Πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, για τη διακύμανση των τιμών λιανικής στα FMCG προϊόντα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2010, πιστοποιεί ότι τα σούπερ μάρκετ και οι προμηθευτές τους κάνουν σοβαρές προσπάθειες μείωσης και συγκράτησης των τιμών τους, παρά τις συνεχείς αυξήσεις του ΦΠΑ.
Ειδικότερα, η μελέτη, που βασίστηκε στα πρωτογενή δεδομένα του Παρατηρητηρίου Τιμών (www.e-prices.gr), περιλαμβάνει την ανάλυση 1.090 κωδικών προϊόντων, για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία για την εξέλιξη των τιμών τους σε όλο το 12μηνο, και 63 υποκατηγοριών προϊόντων (σύνολο 547 κωδικοί), με πλήθος τουλάχιστον 5 κωδικών ανά υποκατηγορία.
Ο σταθμισμένος δείκτης τιμών που προκύπτει (1.038 κωδικοί, χωρίς τα οινοπνευματώδη) παρουσίασε μικρή αύξηση το 2010 της τάξης του 0,79%. Αν, ωστόσο, υπολογιστεί η εξέλιξη των τιμών χωρίς τις αυξήσεις του ΦΠΑ, ο γενικός δείκτης παρουσιάζει μεταξύ Ιανουαρίου και Δεκεμβρίου μείωση 1,61%. Ειδικοί της αγοράς εκτιμούν ότι, αν η ανάλυση λάβαινε υπόψη και τις περιοδικές προσφορές-εκπτώσεις του λιανεμπορίου, τα τελικά αποτελέσματα θα ήταν περίπου κατά 1%-2% χαμηλότερα. Άρα η πραγματική μείωση τιμών το 2010 κυμάνθηκε μεταξύ 2,5%-3,5%.
Περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων του Παρατηρητηρίου Τιμών έδειξε ότι, εφόσον αφαιρεθούν οι αυξήσεις του ΦΠΑ, οι τιμές πέρυσι μειώθηκαν στο 58% των προϊόντων. Μάλιστα, στο 77% των προϊόντων η εξέλιξη των τιμών κυμάνθηκε χαμηλότερα από τον πληθωρισμό (4,79% το 2010).
Η πτωτική τάση στις τιμές διαπιστώνεται και όταν τα αποτελέσματα εξετάζονται σε επίπεδο κατηγοριών προϊόντων αντί συνόλου κωδικών. Στις 63 κατηγορίες που εξετάστηκαν (100%) στο 52% διαπιστώθηκε μείωση της μέσης τιμής, ενώ στο 95% διακύμανση της μέσης τιμής χαμηλότερα του πληθωρισμού. Χωρίς τις αυξήσεις του ΦΠΑ, κατά το 79% οι προϊοντικές υποκατηγορίες κινήθηκαν πτωτικά όσον αφορά στις τιμές, με ποσοστιαία μείωση του σχετικού δείκτη μέσων τιμών 3% για το έτος.
Τα δεδομένα από την ανάλυση της διακύμανσης τιμών για τον Δεκέμβριο του 2010 (η μέση διαφορά μέγιστης-ελάχιστης τιμής είναι 59,35% στις κατηγορίες που αναλύονται) έδειξαν ότι ο καταναλωτής είχε πρόσβαση σε ένα μεγάλο εύρος τιμών στα καταστήματα του κλάδου, ίδιων του επιπέδου του ανταγωνισμού που επικρατεί σε αυτόν.