«Ο επίσημος έλεγχος των τροφίμων είναι ενιαίος και δεν τεμαχίζεται, υπηρετώντας σκοπιμότητες, συντεχνίες και μηχανισμούς. Θεωρώ ιδιαίτερα κρίσιμο η κυβέρνηση με παρέμβασή της να βάλει κάθε κατεργάρη στον πάγκο του…», τονίζει με συνέντευξή του στο σελφ σέρβις ο κ. Ιωάννης Τσιάλτας, πρόεδρος του ΕΦΕΤ, απαντώντας στις ηγεσίες των υπουργείων Υγείας και Οικονομίας, που, όπως αναφέρει, σχεδιάζουν νομοθετικές παρεμβάσεις, που διασπούν την ενιαία μορφή και λογική των ελέγχων του ΕΦΕΤ.
Η ασφάλεια των τροφίμων καλύπτεται από τη νομοθεσία με τρόπο σφαιρικό και πλήρη για όλον τον αγροδιατροφικό τομέα «από το αγρόκτημα στο τραπέζι του καταναλωτή», εξηγεί ο κ. Τσιάλτας. Αναφερόμενος στις ελλείψεις πόρων και προσωπικού του ΕΦΕΤ, δηλώνει πως «με την αλλαγή των δομών και του τρόπου λειτουργίας όλων των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα θα καλυφθούν οι όποιες ελλείψεις».
σελφ σέρβις: Πρόθεση του νομοθέτη που θεσμοθέτησε τον ΕΦΕΤ ήταν να θέσει υπό την ευθύνη του φορέα το συνολικό έλεγχο των τροφίμων. Έχει επιτευχθεί ο στόχος αυτός;
Ιωάννης Τσιάλτας: Με αφορμή τις μεγάλες διατροφικές κρίσεις της δεκαετίας του ’90, η πολιτεία ίδρυσε με τον Ν.2741/99 τον ΕΦΕΤ ως ΝΠΔΔ με συνολική και αποκλειστική ευθύνη τη διαχείριση του τομέα των τροφίμων, με την αντίστοιχη κατάργηση των σχετικών αρμοδιοτήτων όλων των άλλων υπουργείων, φορέων και υπηρεσιών, ώστε να αντιμετωπιστούν οριστικά τα φαινόμενα της πολυνομίας, της πολυδιάσπασης των αρμοδιοτήτων και του κατακερματισμού των ελεγκτικών μηχανισμών. Ο ΕΦΕΤ άλλαξε τα δεδομένα στον τομέα της οργάνωσης και υλοποίησης των προγραμμάτων ελέγχου τροφίμων. Καθιέρωσε το σύστημα επισήμων ελέγχων τροφίμων στην χώρα. Υποστήριξε τον ρόλο του ως κεντρική αρμόδια αρχή με νομοθετικές πρωτοβουλίες, οργάνωση και συντονισμό των ελέγχων, εκπαίδευση των επιθεωρητών-ελεγκτών και ενημέρωση των επιχειρήσεων τροφίμων και των καταναλωτών.
Και ενώ θεωρούσαμε ότι σταδιακά οδεύουμε στην ενοποίηση του συστήματος επισήμων ελέγχων στα τρόφιμα υπό την ευθύνη του ΕΦΕΤ, δυστυχώς από διάφορες πλευρές, ιδίως από το Υπουργείο Υγείας πρόσφατα, αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες που αντιμάχονται ευθέως την επίτευξη αυτού του στόχου. Αποκορύφωμα είναι η έκδοση Υπουργικής Απόφασης του Υπουργείου Υγείας, αν και δεν είναι αρμόδια αρχή και δεν έχει καμία νομιμοποιητική και εξουσιοδοτική βάση, με την οποία επιχειρεί να ρυθμίσει θέματα λειτουργίας των επιχειρήσεων τροφίμων και ελέγχου τους. Παράλληλα, το Υπουργείο Οικονομίας προωθεί σχέδιο νόμου για τον συντονισμό και την εποπτεία των ελέγχων σε διάφορους τομείς, μεταξύ άλλων και των τροφίμων. Αυτά ουδόλως συμβάλουν στην ενιαία και αποτελεσματική παρέμβαση του δημόσιου τομέα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων –για να μη μιλήσουμε για την εικόνα που θα εμφανίσει η χώρα στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από τις οποίες ελέγχεται, και την οποία εικόνα με τόσο κόπο τα τελευταία χρόνια έχουν οικοδομήσει ο ΕΦΕΤ και οι άλλες αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) σε διεθνές επίπεδο, με πολύ καλά μέχρι στιγμής αποτελέσματα. Επομένως, διαπιστώνουμε ότι σε πορεία επίτευξης του στόχου θα παραμείνουμε, αν επικρατήσει η κοινή λογική και συγκρατηθούν οι διάφορες συντεχνίες και μηχανισμοί…
ΈΛΛΕΙΨΗ ΠΟΡΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
σ. σ.: Λόγω κρίσης ο δημόσιος τομέας έχει περιορίσει τις δαπάνες του. Πόσο έχει επηρεαστεί η δράση του ΕΦΕΤ από τις σχετικές περικοπές;
Ι. Τ.: Τα διατιθέμενα από το ΥΠΑΑΤ στον ΕΦΕΤ κονδύλια είναι αρκετά περιορισμένα για να μπορέσει να αναπτύξει πλήρως τις δράσεις που απορρέουν από την προσπάθεια εκπλήρωσης του ρόλου του. Εν τούτοις, χάρις στην υπερπροσπάθεια των υπαλλήλων του ΕΦΕΤ, την ευρύτερη συνεργασία με τις λοιπές υπηρεσίες του ΥΠΑΑΤ, την καλή οργάνωση, την αποτελεσματική δράση και κινητοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών των περιφερειών με τη συντονιστική δράση του ΕΦΕΤ, περιορίζονται οι αρνητικές συνέπειες. Θεωρώντας, όμως, ότι η περιορισμένη διάθεση οικονομικών πόρων και προσωπικού στον δημόσιο τομέα θα συνεχιστεί, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος είναι η αλλαγή δομών και τρόπου λειτουργίας όλων των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα. Έτσι, με την αναπόφευκτη μείωση των δαπανών και την ορθολογική αξιοποίηση του υφιστάμενου αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού θα αντιμετωπιστεί σε πρώτη φάση το πρόβλημα.
σ. σ.: Από άποψη στελέχωσης τι κενά υπάρχουν στον μηχανισμό του φορέα;
Ι. Τ.: Ο φορέας έχει πανελλαδική εμβέλεια. Ορισμένες από τις προβλεπόμενες περιφερειακές διευθύνσεις του δεν έχουν ακόμα δημιουργηθεί. Οι ελεγκτικές ανάγκες των ετήσιων προγραμμάτων καλύπτονται ως ένα βαθμό από τις όμορες διευθύνσεις του ΕΦΕΤ ή από τις αντίστοιχες υπηρεσίες των Περιφερειακών Ενοτήτων. Υπάρχει, όμως, αρκετός δρόμος που πρέπει να διανύσουμε σχετικά και δυστυχώς η βοήθεια που μας παρέχει το ΥΠΑΑΤ, που είναι εποπτεύον υπουργείο, είναι από ασήμαντη έως αρνητική. Προς το παρόν όλοι μένουν στα καλά λόγια, ενώ στην πράξη εμποδίζεται η στοιχειώδης εξέλιξη της ανάπτυξης του φορέα. Ο ΕΦΕΤ, σε αντίθεση με τις υπηρεσίες άλλων υπουργείων και φορέων, υποστηρίζει τον τομέα των τροφίμων σε πολυεπιστημονική βάση και η σύνθεση του προσωπικού του είναι ανάλογη. Τα κενά εντοπίζονται σε όλους τους κλάδους, αλλά κατά κύριο λόγο στους κτηνιάτρους.
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΜΕΣΟ ΟΡΟ
σ. σ.: Υστερούμε ως χώρα στον τομέα της ασφάλειας τροφίμων έναντι άλλων ευρωπαϊκών αγορών;
Ι. Τ.: Η αυθόρμητη απάντησή μου είναι ότι βρισκόμαστε αρκετά πάνω απ` τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σημαντική δουλειά με τις άλλες υπηρεσίες του ΥΠΑΑΤ και το σύστημα των επισήμων ελέγχων για την ασφάλεια των τροφίμων εμφανίζει σημαντική πρόοδο, που ανακλάται στις εκθέσεις των υπηρεσιών της ΕΕ, από τις οποίες ελεγχόμαστε συστηματικά. Δυστυχώς αυτή τη θετική εξέλιξη προσπαθούν να διακόψουν με διάφορα προσχήματα διάφοροι ανεγκέφαλοι άλλων υπουργείων, με την ακούσια –θέλω να πιστεύω– σύμπλευση των πολιτικών ηγεσιών τους, ιδιαίτερα του Υπουργείου Υγείας, επιχειρώντας να αναλάβουν αποφασιστικό ρόλο στα τρόφιμα. Θεωρώ ιδιαίτερα κρίσιμο στη φάση αυτή η κυβέρνηση, με σχετική απόφασή της, να βάλει κάθε κατεργάρη στον πάγκο του…
σ. σ.: Πόσο ασφαλείς μπορεί να αισθάνονται οι Έλληνες για τα τρόφιμα που καταναλώνουν;
Ι. Τ.: Ο ΕΦΕΤ επεξεργάζεται με επιστημονικό τρόπο κάθε χρόνο όλα τα δεδομένα από τους ελέγχους, τη διαχείριση του ευρωπαϊκού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης, τις καταγγελίες των καταναλωτών, τα στοιχεία που η ευρωπαϊκή αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων (EFSA) προβάλει και, με ανάλυση της επικινδυνότητας, οδηγείται σε ετήσιο πρόγραμμα ελέγχων, που αφορά τόσο στις επιχειρήσεις τροφίμων όσο και τα ίδια τα τρόφιμα, αναφορικά με τους κινδύνους που πιθανώς περιέχουν για τους καταναλωτές. Όλα αυτά οδηγούν σε πολλές χιλιάδες ελέγχους –περί τις 10.000 το χρόνο για τις επιχειρήσεις και 2.500-3.000 εργαστηριακούς ελέγχους για τα προϊόντα– που λειτουργούν σαν ομπρέλα προστασίας στο σύστημα παραγωγής, διακίνησης, διάθεσης και κατανάλωσης τροφίμων στη χώρα. Τηρουμένων των αναλογιών και παρά την κρίση που διαρκεί, θα έλεγα ότι το επίπεδο είναι μάλλον ικανοποιητικό. Υπάρχουν, βέβαια, τα φαινόμενα των δόλιων πρακτικών και της νοθείας, καθώς και των συστηματικών «ελληνοποιήσεων», που προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε με τη συνέργεια άλλων υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ και άλλων φορέων, με ελπιδοφόρα μέχρι στιγμής αποτελέσματα.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
σ. σ.: Ποια είναι τα επίπεδα παραβατικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, βάσει των απολογιστικών σας στοιχείων;
Ι. Τ.: Το 2016 οι επιθεωρητές του ΕΦΕΤ πραγματοποίησαν 9.963 ελέγχους σε όλες τις κατηγορίες επιχειρήσεων τροφίμων με συχνότητα που υπαγορεύεται από ανάλυση επικινδυνότητας. Οι 7.417 τακτικοί έλεγχοι ανήλθαν στο 74,5% των διενεργηθέντων ελέγχων, η διαχείριση έκτακτων περιστατικών, 530 σε αριθμό, ανήλθε στο 5,3% και οι 2.016 επανέλεγχοι στο 20,2%. Οι έλεγχοι διενεργήθηκαν κατά 16,3% σε παρασκευαστές-συσκευαστές, 5,6% στην αποθήκευση και μεταφορά τροφίμων, 28,2% στο λιανικό εμπόριο, 32,2% σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και 17,8% σε παρασκευαστές που πωλούν λιανικώς. Μη συμμορφώσεις διαπιστώθηκαν σε 401 επιχειρήσεις ή στο 4,6% του δείγματος και υιοθετήθηκαν μέτρα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης. Παράλληλα προγραμματίστηκαν, οργανώθηκαν, συντονίστηκαν και εποπτεύθηκαν 28 προγράμματα παρακολούθησης παραγόντων ασφάλειας/ποιότητας τροφίμων και προγράμματα δειγματοληψίας και ανάλυσης, που αφορούσαν σε 2.278 προγραμματισμένους εργαστηριακούς ελέγχους. Τα ποσοστά των μη συμμορφώσεων κυμάνθηκαν στα ίδια περίπου επίπεδα.