Παρά τις ποιοτικές προόδους που παρουσιάζει η ελληνική οινοπαραγωγή τα τελευταία χρόνια, αντιμετωπίζει αρκετά και σοβαρά προβλήματα, τα οποία όλοι αποφεύγουν να δουν κατάματα.
Παρά τις ποιοτικές προόδους που παρουσιάζει η ελληνική οινοπαραγωγή τα τελευταία χρόνια, αντιμετωπίζει αρκετά και σοβαρά προβλήματα, τα οποία όλοι αποφεύγουν να δουν κατάματα.
Οι εξαγωγές ελληνικών κρασιών υποχωρούν, η εσωτερική κατανάλωση παρουσιάζει μικρή άνοδο, η ποιότητα αρκετών κρασιών βελτιώνεται, αλλά οι τιμές τους τραβούν την ανηφόρα. Η ελληνική οινοπαραγωγή, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιούν απόλυτα οι φορείς της, βρίσκεται σε φάση “σιωπηρής κρίσης”. Παράλληλα, στο επίπεδο της προσφοράς εμφιαλωμένων κρασιών ο ανταγωνισμός είναι εντονότατος, η πληθώρα των προσφερόμενων ετικετών προκαλεί συγχύσεις και από πλευράς τιμών… “χάνει η μάνα το παιδί” και αντίστροφα…
Με άλλα λόγια, ο αμπελοοινικός κλάδος παρουσιάζει όλα τα γνωστά αρνητικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας με κυριότερο, κατά τη γνώμη μας, αυτό του πολυτεμαχισμένου κλήρου των αμπελουργικών εκμεταλλεύσεων, με άμεσο αποτέλεσμα το υψηλό καλλιεργητικό κόστος. Το τελευταίο, σε αρκετές περιπτώσεις επιβαρύνεται και από τη γήρανση των αμπελώνων, στην οποία θα πρέπει να προσθέσουμε τις μικρές επενδύσεις για τεχνολογικές ανανεώσεις και προσαρμογές. Συνεπώς, από πολλές πλευρές τα ελληνικά κρασιά δεν είναι ανταγωνιστικά και βέβαια δεν συνοδεύονται στις εξωτερικές αγορές από τις κατάλληλες ενέργειες σε δράσεις μάρκετινγκ και δημιουργίας εικόνας.
Ωστόσο, όπως μας υπογραμμίζει ο κ. Πέτρος Κωνσταντινίδης, της διαφημιστικής εταιρείας Spot Thomson, “η εικόνα σήμερα δεν αποτελεί το άλφα και το ωμέγα μιας συγκροτημένης στρατηγικής μάρκετινγκ, ιδιαίτερα στον τομέα των κρασιών”. Δυστυχώς, όμως, στη χώρα μας, αυτού του είδους οι αντιλήψεις και οι ενέργειες που συνεπάγονται θεωρούνται περιττές πολυτέλειες, με άμεσο αρνητικό αποτέλεσμα το ελληνικό κρασί, με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, να παραμένει ο μεγάλος άγνωστος των διεθνών αγορών.
Η πολιτική των εκριζώσεων
Πέρα όμως από τα παραπάνω σοβαρά προβλήματα, η ελληνική οινοπαραγωγή πάσχει και από άλλα σύνδρομα. Όπως υπογραμμίζεται σε μελέτη της Icap Hellas, αλλά και επισημαίνεται από ηγετικούς παράγοντες του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ), η πολιτική των εκριζώσεων που εφαρμόστηκε μέχρι και το 1996 έπληξε ορισμένους ποιοτικούς αμπελώνες σε μειονεκτικές περιοχές, με άμεση συνέπεια την μη παραγωγή προϊόντων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των οποίων οι αγορές παρουσιάζουν ανάπτυξη.
Πρόβλημα επίσης υπάρχει και με την ολοκλήρωση του αμπελουργικού μητρώου – κτηματολογίου, με αποτέλεσμα η χώρα μας να μη μπορεί να προχωρήσει στην επιδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση ανανέωση των αμπελιών της, μέσω νέων φυτεύσεων και μέσω αναδιάρθρωσης των ποικιλιών της. Ως γνωστόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδοτεί ποικιλίες συμβατές με τη ζήτηση των αγορών, αλλά στη χώρα μας παρόμοιες “λεπτομέρειες” κάποιοι “ειδήμονες” τις γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Ακόμα χειρότερα, αρκετοί παραγωγοί, λόγω υψηλών επιδοτήσεων, από το 1990 έως το 1996 εκρίζωσαν αμπέλια αλλά σήμερα δεν μπορούν να προχωρήσουν σε νέες φυτεύσεις. Αποτέλεσμα, η ελληνική οινική παραγωγή από 5 εκατομμύρια εκατόλιτρα που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 80, σήμερα φθάνει τα 3,6 εκατομμύρια εκατόλιτρα, από τα οποία το 12% αφορά κρασιά Ονομασίας Προέλευσης.
Τοπικοί οίνοι
Άνοδο παρουσιάζει η παραγωγή τοπικών κρασιών, τα οποία φέρουν στην ετικέτα τους σαφή ποικιλιακή ένδειξη προέλευσης.
Όπως τονίζει η χημικός – οινολόγος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου κ. Σοφία Πέρπερα, ο θεσμός των τοπικών οίνων είναι γαλλικής προέλευσης και έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στη γαλλική νομοθεσία τη δεκαετία του 70, σε μία προσπάθεια αναβάθμισης της ποιότητας των γαλλικών επιτραπέζιων οίνων. Είχαν προηγηθεί μελέτες αγοράς στις οποίες είχε καταγραφεί το ενδιαφέρον των καταναλωτών για παραγωγή προϊόντων με ενδείξεις καταγωγής και γνωστή ποικιλιακή σύνθεση. Το γαλλικό κράτος, μπροστά στον κίνδυνο της εισαγωγής σε χαμηλές τιμές οίνων από άλλα κράτη χρηματοδότησε, με σημαντικά κοινοτικά αλλά και εθνικά κεφάλαια, προγράμματα αναδιάρθρωσης του γαλλικού αμπελώνα στις περιοχές του μεσογειακού Νότου. Έτσι, στην περιοχή του Λανγκεντόκ-Ρουσιγιόν και σε άλλες αντικατέστησαν σταδιακά τις ποικιλίες που καλλιεργούσαν με άλλες μεσογειακές, ή με ποικιλίες που προέρχονταν κυρίως από την περιοχή του Μπορντό. Ταυτόχρονα, δαπανήθηκαν σημαντικά ποσά για την προβολή και τη διαφήμιση των τοπικών οίνων, ώστε να γίνουν ευρέως γνωστοί στο καταναλωτικό κοινό.
Το 1985, οι γαλλικοί τοπικοί οίνοι αντιπροσώπευαν ήδη το 15% της παραγωγής, ενώ το 1995 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 30%. Σήμερα είναι αναγνωρισμένοι 150 τοπικοί οίνοι, οι οποίοι χωρίζονται σε περιφερειακούς τοπικούς οίνους, σε τοπικούς οίνους επιπέδου νομού και σε τοπικούς οίνους επιπέδου ζώνης. Οι περιφερειακοί τοπικοί οίνοι είναι πέντε και καλύπτουν αρκετούς νομούς της γαλλικής επικράτειας. Χαρακτηρίζονται για τον ποικιλιακό τους χαρακτήρα, τον οποίο προβάλλουν ιδιαίτερα και απευθύνονται κυρίως στις ξένες αγορές. Κάθε ένας περιφερειακός τοπικός οίνος υπακούει σε συγκεκριμένο νομοθετικό διάταγμα.
Όλοι οι τοπικοί οίνοι στη Γαλλία παράγονται από συνιστώμενες ποικιλίες αμπέλου. Υπακούουν σε συγκεκριμένα όρια: α) καλλιεργητικών αποδόσεων, β) ελάχιστου φυσικού αλκοολικού τίτλου, γ) θειώδη ανυδρίτη και δ) πτητικής οξύτητας. Υποχρεωτικά υποβάλλονται σε οργανοληπτική δοκιμασία που διοργανώνει διεπαγγελματικός σύνδεσμος. Η επιτροπή που εκτελεί τη δοκιμασία αποτελείται από εμπειρογνώμονες του Εθνικού Διεπαγγελματικού Συνδέσμου (ONIVINS). Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα να δηλώσουν την περίοδο του τρυγητού αν από συγκεκριμένο αμπελοτεμάχιο πρόκειται να παράγουν οίνο τοπικό ή ονομασίας προέλευσης.
"Ονομασία Προέλευσης Ανώτερης Ποιότητας"
Στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, έχουν αναγνωριστεί 74 τοπικοί οίνοι, παράλληλα δε κυκλοφορούν από είκοσι αναγνωρισμένες περιοχές κάπου 215 κρασιά με την ένδειξη “Ονομασία Προέλευσης Ανώτερης Ποιότητας” (ΟΠΑΠ). Πρόκειται για τοπικά κρασιά, όπως λ.χ. το Ρομπόλα Κεφαλληνίας, που έχουν συγκεκριμένη προέλευση και ποικιλιακή σύνθεση και τα οποία αναγράφουν στην ετικέτα τους το τοπωνύμιο μιας περιοχής. Έτσι, στη Σαντορίνη, λόγου χάρη, μόνον το λευκό κρασί έχει το δικαίωμα της ΟΠΑΠ, ενώ τα κόκκινα κρασιά του νησιού βρίσκονται στην κατηγορία των επιτραπέζιων κρασιών.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η ελληνική νομοθεσία για τα κρασιά ΟΠΑΠ και τους τοπικούς οίνους είναι αλλοπρόσαλλη και ακατανόητη, ως συνήθως συμβαίνει με τα κείμενα της ελληνικής γραφειοκρατικής μηχανής. Βέβαια, τους τελευταίους μήνες το γεγονός ότι ο ΣΕΟ και η Κεντρική Συνεταιριστική Οργάνωση Οίνου προχώρησαν στην ίδρυση της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Αμπέλου και Οίνου είναι θετικό, πλην όμως πρέπει να συνοδευτεί και από νεώτερες κρατικές πρωτοβουλίες, που ανήκουν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Γεωργίας. Υποστηρίζεται όμως από υπεύθυνα χείλη της ελληνικής οινοποιίας, όπως αυτά του κ. Γιάννη Μπουτάρη, ότι το υπουργείο πάσχει από έλλειψη ειδικευμένων στελεχών, με αποτέλεσμα η Κοινή Οργάνωση της Αμπελοοινικής Αγοράς να παραμένει από πλευράς ενισχύσεων νεκρό γράμμα για την Ελλάδα.
“Σήμερα”, υπογραμμίζει ο κ. Γιάννης Μπουτάρης, “χρειαζόμαστε συστηματική και εκ βάθρων ανασύνταξη. Χρειαζόμαστε εκσυγχρονισμό όλων των κανόνων που διέπουν όχι μόνον τους τοπικούς αλλά και τους ΟΠΑΠ. Χρειαζόμαστε μία συνολική θεώρηση της πραγματικότητας που επικρατεί στον ελληνικό αμπελώνα, του σημείου που θέλουμε να φθάσουμε και των τρόπων με τους οποίους θα το επιτύχουμε. Να ξαναδούμε τις ποικιλίες μας, να ξαναδούμε τις διεθνείς ποικιλίες, να ξαναδούμε τους τύπους των κρασιών μας, να μην έχουμε την αυταρέσκεια και την ομφαλοσκοπία των παππούδων μας ότι η Ελλάδα έχει τα καλύτερα κρασιά του κόσμου. Ας δούμε τι θέλει ο καταναλωτής και πώς μπορούμε να προσαρμόσουμε την παράδοση και την πολιτιστική μας κληρονομιά, μη ξεχνώντας ότι η παράδοση είναι μία ζωντανή λέξη που σημαίνει εξέλιξη και προσαρμογή. Αλλιώς θα καταλήξουμε στα μουσεία νεκρής φύσης. Καλά είναι τα μουσεία, αλλά για να μας θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν και μόνον”.
“Όλα αυτά αποτελούν φωνή απελπισίας”, προσθέτει ο γνωστός οινοβιομήχανος. “Το ελληνικό κρασί βρίσκεται σε κρίση. Πολύ σύντομα δε θα βρεθεί μπροστά στον πρόσθετο έντονο ανταγωνισμό Βουλγάρων, Ρουμάνων και Ούγγρων, που ταχύτατα προσαρμόζονται στο διεθνές σύστημα. Είναι επείγον να ξεφύγουμε από την οπισθοδρομικότητα και τον σκοταδισμό. Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι κακές νοοτροπίες δεν οδηγούν πουθενά”.
Λόγια θερμά και σωστά αυτά του κ. Γ. Μπουτάρη, δυστυχώς δεν έχουν τον απόηχο που πρέπει. Στο μέτρο δε που αρκετοί από τους μικρούς παραγωγούς θα πωλούν τα κρασιά τους σε τιμές πιο ακριβές από γνωστά chateaux του Μπορντό, πολύ φοβούμεθα ότι θα αρχίσει η πτώση και στην εσωτερική κατανάλωση. Τεράστιες από την άποψη αυτή είναι και οι ευθύνες αρκετών εστιατορίων. Κρασιά μέσης ποιότητας τα πωλούν 8.000 και 9.000 δραχμές το μπουκάλι, τιμές που θυμίζουν Λονδίνο ή Στοκχόλμη.
Υπό αυτές τις συνθήκες η Αθήνα εξελίσσεται σε ακριβή πόλη για το κρασί και τελικά αυτό θα το πληρώσουν ακριβά οι Έλληνες οινοπαραγωγοί. Καλόν είναι έτσι οι εμπλεκόμενοι στην παραγωγή και διάθεση ελληνικού κρασιού φορείς να συνέλθουν, πριν εκριζωθεί στη χώρα μας όχι η άμπελος, αλλά ολόκληρο το οινικό μας κύκλωμα.