωστές και άγνωστες απώλειες. Θα το επιχειρήσουμε σε άλλη ευκαιρία. Αλλά, μπορούμε να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το ποσό των γνωστών και άγνωστων απωλειών είναι τεράστιο σε απόλυτα μεγέθη και σε ποσοστό % των πωλήσεων κυμαίνεται από 3,50% έως και 4,50%. Οι μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες επιχειρήσεις προσδιορίζουν με σημαντική προσέγγιση το ποσό και το ποσοστό αυτό και το λαμβάνουν υπόψη στους υπολογισμούς και στις αναλύσεις τους. Αυτό αποτελεί μια σημαντική ιδιομορφία της διαχείρισης των αποθεμάτων και του μικτού κέρδους των σούπερ μάρκετ, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις οικονομικές αναλύσεις και στις φορολογικές ρυθμίσεις.
Κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων
Η κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων αυξήθηκε κατά 2,5%, από 5,54 το 1999, σε 5,68 το 2000, με σημαντικές διαφοροποιήσεις από εταιρεία σε εταιρεία. Τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις με τη μεγαλύτερη μείωση αποθεμάτων, όπως αναλύθηκε παραπάνω στο κεφάλαιο της ρευστότητας. Τη μεγαλύτερη κυκλοφοριακή ταχύτητα πέτυχαν, ενδεικτικά, οι επιχειρήσεις ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ (από 7,08 το 1999, σε 7,52 το 2000), η ΜΕΤΡΟ (από 7,53 το 1999, σε 7,74 το 2000), η ΜΑΣΟΥΤΗΣ (από 6,55 το 1999, σε 7,04 το 2000), η ΙΝΚΑ ΧΑΝΙΩΝ (από 10,27 σε 12,52) και ο ΓΑΛΑΞΙΑΣ (από 6,92 σε 9,75).
Ωστόσο και για τις επιμέρους επιχειρήσεις ισχύουν όσα αναφέρθηκαν στην ανάλυση του μέσου δείκτη κυκλοφοριακής ταχύτητας των αποθεμάτων. Σε ορισμένες επιμέρους περιπτώσεις ο δείκτης της κυκλοφοριακής ταχύτητας των αποθεμάτων δείχνει παραμορφωτικά την πραγματικότητα. Και τούτο διότι ο δείκτης αυτός προσδιορίζεται από τη σχέση των αποθεμάτων της 31ης Δεκεμβρίου (σε κόστος προ ΦΠΑ) διά του μέσου ημερήσιου κόστους των πωλήσεων (κόστος πωληθέντων προ ΦΠΑ διά 360). Αν μια επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της χρήσης, έχει ανοίξει καταστήματα σε διάφορες ημερομηνίες, τότε οι μέσες ημερήσιες πωλήσεις σε κόστος είναι μικρότερες των πραγματικών σε ετήσια βάση και ο δείκτης της κυκλοφοριακής ταχύτητας προσδιορίζεται μεγαλύτερος του πραγματικού. Ωστόσο, αν αυτό συμβαίνει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό σε κάποιες επιχειρήσεις, ο μέσος όρος εξομαλύνει τις διαφορές και διατηρεί τη συγκριτική του αξία. Εξάλλου, η μείωση των αποθεμάτων, παρά την ευεργετική επίδραση που επιφέρει στη ρευστότητα και στη μείωση των τόκων, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν αυτοσκοπός. Μείωση αποθεμάτων που συνοδεύεται από επιδείνωση των ελλείψεων των καταστημάτων όχι μόνο είναι επιζήμια, αλλά δημιουργεί αναπόφευκτα αλυσιδωτές παρενέργειες στην εικόνα του καταστήματος, αποδυναμώνει την πιστότητα του πελάτη και καθιστά δυσχερέστατη την εμπέδωση της φυσιογνωμίας του καταστήματος στο καταναλωτικό κοινό. Επομένως, η διαχείριση των αποθεμάτων και η επιδίωξη αύξησης της κυκλοφοριακής ταχύτητας πρέπει να γίνεται σε συνδυασμό της χρηματοοικονομικής δομής της επιχείρησης και του σωστού ανεφοδιασμού του καταστήματος.
Ο μέσος χρόνος πληρωμής των προμηθευτών παραμένει υψηλός
Ο δείκτης του μέσου χρόνου πληρωμής προμηθευτών, για τις συγκρίσιμες επιχειρήσεις, αυξήθηκε από 114,17 ημέρες το 1999 σε 118,09 ημέρες το 2000, σημειώνοντας μεταβολή κατά 3,92 ημέρες ή 3,4%.
Τη μεγαλύτερη θετική μεταβολή σε ημέρες από το 1999 στο 2000 (δηλαδή αύξησαν τα όρια πίστωσης) πέτυχαν οι επιχειρήσεις: ΑΤΛΑΝΤΙΚ (46,5), ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ (33,91), ΑΛΦΑ ΔΕΛΤΑ (32,2), DIA HELLAS (20,21), ΠΑΝΕΜΠΟΡΙΚΗ (18,17).
Τη μεγαλύτερη αρνητική μεταβολή σε ημέρες από το 1999 στο 2000 (δηλαδή μείωσαν τα όρια πίστωσης) παρουσίασαν οι επιχειρήσεις:
ΛΑΡΙΣΑ ΑΕΒΕ (-7), ΤΡΟΦΟ (-7,33), ΓΑΛΗΝΟΣ ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ (-8,77), ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ (-14,77), ΜΠΙΣΚΑ ΑΦΟΙ (-53,79),
Από τα στοιχεία του πίνακα προκύπτουν ορισμένες αξιοσημείωτες επισημάνσεις:
- Τη μεγαλύτερη πίστωση την έχουν αρκετές από τις μικρότερες επιχειρήσεις, από τις 31 του πίνακα, των μεγάλων αλυσίδων.
- Τη μεγαλύτερη θετική μεταβολή την έχουν μικρότερης εμβέλειας επιχειρήσεις.
- Αν λάβουμε υπόψη ότι σχεδόν στη συντριπτική πλειοψηφία όλες οι επιχειρήσεις ανήκουν σε κάποιο όμιλο, ή σε κάποια κοινοπραξία αγορών, και ότι το συνολικό περιθώριο μικτού κέρδους που επιτυγχάνουν και οι μικρότεροι του κλάδου δε διαφέρει “δραματικά” από το μικτό κέρδος των μεγάλων, τότε ανατρέπεται η εικόνα των “μεγάλων με τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα”. Οι δε προμηθευτές υπολογίζουν περισσότερο από ό,τι λέγεται για την αγοραστική δύναμη των κοινοπραξιών.
- Η τελευταία αυτή παρατήρηση είναι πολύ σημαντική, καθώς οι φήμες, οι εκτιμήσεις, οι προοπτικές και οι στρατηγικές των προμηθευτών, τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τείνουν στη μείωση του χρόνου πληρωμής, με αντιστάθμισμα την παροχή πρόσθετων εκπτώσεων. Μια εικόνα και μια πραγματικότητα που δεν επαληθεύεται από τα στοιχεία και που, αν υλοποιηθούν οι σχεδιασμοί των προμηθευτών, θα υπάρξουν μεγάλες ανατροπές.
Τα ίδια κεφάλαια μειώθηκαν κατά 17%
Η κεφαλαιακή διάρθρωση των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ δεν είναι καθόλου καλή και αυτό είναι γνωστό εδώ και χρόνια. Εν τούτοις, η εικόνα αυτή συντηρείται και μόλις τα τελευταία 1-2 χρόνια γίνεται κάποια προσπάθεια αλλαγής. Το 1999 οι 36 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου παρουσίασαν οριακή αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της τάξης του 1,84%. Το 2000 η υποχώρηση της κερδοφορίας και η εμφάνιση ζημιογόνων αποτελεσμάτων είχε οδήγησε στην επιδείνωση της κεφαλαιακής δομής των ισολογισμών, με αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων κατά 17,01% (μαζί με την CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ) και κατά 0,84% για τις 30 (επιχειρήσεις χωρίς την CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ).
Τα ίδια κεφάλαια των 31 επιχειρήσεων μειώθηκαν και σε ποσοστό του συνολικού παθητικού, από 21,78% το 1999, σε 16,53% το 2000.
Τα ίδια κεφάλαια των 30 επιχειρήσεων (εκτός της CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ) μειώθηκαν σε ποσοστό του συνολικού παθητικού, από 15,38% το 1999, σε 13,50% το 2000.
Επισημαίνεται η ιδιάζουσα περίπτωση της CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ. Η εταιρεία, η οποία προέκυψε από τη συγχώνευση των εταιρειών CARREFOUR ΕΛΛΑΣ ΑΕ, ΝΙΚΗ ΑΕ, ΥΠΕΡ-ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕΒΕ, ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Β. ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΕ, ΚΕΑΠ ΑΕ, CONTINENT HELLAS AE και ΕΤΑΒΙΚ ΑΕ, εμφάνισε ζημιές στον ισολογισμό του 2000 –9,5 δισ. δραχμές και συσσωρευμένες ζημιές που προέκυψαν από τους ισολογισμούς μετασχηματισμού της 30ής Ιουνίου 2000, -14,8 δισ., αρνητικές διαφορές τακτοποίησης κατά τη συγχώνευση -3,7 δισ., πλέον αναπροσαρμογή παγίων +2,2 δισ., συνολικές ζημίες -25,8 δισ.
Επίσης, η σχέση ιδίων κεφαλαίων προς πάγιο ενεργητικό είναι, το 1999, 1,77 και το 2000 3,13. Η δυσμενέστερη διαμόρφωση του δείκτη οφείλεται στη μείωση των ιδίων κεφαλαίων, όπως προαναφέρθηκε.
Ο μακροχρόνιος δανεισμός παρέμεινε σταθερός
Οπως είναι γνωστό και επιβεβαιώνεται και από τους ισολογισμούς του 2000, η επενδυτική επέκταση των επιχειρήσεων του κλάδου, η ανακαίνιση των καταστημάτων και η ανανέωση του πάγιου εξοπλισμού (το πάγιο ενεργητικό γενικά), χρηματοδοτείται κατά ένα μέρος από την ίδια ρευστότητα (κέρδη προ αποσβέσεων μείον οι φόροι) και ένα μέρος από βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Αυτό καθιστά δύσκαμπτη και ανελαστική τη χρηματοοικονομική διάρθρωση και είναι συχνές οι περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις του κλάδου αντιμετωπίζουν ενδημικά προβλήματα. Ετσι, σαν φυσικό επακόλουθο καταφεύγουν στην αύξηση των ημερών πίστωσης των προμηθευτών.
Τα τελευταία 2-3 χρόνια οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν συνειδητοποιήσει το πρόβλημα και έχουν κάνει θετικά βήματα αναδιάρθρωσης της κεφαλαιακής τους δομής. Ετσι, είτε χρηματοδοτούν τις επενδύσεις με μακροπρόθεσμο δανεισμό (υποκαθιστώντας ένα μέρος του βραχυπρόθεσμου δανεισμού για κεφάλαιο κίνησης), είτε συνάπτοντας χρηματοδοτικές μισθώσεις (Leasing). Επίσης, οι επιχειρήσεις είδαν ότι η επένδυση σε ακίνητα συσσώρευσε ένα κεφάλαιο που εμπορικά παρέμενε ανεκμετάλλευτο. Αυτό ώθησε σε μια στρατηγική αποπαγιοποίησης με χρηματοδοτικές μισθώσεις sale and lease buck. Η χρηματοδότηση της μορφής leasing δεν εμφανίζεται στους ισολογισμούς σε λογαριασμούς ουσίας, αλλά σε λογαριασμούς τάξης και επομένως δεν απεικονίζεται η πραγματική θέση.
Μεγάλη πτώση του δείκτη αποδοτικότητας
Ολοι οι παράγοντες που αναλύθηκαν και που επέδρασαν στη μείωση των κερδών, είχαν ως αποτέλεσμα ο δείκτης της αποδοτικότητας του ενεργητικού να παρουσιάσει αισθητή μείωση και από +3,28% το 1999 να φτάσει σε -0,86%.
Τις μεγαλύτερες αποδόσεις σε σχέση με το ενεργητικό πέτυχαν οι επιχειρήσεις: ΑΡΓΩ ΜΑΡΚΕΤ (17,11%), ΠΕΝΤΕ (9,80%), ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ (7,03%), ΓΟΥΝΤΣΙΔΗΣ (6,55%), ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ (5,32%), ΜΕΤΡΟ (4,01%), ΑΤΛΑΝΤΙΚ (3,48%), και ΜΑΣΟΥΤΗΣ Δ. (3,35%).
Στην έκδοση παρουσιάζονται αναλυτικοί πίνακες των ισολογισμών (δραχμικά μεγέθη, δείκτες και ποσοστά αλλαγών).