Στο «…και πέντε» θα κληθεί η αγορά να εφαρμόσει τα συστήματα ιχνηλασίας των τροφίμων, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο που θα τεθεί σε ισχύ από 1/1/2005. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την καθυστέρηση βαρύνει την πολιτεία, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει καθοδηγήσει τις επιχειρήσεις ώστε να ανταποκριθούν στις νέες υποχρεώσεις τους. Οι επιχειρήσεις του οργανωμένου λιανεμπορίου στην πλειονότητά τους δεν έχουν καν σχεδιάσει τις αναγκαίες -και δυσβάστακτες- επενδύσεις για την εφαρμογή των σχετικών συστημάτων, ενώ στελέχη τους προϊδεάζουν ότι η ιχνηλασία στην πράξη είναι ανεφάρμοστη. Πάντως ο ΕΦΕΤ φέρεται διατεθειμένος να τους δώσει μιαν άτυπη περίοδο χάριτος ώστε να προετοιμαστούν κατάλληλα.
Στο «…και πέντε» θα κληθεί η αγορά να εφαρμόσει τα συστήματα ιχνηλασίας των τροφίμων, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο που θα τεθεί σε ισχύ με την έναρξη του νέου έτους. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την καθυστέρηση βαρύνει την πολιτεία, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει καθοδηγήσει τις επιχειρήσεις ώστε να ανταποκριθούν στις νέες υποχρεώσεις τους. Τα περισσότερα προβλήματα εντοπίζονται στο λιανεμπόριο, ενώ η βιομηχανία κατά το μεγαλύτερο μέρος της φαίνεται ότι είναι ήδη κατάλληλα προετοιμασμένη.
Γεγονός πάντως είναι ότι από την 1η Ιανουαρίου του 2005 τα τρόφιμα δεν θα ιχνηλατούνται μέχρι και τον τελικό καταναλωτή, όπως προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία. Ειδικότερα, ο κανονισμός 178/2005 της ΕΕ καθιερώνει και στην ελληνική αγορά νέες αυστηρότερες διαδικασίες για τη διασφάλιση της ποιότητας των τροφίμων, μέσω της εφαρμογής συστημάτων καταγραφής όλων των δεδομένων ταυτότητας των προϊόντων, που προστίθενται από την παραγωγή έως και τη διάθεσή τους στην κατανάλωση. Με την εφαρμογή των συστημάτων ιχνηλασίας, όπως ορίζονται από τον Κανονισμό, επιδιώκεται η ανά πάσα στιγμή ανάκτηση κάθε πληροφορίας για όλα τα στάδια της παραγωγής, διακίνησης, αποθήκευσης και πώλησης των τροφίμων, ώστε να αντιμετωπίζονται με αποτελεσματικότητα τυχόν διατροφικές κρίσεις εντός των συνόρων της ΕΕ, αλλά και να υποστηρίζονται οι επιχειρήσεις στη διαχείριση των προϊόντων τους.
Το πιο ευαίσθητο πεδίο εφαρμογής των συστημάτων ιχνηλασιμότητας αφορά τον τομέα του βόειου κρέατος, στο οποίο οι σχετικές εφαρμογές προωθήθηκαν αμέσως μετά την «κρίση των τρελών αγελάδων». Τώρα η υποχρέωση μέριμνας για την ιχνηλασιμότητα επεκτείνεται και στις άλλες κατηγορίες τροφίμων, οπότε επιδιώκεται η δημιουργία ενός πλαισίου δεσμών μεταξύ των διαφόρων κύκλων της τροφικής αλυσίδας, ανά προϊόν. Ένα σημαντικό πεδίο εφαρμογής των συστημάτων αυτών αφορά τον έλεγχο των τροφίμων για την ύπαρξη γενετικά τροποποιημένων ουσιών, ζήτημα το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την πολιτεία, την επιχειρηματική κοινότητα όπως επίσης και το καταναλωτικό κίνημα.
Λόγοι καθιέρωσης συστημάτων ιχνηλασιμότητας
Όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, ο βασικότερος ίσως λόγος για την εγκατάσταση ενός συστήματος ιχνηλασίας είναι ο προσδιορισμός και η καταγραφή των ουσιών που εμπεριέχονται σε ένα τρόφιμο σε κάθε φάση της διακίνησής του, ώστε να περιορίζεται στο ελάχιστο ο χρόνος αναγνώρισης, εντοπισμού και απομόνωσης πιθανών κινδύνων. Σε περιπτώσεις τροφοδηλητηριάσεων η ταχύτατη διακίνηση της πληροφορίας συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση των πιθανών κινδύνων.
Στον παραγωγικό τομέα οι επιχειρήσεις επενδύουν ήδη σημαντικά κεφάλαια ώστε να εξασφαλίσουν ότι τα προϊόντα τους δεν θα συσχετιστούν με κανέναν κίνδυνο, αφού οι κωδικοποιημένες πληροφορίες αποτελούν τη βάση για την ταυτοποίηση των τροφίμων και κατά συνέπεια την άμεση λήψη μέτρων για τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό κάθε πιθανότητας κινδύνου. Επιπλέον, η ιχνηλασιμότητα στα τρόφιμα λειτουργεί ως προϋπόθεση για την εφαρμογή συστημάτων ελέγχου ποιότητας, όπως τα HACCP, ή τυποποιημένων μεθόδων λειτουργίας, όπως τα SOP.
Ένας δεύτερος λόγος για την καθιέρωση της ιχνηλασιμότητας είναι η διαφοροποίηση των τροφίμων με ιδιαίτερες ιδιότητες, σε ό,τι αφορά τη σύνθεσή τους ή την παραγωγή τους. Έτσι, η χρήση ενός προηγμένου συστήματος ιχνηλασίας αποτελεί κύρια προϋπόθεση για τη διακίνηση αγαθών που ικανοποιούν διαφορετικές διατροφικές ή οργανοληπτικές επιθυμίες των καταναλωτών. Η ιχνηλασιμότητα, τέλος, συμβάλλει και στην ορθολογική διαχείριση των προμηθειών της παραγωγής, αλλά και των πωλήσεων, μέσω των bar codes που αποτυπώνουν κάθε στοιχείο ή πληροφορία για τις πωλήσεις λιανικής ή και για τη διαχείριση των ροών απογραφής.
Οι νέες υποχρεώσεις της αγοράς τροφίμων
Σύμφωνα με το προς εφαρμογή καθεστώς, κάθε τρόφιμο θα πρέπει να φέρει στη συσκευασία του, είτε είναι είτε δεν είναι τυποποιημένο, έναν ειδικό κωδικό βάσει του οποίου θα καθίσταται δυνατός ο ακριβής εντοπισμός όλων των σταθμών της «διαδρομής» του από την παραγωγή μέχρι και το ράφι των καταστημάτων λιανικής, ώστε σε περίπτωση διατροφικής κρίσης οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να αποσύρουν από την αγορά όλες τις ύποπτες παρτίδες.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι από την 1η Ιανουαρίου του 2005 τόσο οι βιομηχανίες τροφίμων, οι εισαγωγικές επιχειρήσεις και οι παραγωγοί όσο και οι χονδρέμποροι, οι λιανεμπορικές αλυσίδες και τα καταστήματα λιανικής, οφείλουν να έχουν την τεχνολογική επάρκεια για την άμεση ιχνηλασία όλων των τροφίμων που διακινούν. Βάσει του νέου κανονισμού, κάθε κρίκος της αγοράς πρέπει να γνωρίζει με ηλεκτρονικά μέσα και σε άμεσο χρόνο για κάθε στάδιο διακίνησης του εκάστοτε τροφίμου. Σήμερα το καθεστώς αυτό, θεωρητικώς τουλάχιστον, εφαρμόζεται μόνο στον τομέα του βόειου κρέατος, νωπού και κατεψυγμένου.
Είναι όμως έτοιμη η ελληνική αγορά να «υποδεχθεί» την εφαρμογή συστημάτων ιχνηλασιμότητας των τροφίμων ή μήπως οι επιχειρήσεις έχουν μπροστά τους πολύ δρόμο να διανύσουν ώστε να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους;
Έτοιμη η βιομηχανία
Σε ό,τι αφορά τη βιομηχανία τροφίμων, η ιχνηλασιμότητα ήδη αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας. Όπως τουλάχιστον αναφέρουν στο «σελφ σέρβις» κορυφαίοι παράγοντες της αγοράς, στην πλειονότητά τους οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έχουν εγκαταστήσει το σύστημα ιχνηλασίας ΕΑΝ 128 ή αντίστοιχα συστήματα, ανταποκρινόμενες πλήρως στο νέο καθεστώς. Εξάλλου, μέχρι πρότινος έκαναν χρήση του ΕΑΝ 13, ενός συστήματος που εξασφάλιζε για κάθε προϊόν έναν ξεχωριστό κωδικό, ο οποίος ωστόσο δεν το συσχέτιζε με τη διακίνησή του.
Με εξαίρεση ίσως ορισμένες μικρές παραγωγικές μονάδες, η βιομηχανία τροφίμων «δηλώνει» καλά προετοιμασμένη στα θέματα ιχνηλασιμότητας. Κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν ότι κάθε μονάδα, η οποία σέβεται τους πελάτες της και τη φήμη της, δεν θα μπορούσε παρά να πιστοποιεί ότι ελέγχει πλήρως την αλυσίδα διακίνησης των προϊόντων της. Υπό αυτή την έννοια τα απαιτούμενα κεφάλαια για την εγκατάσταση του αναγκαίου λογισμικού -κόστους κυμαινόμενου κατά μέσο όρο στα 200.000 ευρώ- και για τον σχετικό εξοπλισμό στις γραμμές παραγωγής και τις αποθήκες δεν αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα. Ωστόσο, οι ίδιοι κύκλοι δεν παραλείπουν να επισημάνουν την απουσία του κρατικού μηχανισμού, αφού, όπως δηλώνουν, μέχρι και τις αρχές του φετινού φθινοπώρου, παραμονές δηλαδή της υποχρεωτικής εφαρμογής του νέου καθεστώτος, τόσο ο ΕΦΕΤ όσο και τα συναρμόδια υπουργεία δεν στάθηκαν στο πλευρό των επιχειρήσεων παρέχοντας τις αναγκαίες κατευθύνσεις, όταν σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ η προετοιμασία αυτή άρχισε με τη θέσπιση του επίμαχου Κανονισμού (178/2002).
Σε στάση αναμονής το λιανεμπόριο
Σε αντίθεση τη βιομηχανία το οργανωμένο λιανεμπόριο στο μεγαλύτερο μέρος του φαίνεται πως δεν θα είναι έτοιμο να ανταποκριθεί στις νέες του υποχρεώσεις. Παρά τα περί του αντιθέτου από κορυφαίους παράγοντες του κλάδου λεγόμενα, οι αλυσίδες δεν έχουν επενδύσει σε συστήματα ιχνηλασίας των τροφίμων μέχρι και τον τελευταίο καταναλωτή. Έτσι, μετά την παράδοση των προϊόντων στις κεντρικές τους αποθήκες, η πορεία τους -ανά μονάδα προϊόντος- χάνεται.
Οι εκπρόσωποι των αλυσίδων κάνουν λόγο για δυσβάστακτες επενδύσεις που δεν έγιναν και φυσικά δεν πρόκειται να γίνουν μέχρι και το τέλος του έτους. Όπως υποστηρίζουν όμως, αν κριθεί αναγκαίο, κάθε αλυσίδα έχει τη δυνατότητα να αναζητήσει την πορεία του οποιουδήποτε προϊόντος από τα στοιχεία των ταμειακών και ζυγιστικών μηχανών της, αφού, όπως υποστηρίζουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο η ιχνηλασία φθάνει έως και το ράφι -είτε πρόκειται για τα τυποποιημένα είτε για τα μη τυποποιημένα αγαθά. Αναφερόμενοι ωστόσο στον χρόνο που απαιτείται για την αναζήτηση όλων των τεμαχίων μιας τυχόν ύποπτης παρτίδας, παραδέχονται ότι υπό αυτές τις συνθήκες είναι μακρύς όταν σε μια διατροφική κρίση η αντίδραση της αγοράς οφείλει να είναι κάτι περισσότερο από άμεση.
«Ανεφάρμοστη στην πράξη» η ιχνηλασία
Εντονότερα το πρόβλημα εντοπίζεται στον τομέα των φρέσκων προϊόντων -κρέατα και κοτόπουλα, αλλαντικά, τυροκομικά και οπωροκηπευτικά- καθώς, μετά την απομάκρυνση του καταναλωτή από το ταμείο και την πάροδο λίγων ημερών, τα ίχνη του προϊόντος που το συνδέουν με την αλυσίδα της διακίνησής του γίνονται μάλλον δυσδιάκριτα. Όμως, για να είναι εφικτή η ιχνηλασιμότητα πρέπει η αρχική μονάδα κάθε μη τυποποιημένου αγαθού -πχ κάθε ξεχωριστό σφάγιο ή κεφάλι τυριού ή ρολό αλλαντικού- να σημαίνεται με έναν αποκλειστικά δικό του κωδικό, ο οποίος πρέπει να ακολουθεί (με αντίστοιχες σημάνσεις) όλες τις υποδιαιρέσεις του μέχρι τις τελικές μερίδες που φτάνουν στα χέρια και άρα στο τραπέζι των καταναλωτών.
Κύκλοι της αγοράς δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν ως ανεφάρμοστο στην πράξη το ισχύον εδώ και μεγάλο διάστημα καθεστώς της ιχνηλασιμότητας για το βόειο κρέας, καθώς και το υπό εφαρμογήν από την έναρξη του 2005 καθεστώς για το σύνολο των μη τυποποιημένων φρέσκων αγαθών. Προϊδεάζουν δε ότι κάτι αντίστοιχο θα συμβεί και με τα τυποποιημένα αγαθά, αφού η ιχνηλασία τους στη λιανική γίνεται και θα γίνεται μετ’ εμποδίων. Την κρίσιμη δηλαδή στιγμή αντί να ενεργοποιείται ένα ηλεκτρονικό σύστημα ιχνηλασίας κάθε τυχόν ύποπτης παρτίδας, θα τίθεται σε κίνηση η διαδικασία αναζήτησης των παραστατικών που τη συνόδευσαν -τιμολόγια, δελτία αποστολής κά.
Στις τιμές λιανικής το κόστος της ιχνηλασίας
Μέχρι σήμερα ο ΣΕΣΜΕ παρακολουθεί τις εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της ιχνηλασιμότητας, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αναλάβει κάποιες πρωτοβουλίες. Όπως μας είπε ο κ. Μανόλης Αναστασιάδης, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου, ο κλάδος δεν έχει ενημερωθεί από επίσημα χείλη για το νέο καθεστώς που θα ισχύει από τις αρχές του 2005 και για τον λόγο αυτό παραμένει σε στάση αναμονής. Προσέθεσε μάλιστα ότι η ιχνηλασία των τροφίμων μέχρι τον τελικό καταναλωτή απαιτεί υψηλές επενδύσεις εκ μέρους των αλυσίδων για τις οποίες οι επιχειρήσεις του κλάδου δεν είναι προετοιμασμένες. Τη θέση αυτή συμμερίζονται τα στελέχη του κλάδου, επισημαίνοντας ότι η εγκατάσταση του απαιτούμενου (και προηγμένου) software, καθώς και η προμήθεια-τοποθέτηση νέων ζυγιστικών ή και ταμειακών μηχανών στο σύνολο των καταστημάτων κάθε αλυσίδας απαιτούν κεφάλαια τα οποία δεν έχουν προβλεφθεί στα επενδυτικά πλάνα των αλυσίδων. Κατά τις εκτιμήσεις τους μόνο η αγορά του λογισμικού κοστίζει περί τα 100.000 ευρώ, ενώ το ύψος των κεφαλαίων για τον εξοπλισμό ανά κατάστημα και τις κεντρικές αποθήκες εξαρτάται από την ανάπτυξη κάθε χωριστού δικτύου πωλήσεων.
Πάντως, χωρίς να δηλώνεται ευθέως, τα στελέχη των αλυσίδων αφήνουν να εννοηθεί ότι το κόστος για την εφαρμογή συστημάτων ιχνηλασίας κατά ένα μεγάλο ποσοστό, αν όχι στο σύνολό του, θα περάσει στις τελικές τιμές των προϊόντων.
Περίοδος χάριτος από τον ΕΦΕΤ
Κυριολεκτικά «στο παρά πέντε» η διοίκηση του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων πρόκειται να κοινοποιήσει στο σύνολο της αγοράς τροφίμων και στα θεσμοθετημένα όργανα της επιχειρηματικής κοινότητας εγκύκλιό του, με την οποία θα δίνονται κατευθύνσεις στις επιχειρήσεις σχετικά με το πώς ακριβώς πρέπει να εφαρμόσουν το καθεστώς της ιχνηλασιμότητας.
Το γεγονός ότι ο ΕΦΕΤ θα ανταποκριθεί καθυστερημένα στην ενημέρωση της αγοράς τον υποχρεώνει να ξεκινήσει τη διενέργεια των προβλεπόμενων ελέγχων μετά την πάροδο εύλογου διαστήματος, παρέχοντας στους επιχειρηματίες μιαν άτυπη περίοδο χάριτος ώστε να προετοιμαστούν κατάλληλα. Αναφερόμενος σχετικώς ο κ. Χρήστος Αποστολόπουλος, γενικός διευθυντής του ΕΦΕΤ, τόνισε μεν ότι ο ελεγκτικός μηχανισμός του φορέα θα ενεργοποιηθεί αμέσως μετά τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, απέφυγε ωστόσο να αναφερθεί στην επιβολή κυρώσεων, υπονοώντας ότι πριν τις οποιεσδήποτε κυρώσεις θα μεσολαβήσει ένα αναγκαίο διάστημα για την προσαρμογή της αγοράς στα νέα δεδομένα.