Η βιομηχανία τροφίμων-ποτών κατέχει κυρίαρχη θέση και στην ελληνική μεταποίηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, αποτελεί τον κλάδο με την υψηλότερη συμβολή σε όλα τα βασικά μεγέθη της μεταποίησης, όπως πωλήσεις, προστιθέμενη αξία, αριθμός επιχειρήσεων και απασχόληση. Καλύπτει το 24% του κύκλου εργασιών, κατέχει το 25% των συνολικών κεφαλαίων, παράγει το 22% της συνολικής προστιθέμενης αξίας και απασχολεί πάνω από το 23% των απασχολουμένων στο σύνολο του μεταποιητικού τομέα. Οι επιχειρήσεις του κλάδου υπερβαίνουν σε αριθμό το 20% του συνόλου των βιομηχανικών επιχειρήσεων.

Η βιομηχανική παραγωγή του εγχώριου κλάδου τροφίμων-ποτών φαίνεται να ακολουθεί γενικά τις τάσεις του αντίστοιχου ευρωπαϊκού. ‘Ετσι, η πορεία της παραγωγικής δραστηριότητας το 2007 ήταν σημαντικά ανοδική, όπως άλλωστε και στο σύνολο της μεταποίησης. Ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής άγγιξε το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών και τις 111,0 μονάδες (2000=100).

Επενδύσεις

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας επενδύσεων Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2007 του ΙΟΒΕ, οι επιχειρήσεις του κλάδου τροφίμων-ποτών εκτιμούν ότι οι επενδυτικές τους δαπάνες το 2007 μειώθηκαν κατά 2,1% έναντι του προηγούμενου έτους (η αντίστοιχη εκτίμηση για το 2006 αναφερόταν σε μείωση επενδύσεων της τάξης του 2,3%). Για το 2008 οι προβλέψεις των επιχειρήσεων τροφίμων αναφέρονται σε υποχώρηση των συνολικών επενδύσεων κατά 2,7%.

Διαρθρωτικά, ωστόσο, η κατεύθυνση των επενδύσεων που πραγματοποιούνται δείχνει ότι η πορεία αναδιάρθρωσης της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων-ποτών, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό των μονάδων και την εισαγωγή νέων προϊόντων στην αγορά, συνεχίζεται: το 2008 προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των επενδύσεων με σκοπό τη διεύρυνση της παραγωγικής δυναμικότητας για την παραγωγή νέων προϊόντων. Επίσης, αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά οι επενδυτικές δαπάνες για την εισαγωγή νέων μεθόδων παραγωγής, καθώς και εκείνες που αφορούν σε επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την ασφάλεια των προϊόντων.

Ως προς τους παράγοντες που επηρεάζουν θετικά τις επενδύσεις, η προσδοκώμενη βελτίωση της ζήτησης και οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι που ωθούν κυρίως τις επιχειρήσεις σε εκσυγχρονισμό των μονάδων παραγωγής, ενώ ακολουθούν τα κέρδη, αλλά και τα εκάστοτε κίνητρα για επενδύσεις (μέσω, πχ, αναπτυξιακών νόμων). Τέλος, για το 2008, η έκθεση προβλέπει πως η επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων τροφίμων-ποτών θα εξελιχθεί θετικά υπό την επίδραση της φορολογίας των κερδών και γενικότερα της οικονομικής πολιτικής.

Τιμές

Η επιβράδυνση των τιμών παραγωγού των τροφίμων-ποτών κατά μέσο όρο στη μεταποίηση το 2007, σε σχέση με το 2006, όπως καταγράφεται στον επίσημο Δείκτη Τιμών Παραγωγού που δημοσιεύει η ΕΣΥΕ, αποδίδεται από την μελέτη εξ ολοκλήρου στη σημαντική πτώση των τιμών χονδρικής των «ζωικών και φυτικών ελαίων και λιπών», που αποτελεί τον υποκλάδο με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στη διαμόρφωση του Δείκτη Τιμών Παραγωγού του κλάδου των τροφίμων και ποτών, καθώς στους υπόλοιπους υποκλάδους καταγράφεται αύξηση τιμών.

“Ο σημαντικότερος ίσως παράγων που επηρεάζει τις τιμές των τροφίμων-ποτών”, αναφέρεται χαρακτηριστικά, “είναι το κόστος των πρώτων υλών και ειδικότερα των γεωργικών προϊόντων. Από τη σύγκριση της εξέλιξης των τιμών παραγωγού του κλάδου τροφίμων-ποτών με τις τιμές εκροών του πρωτογενή τομέα, προκύπτει ότι την περίοδο 1996-2003 η αύξηση των τιμών της πρωτογενούς παραγωγής ήταν γενικά ταχύτερη από εκείνη των τιμών παραγωγού του κλάδου τροφίμων-ποτών. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι μέρος της μεταβολής των τιμών των γεωργικών προϊόντων απορροφάται τελικά από τη βιομηχανία και δε μεταπηδά στους καταναλωτές. Η σχέση αυτή αντιστρέφεται το 2004, κυρίως λόγω της τεχνικής αλλαγής του δείκτη και της σημαντικής ανόδου της τιμής του παρθένου ελαιόλαδου. Το 2005, όμως, με την πτώση των τιμών παραγωγού «παρασκευασμένων και διατηρημένων φρούτων και λαχανικών», επανέρχεται η μακροχρόνια τάση, και οι τιμές τροφίμων-ποτών αυξάνονται βραδύτερα από τις τιμές γεωργικών προϊόντων.

Το 2006 η άνοδος των τιμών των τροφίμων-ποτών ήταν της τάξης του 6,4%, ενώ οι τιμές των γεωργικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 5,8%. Συνολικά, το 2007 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών των γεωργικών προϊόντων ήταν οριακά μικρότερος απ’ ό,τι στις τιμές του συνόλου των μεταποιημένων προϊόντων (2,5% έναντι 2,9%), ενώ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι τιμές των τροφίμων και ποτών ήταν χαμηλότερες σε σχέση με το 2006.

‘Οσον αφορά στη σχέση των τιμών παραγωγού τροφίμων-ποτών και των αντίστοιχων λιανικών τιμών στην εγχώρια αγορά, διαπιστώνεται αντίθετη τάση τους πρώτους οκτώ μήνες του 2007, καθώς ο μεν πρώτος μειώνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,5%, ο δε δεύτερος αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό. Από τον Αύγουστο και μέχρι το τέλος του έτους, οι τιμές χονδρικής (εγχώρια αγορά) των τροφίμων επανέρχονται σε αυξητική τάση, με βραδύτερο όμως ρυθμό απ’ ό,τι αυξάνονται οι τιμές λιανικής (3,8% κατά μέσο όρο έναντι 4,4%)”.

Απασχόληση

Αναλύοντας τα στοιχεία της ‘Ερευνας Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ για τη βιομηχανία τροφίμων-ποτών, η μελέτη διαπιστώνει σχετικά με την απασχόληση στον κλάδο πως “μειώθηκε το 2003 και το 2004. Η εικόνα αλλάζει το 2005, και η απασχόληση σημειώνει άνοδο της τάξης του 5,7%, ενώ ανοδική ήταν η τάση και το 2006 (+3,9%), έστω και με βραδύτερο ρυθμό απ’ ό,τι το 2005. Τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2007, η απασχόληση μειώθηκε κατά μέσο όρο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2006, εξέλιξη που αφορά κυρίως τους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό και τους βοηθούς των οικογενειακών επιχειρήσεων. Οι μισθωτοί του κλάδου μειώθηκαν μόνο οριακά σε σύγκριση με το 2006″.

Χρηματοοικονομική απεικόνιση

Από τη συνολική ανάλυση των δημοσιευμένων ισολογισμών της χρήσης 2005, για 1.467 επιχειρήσεις ΑΕ και ΕΠΕ της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών, η μελέτη διαπιστώνει “σημαντική διαφοροποίηση της χρηματοοικονομικής εικόνας του κλάδου σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Ο κύκλος εργασιών διευρύνεται περίπου στα 10,5 δισ. ευρώ με τα μικτά κέρδη να αυξάνονται κατά 2,6% (σαφώς βραδύτερα σε σχέση με το 2004), ενώ τα καθαρά κέρδη υποχωρούν στα 518,5 εκατ. ευρώ. Τα ίδια κεφάλαια αυξάνονται κατά 1,6%, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις σχεδόν επταπλασιάζονται σε σχέση με το 2004, παρουσιάζοντας διόγκωση της τάξεως του 22,1%. Από πλευράς διάρθρωσης, ο κλάδος φαίνεται να εξασφαλίζει ελαφρώς ικανοποιητικότερους όρους δανεισμού το 2005, και έτσι το 64,9% των συνολικών υποχρεώσεών του αποτελείται από βραχυπρόθεσμα δανειακά κεφάλαια (71,6% το 2004)”.

Στην μελέτη υπάρχει εκτενής αναφορά και στη συγκέντρωση του κλάδου τροφίμων και ποτών. Μεταξύ άλλων, τονίζεται ότι “από πλευράς ενεργητικού μία επιχείρηση συγκεντρώνει το 17,5% των συνολικών στοιχείων, όταν το αντίστοιχο μερίδιο της δεύτερης σε ενεργητικό επιχείρησης είναι μόλις 4,6%. Από πλευράς πωλήσεων, η ίδια επιχείρηση κατέχει πάλι την πρώτη θέση, πραγματοποιώντας το 5,5% των συνολικών πωλήσεων, ενώ μαζί με τις υπόλοιπες εννέα μεγαλύτερες σε πωλήσεις επιχειρήσεις του κλάδου σημειώνουν πάνω από το 26% των συνολικών εσόδων. Τέλος, το 2005, από πλευράς καθαρών αποτελεσμάτων, οι 3 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις του κλάδου συγκεντρώνουν το 54% των συνολικών καθαρών κερδών του κλάδου”.

Οριακή αύξηση των καθαρών κερδών

Σε ό,τι αφορά στις εκτιμήσεις για την μελλοντική πορεία των οικονομικών δεικτών, η μελέτη αναφέρει: “Οι πρώτες τάσεις για το έτος 2007 διερευνούνται μέσα από τα στοιχεία 9μήνου 17 εισηγμένων εταιριών στο ΧΑΑ, οι οποίες κατά την περίοδο σύνταξης της παρούσας έκθεσης είχαν δημοσιεύσει σχετικά αποτελέσματα. Από την ανάλυση παρατηρείται μία γενική επιδείνωση των αριθμοδεικτών του δείγματος, γεγονός που προβληματίζει χωρίς όμως να αποτελεί συμπέρασμα που μπορεί να έχει αναγωγή στο σύνολο της αγοράς. Ενώ ο κύκλος εργασιών και τα μικτά κέρδη αυξάνονται σημαντικά, τα καθαρά κέρδη παρουσιάζουν οριακή αύξηση υποδεικνύοντας πιθανόν μη αποδοτική διαχείριση κόστους και λειτουργικών εξόδων από μέρους των επιχειρήσεων. Η αύξηση των συνολικών κεφαλαίων προέρχεται κυρίως από την αύξηση των
ιδίων (κατά 6,85%) και λιγότερο από τα δανειακά κεφάλαια (4,72%). ‘Ετσι, η δανειακή επιβάρυνση υποχωρεί το 2007. Στους υπόλοιπους αριθμοδείκτες τα περιθώρια κέρδους συρρικνώνονται (μικτό και καθαρό). Επιπρόσθετα, οι αποδοτικότητες ενεργητικού και ιδίων κεφαλαίων υποχωρούν, και μόνο οι αντίστοιχες ταχύτητες κυκλοφορίας σημειώνουν άνοδο”.