Στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, στην πανδημία, στο κόστος παραγωγής και στον υψηλό ΦΠΑ αποδίδει η πλειονότητα των καταναλωτών τις ανατιμήσεις στην Ελλάδα, ενώ η χώρα συνεχίζει να διατηρεί ικανοποιητική θέση σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους στις τιμές λιανικής, σύμφωνα με πρόσφατη σχετική έκθεση του ΙΕΛΚΑ. Αναφορικά με τις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, η έκθεση διαπιστώνει την συνέχεια της αποθαρρυντικής καταγραφής των ανατιμητικών εξελίξεων από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών.

Όπως επισημαίνεται, ο σχετικός δείκτης τον Ιανουάριο έφτασε τις 135,7 μονάδες, αυξημένος κατά 32% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 και κατά 19% σε σχέση με τον Ιανουάριο 2021. Όλοι οι επιμέρους δείκτες παρουσιάζουν αύξηση τιμών (κρέας 17%, γαλακτοκομικά 19%, δημητριακά 12%, έλαια 34%, ζάχαρη 20%). Εξάλλου, σύμφωνα με την έρευνα καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο, κατά το 53% οι καταναλωτές αποδίδουν τις ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών και ακολουθούν στις αξιολογήσεις τους η πανδημία (32%), τα κόστη της βιομηχανικής παραγωγής (28%), η φορολογία ΦΠΑ (27%) και τα κόστη λιανικής διάθεσης (22%).

Επίσης, στην έκθεση επισημαίνεται ότι στο grocery price index, στη βάση δεδομένων του numbeo, ο οποίος παρέχει ενδείξεις αναφορικά με το επίπεδο των τιμών τροφίμων και ειδών παντοπωλείου ανά χώρα σε όλους τους τύπους καταστημάτων, βάσει των στοιχείων του 2021, σε σύνολο 175 πόλεων της ΕΕ, πέντε ελληνικές πόλεις βρίσκονται: στην 107η θέση η Αθήνα, στην 120η η Θεσσαλονίκη, στην 109η το Ηράκλειο, στην 129η η Πάτρα και στην 132η η Λάρισα, έχοντας χαμηλότερη τιμή από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 9%, 16%, 11%, 19% και 21% αντίστοιχα. Συνολικά η Ελλάδα στον συγκεκριμένο δείκτη βρίσκεται στην 15η θέση ανάμεσα στις 26 χώρες, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι τρεις ακριβότερες χώρες της ΕΕ είναι το Λουξεμβούργο, η Γαλλία και η Δανία και οι τρεις φθηνότερες χώρες, η Ρουμανία, η Πολωνία και η Βουλγαρία.