Διανύουμε τις τελευταίες μέρες πριν τις διακοπές του Αυγούστου, του μήνα που συγκεντρώνει τις ελπίδες ενός ολόκληρου χρόνου για μια, σύντομη έστω, φυγή από τα καθημερινά προβλήματα.

Πρόκειται για μια εποχή στην οποία ακούμε πολλά για το πόσο προνομιούχοι είμαστε που ζούμε σε αυτή τη χώρα, με τόσους όμορφους και διαφορετικούς προορισμούς, ικανούς να μαγέψουν κάθε επισκέπτη. Όμως, για να χαρούμε πραγματικά τις ομορφιές της, θα πρέπει, ειδικά φέτος, να αφήσουμε πίσω ένα-δυο πράγματα. Το πρώτο που θα έπρεπε να μείνει εκτός… αποσκευών είναι η ανησυχία για το πόσο καιρό θα έχουμε ακόμη τη δυνατότητα να επιλέγουμε εμείς, και ειδικότερα η τοπική κοινωνία, τον τρόπο αξιοποίησης της κάθε περιοχής της χώρας μας, ώστε η εξέλιξή της να μην καθορίζεται από αυστηρά κερδοσκοπικούς παράγοντες. Όμως, οι έντονες αλλαγές που έχουν συμβεί και εξακολουθούν να συμβαίνουν στη ζωή μας είναι αμφίβολο πως θα μας επιτρέψουν να μην φέρουμε στη σκέψη μας, ιδιαίτερα αν επισκεφθούμε περιοχές των οποίων η «αξιοποίηση» έχει ήδη δρομολογηθεί, τους κινδύνους του κοντινού μέλλοντος.

Οι διακοπές είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουμε νέους τόπους, να έρθουμε πιο κοντά στις συνήθειες των κατοίκων τουριστικών προορισμών, να επισκεφθούμε σημεία ιστορίας και πολιτισμού. Όλα αυτά, άλλωστε, είναι ό,τι λέμε πατρίδα: Οι άνθρωποι, ο τόπος, η ιστορία. Φυσικά, με τη λέξη πατρίδα, που επανέρχεται στο προσκήνιο προς πολιτική εκμετάλλευση όλο και συχνότερα τελευταία, δεν εννοούμε όλοι το ίδιο. Για όσους παρακολουθούν χωρίς παρωπίδες ή προσωπικό συμφέρον τις στρατηγικές επιλογές της κυρίαρχης πολιτικής που εφαρμόζεται στη χώρα μας, και δεν ανήκουν ούτε σε κάποια μειοψηφία που περιμένει να κερδίσει από έργα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της ούτε σε επενδυτικούς σχηματισμούς, που θα εξακολουθήσουν να στέλνουν τα κέρδη τους σε off shore εταιρείες, είναι φανερό πως υπάρχει ένας σχεδιασμός πάνω και από εθνικά συμφέροντα. Σήμερα, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι αναλυτές, ένα πολύ μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού ελέγχει ένα τεράστιο μερίδιο του πλούτου.

Υπολογίζεται πως σε off shore εταιρείες είναι συγκεντρωμένο πάνω από το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ (μπορεί και 20% ή 30%, κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια). Για εκείνους που ελέγχουν αυτά τα κεφάλαια, οι πατρίδες των ανθρώπων ορίζονται μόνο από τα σύνορα και από τα προς εκμετάλλευση προϊόντα. Αυτό που τους ενδιαφέρει, λοιπόν, είναι να εξαγοράσουν χώρες. Αυτή η επιλογή τους δίνει τη δυνατότητα να ελέγχουν όχι μόνο συγκεκριμένες επιχειρήσεις αλλά το σύνολο των εξουσιών που καθορίζουν το πώς θα διασφαλιστεί η επιτυχία της κάθε επιχειρηματικής τους κίνησης. Όλο αυτό θυμίζει τις γνωστές μας «μπανανίες», ή ακόμη και τις παλαιότερες αποικίες. Με μια βασική διαφορά: Η επέμβαση στις εξελίξεις δεν γίνεται πλέον μόνο μέσω του ελέγχου των κυβερνήσεων, αλλά και με την άμεση διαχείριση των οικονομικών μιας χώρας.

Δεν είναι τυχαίο  ότι το χρέος επανέρχεται ως το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα διεθνώς, καθορίζοντας τα όρια εντός των οποίων μπορεί να κινηθεί ακόμη και η δημοκρατία, με όλες οι εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) να λειτουργούν, στη δική μας περίπτωση,  στο πλαίσιο της συμμόρφωσης με τα «προαπαιτούμενα» μιας επόμενης δόσης. Έχουμε και την ελληνική πρωτοτυπία, που υλοποιείται με τις διεθνείς ευλογίες, της μεταφοράς, σκανδαλωδώς, σε ένα Ταμείο, του οποίου μάλιστα η διοίκηση είναι εκ των προτέρων απαλλαγμένη από ποινικές ευθύνες, όλης της δημόσιας περιουσίας, προς εξυπηρέτηση δήθεν του χρέους.

Την επόμενη φορά που θα απολαύσουμε την ομορφιά της χώρας μας σε μια παραλία, ένα δάσος ή σε ένα αρχαίο μονοπάτι, αλλά και στα έργα αρχαίου και σύγχρονου πολιτισμού, ας αναλογιστούμε αν μας αξίζει η μοίρα που μας επιφυλάσσουν όσοι προσπαθούν να μας πείσουν, μέσω εξελιγμένων μεθόδων χειραγώγησης, πως οι «επενδυτές» είναι οι λυτρωτές της χώρας. Αν μας ταιριάζει ο ρόλος του υποκειμένου σε αποφάσεις τρίτων ή προτιμούμε να έχουμε γνώση και λόγο για τη δική μας ζωή, για το τι είναι πατρίδα και τι σημαίνει σωτηρία.