Οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ τείνουν να μετατραπούν σε εξιλαστήρια θύματα, αφού συχνά πλέον καταδεικνύονται ως υπαίτιες για κάθε κακό στην αγορά και κυρίως για την ακρίβεια. Αλλά οι ανατιμήσεις διαμορφώνονται μόνο από τον λιανέμπορο; Η διεκδίκηση αυξημένων παροχών είναι παράνομη; Εφόσον δίδονται, ευθύνεται το λιανεμπόριο; Εφόσον το κόστος τους περνά στην τιμή χονδρικής με απόφαση των βιομηχανιών πάλι το λιανεμπόριο φταίει; Τελικά ποιος είναι ο ισχυρός της αγοράς, το λιανεμπόριο ή η βιομηχανία; Κι αν το λιανεμπόριο επιβλήθηκε στη βιομηχανία, θα πρέπει να τιμωρηθεί με δημόσια διαπόμπευση;
Απανωτούς πονοκεφάλους αντιμετωπίζει ο κλάδος των σούπερ μάρκετ, ευρισκόμενος στη δεινή θέση να αποδεικνύει ότι δεν ευθύνεται για τα στραβά της αγοράς και κυρίως για τις ανατιμήσεις. Όταν, όμως, παραδείγματος χάριν, πίσω από την "εύκολη αλήθεια" των "διπλών τιμών" ουδείς ενδιαφέρεται να αναγνωρίσει τη "σκληρή αλήθεια" της ακρίβιας, οι διακηρύξεις περί υγιούς ανταγωνισμού χάνουν το νόημά τους προς όφελος της επέλασης του made in China και του own label.
Θα έλεγε κανείς ότι οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ τείνουν να μετατραπούν σε εξιλαστήρια θύματα, μια και συχνά πλέον καταδεικνύονται ως υπαίτιες για κάθε κακώς κείμενο. Στο πλαίσιο αυτό δεν τίθενται τυχαία στο "στόχαστρο" της κυβέρνησης, κατηγορούμενες άλλοτε ότι διαθέτουν στην κατανάλωση ληγμένα τρόφιμα ή εισαγόμενα με ενδείξεις ότι παρήχθησαν στην Ελλάδα άλλοτε ότι πωλούν με διπλές τιμές -χαμηλή στο ράφι και υψηλή στο ταμείο- άλλοτε ότι δεν τηρούν τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας, αλλά, το κυριότερο, ότι ευθύνονται αποκλειστικά για την ακρίβια.
Εξάλλου, για το ζήτημα της ακρίβιας όλοι σπεύδουν να αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ωστόσο “ξεχνούν” ότι αρμόδιο για να κρίνει τελεσιδίκως σχετικά είναι το Διοικητικό Εφετείο, στο οποίο έχουν προσφύγει τόσο ο ΣΕΣΜΕ όσο και οι επτά αλυσίδες που ενεπλάκησαν στην πολύκροτη υπόθεση.
Η ακρίβια και οι "διπλές τιμές"
Ένα από τα πρόσφατα “επεισόδια” μεταξύ αγοράς και Πολιτείας, αφορούσε στις "διπλές τιμές" συνολικά έξι εταιρειών λιανικής, που βέβαια δεν αμφισβητήθηκαν ως γεγονός, αλλά είναι να διερωτάται κανείς: προς τι η σπουδή όλων των ελεγκτικών αρχών για δημοσιοποίηση των εταιρικών τίτλων; Η απάντηση απλή. Οι πρακτικές του εντυπωσιασμού “πουλάνε” επικοινωνιακά και ο λαϊκισμός στον βωμό της ψηφοθηρίας τα επιτρέπει όλα.
Όμως ουδείς διαπίστωσε ότι οι "διπλές τιμές" έχουν μία ακόμη παράμετρο: Τις ανατιμήσεις! Πράγματι, όταν κάποια προϊόντα πωλούνται ακριβότερα στην ταμειακή μηχανή, σημαίνει ότι στη "διαδρομή" τους από το ράφι στο ταμείο ανατιμήθηκαν. Στην πρόσφατη, λοιπόν, περίπτωση του κυνηγητού των "διπλών τιμών" (βλέπε σχετικό πίνακα) κάποιες από τις ανατιμήσεις έφθασαν σε επίπεδα έως και υψηλότερα του 25%!
Εκτός αυτού, ουδείς διαπίστωσε ότι στον σχετικό πίνακα εμφανίζεται μια αλυσίδα, σε δύο τμήματα της οποίας καταγράφηκαν "διπλές τιμές" για …το 25% των προϊόντων που ελέγχθηκαν! Αλλά οι ελεγκτές δεν βρήκαν τίποτε το ενδιαφέρον σε αυτό, οπότε και έδωσαν στη δημοσιότητα τα ονόματα των αλυσίδων, στις οποίες μάλιστα ο έλεγχος διαπίστωσε και ένα προϊόν με "διπλή τιμή", που παρουσίαζε διαφορά μόλις 1 λεπτού!
Μήπως οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του δημοσίου έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους; Άραγε, “επιτιθέμενοι” με υπερβάλλοντα ζήλο στους ίδιους και τους ίδιους, με προφανή επίπτωση την απαξίωση των καταστημάτων τους στα μάτια των καταναλωτών, δεν τους απασχολεί αν πιστωθούν για λογαριασμό των πρακτικών τους μια εμμονή ύποπτη για μεροληψία ή και σκόπιμα μονομερή; Αν αυτό είναι υπερβολικό, τότε γιατί μέχρι σήμερα τα κυβερνητικά στελέχη αποφεύγουν επιμελώς να σχολιάζουν και τις θετικές πλευρές του οργανωμένου λιανεμπορίου; Για παράδειγμα, γιατί αποσιωπούνται οι επενδύσεις των αλυσίδων, η συμβολή τους στην απασχόληση, τα βήματα εκσυγχρονισμού των δικτύων πώλησης και άλλα σημαντικά για την οικονομία μας, που τα κατατρώγει ο βαρύς ίσκιος των ανέξοδων καταδικών στα τηλεοπτικά παράθυρα;
Ποιος "υγιής ανταγωνισμός";
Απαντήσεις υπάρχουν πολλές. Το θέμα είναι πόσες από αυτές είναι εύλογες, επομένως, πόσες οδηγούν σε ακριβή συμπεράσματα ασχέτως των επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων περί τη χρήση τους ή μη. Θα επιχειρήσουμε να τοποθετούμε επ' αυτού, θέτοντας μια σειρά από ερωτήματα:
Τάχα οι ανατιμήσεις διαμορφώνονται μόνο από τον τελικό διακινητή; Φυσικά και όχι. Η διεκδίκηση αυξημένων παροχών απαγορεύεται από τον νόμο; Φυσικά, όχι. Εφόσον δίδονται, ευθύνεται το λιανεμπόριο; Όχι, βέβαια. Εφόσον το κόστος τους περνά -σε δεύτερο χρόνο- στην τιμή χονδρικής με απόφαση των βιομηχανιών, ευθύνεται και πάλι το λιανεμπόριο; Ούτε λόγος.
Τελικά ποιος είναι ο ισχυρός της αγοράς, το λιανεμπόριο ή η βιομηχανία; Και αν το λιανεμπόριο "επιβλήθηκε" στη βιομηχανία, θα πρέπει να …τιμωρηθεί; Το σίγουρο είναι ότι, στην προσπάθεια αλλαγής των συσχετισμών, το λιανεμπόριο δεν “τιμωρήθηκε” από την αγορά και τον υγιή ανταγωνισμό, αλλά επιχειρείται να τιμωρηθεί με πρακτικές διαπόμπευσης. Τη μεγαλύτερη ευθύνη για ό,τι έχει συμβεί σχετικά, τη φέρει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, στη συνέχεια το υπουργείο που την εποπτεύει και, τέλος, η κυβέρνηση που, με την πολιτική της και την ατολμία της να επιβάλλει στην αγορά όρους πραγματικά υγιούς ανταγωνισμού, συντηρεί την ακρίβια.
Οι έχοντες την κυβερνητική εξουσία σήμερα δεν θα πρέπει να λησμονούν ότι, αν το κόστος ζωής εξακολουθήσει να παραμένει υψηλό μέχρι και τη λήξη της τετραετίας, συνυπεύθυνη για την ακρίβια θα θεωρηθεί και η σημερινή κυβέρνηση.
Η επέλαση του "φθηνού"
Απευθύνουμε ακόμη ένα ερώτημα προς όσους πριμοδότησαν την ακρίβια -κυβερνώντες και επιχειρηματίες: Μήπως το να λειτουργεί ομαλά η αγορά και να εμφανίζει σημάδια ανάπτυξης συναρτάται απολύτως όχι μόνο με τις οικονομικές αντοχές του καταναλωτή, αλλά και την ψυχολογία από την οποία διακατέχεται; Μήπως η κυβέρνηση, με το να προκαλεί συνεχώς τις αντιδράσεις των καταναλωτών, δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να “ρίχνει λάδι στη φωτιά”;
Αν σήμερα κάποιοι εμφανίζονται κερδισμένοι από τα όσα συμβαίνουν, αυτοί είναι μόνο τα hard discount καταστήματα και τα κινέζικα είδη ή αλλιώς τα εισαγόμενα προϊόντα που είτε φέρουν την ένδειξη made in China είτε είναι own label ετικέτες. Με άλλα λόγια κάθε τι φθηνό!