Ποιος ευθύνεται για την ιλιγγιώδη ακρίβεια στο ελαιόλαδο; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτουν εδώ και μήνες οι δημοσιογράφοι σε παραγωγούς, τυποποιητές ελαιόλαδου και εκπροσώπους των σούπερ μάρκετ. Το ίδιο ερώτημα καίει τον καταναλωτή, ο οποίος τον τελευταίο χρόνο έχει δει τις τιμές του ελαιόλαδου στο ράφι να σκαρφαλώνουν κατά 58,5%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ…

Tο παιχνίδι της αναζήτησης αποδιοπομπαίου τράγου δεν έχει σταματήσει. Αν και όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι η κύρια αιτία ανόδου των τιμών είναι η δραματική μείωση της παραγωγής σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου ως 70% εξαιτίας κλιματολογικών παραγόντων δεν λείπουν οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ των διαφορετικών κρίκων της εφοδιαστικής αλυσίδας. «Πώς γίνεται, ενώ πουλήσαμε το 80% της ελαιοπαραγωγής μας κατά μέσο όρο προς 5 ευρώ το κιλό, το τυποποιημένο ελαιόλαδο να πωλείται στα σούπερ μάρκετ 14 ευρώ το λίτρο, όταν πρόκειται για την περσινή σοδειά;», ρωτά και ξαναρωτά ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ηρακλείου, κ. Μύρωνας Χιλετζάκης. Ο ευφραδής Κρητικός είναι από τα πλέον προβεβλημένα πρόσωπα στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ για το ελαιόλαδο και επιμένει ότι για την αύξηση των τιμών δεν ευθύνεται μόνο η κλιματική αλλαγή, αλλά και τα διαδοχικά «καπέλα» στην πορεία του προϊόντος «από το χωράφι στο ράφι». Μιλώντας στο «σελφ σέρβις», εκφράζει το φόβο ότι η τιμή ραφιού του ελαιολάδου φέτος πιθανώς θα φτάσει τα 20 ευρώ το λίτρο. «Η ελαιοσυγκομιδή στην Κρήτη έχει ήδη ολοκληρωθεί κατά 80% μειωμένη από πέρυσι. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει λάδι στην αγορά, ότι οι τιμές του θα ανεβούν με γεωμετρική πρόοδο». Τον Ιανουάριο φέτος η μέση τιμή παραγωγού κυμάνθηκε μεταξύ 9 και 11 ευρώ, όταν πέρυσι τέτοια εποχή ήταν 4,50-5 ευρώ…

Ο ίδιος εκτιμά ότι η λιανική τιμή του ελαιόλαδου σε βάθος 14 μηνών, μεταξύ Σεπτεμβρίου του 2022 και Ιανουαρίου φέτος, έχει αυξηθεί έως 212%: «Ο καταναλωτής το φθινόπωρο του 2022 αγόρασε το λάδι στη λιανική προς 5,45 έως 5,75 το λίτρο. Τον Ιούλιο του 2023, από 6 ευρώ ως 6,40 το λίτρο. Τον Αύγουστο του 2023, από 9,5 ως 12 ευρώ το λίτρο. Τρεις μήνες μετά, από 12 ως 15 ευρώ το λίτρο. Τον Ιανουάριο φέτος, από 16 ως 17 ευρώ το λίτρο. Δεν υπάρχει σταθεροποίηση, μόνο άνοδος!». Πάντως με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ, το ελαιόλαδο στο εν λόγω δεκατετράμηνο ανατιμήθηκε κατά 68%. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ηλεκτρονικού marketplace, η τιμή ενός επώνυμου εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου από τον Σεπτέμβριο του 2022 μέχρι σήμερα αυξήθηκε κατά 81%, από τα 8 ευρώ στα 14,5 ευρώ. Πρόκειται για πολύ υψηλές ανατιμήσεις, όμως το 212% δεν επιβεβαιώνεται…

Η κατανάλωση έχει πέσει σημαντικά
Αυτό που επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της Circana, είναι ότι οι ανατιμήσεις έφεραν σημαντική μείωση της κατανάλωσης του προϊόντος, της τάξης του 15,8% στα επώνυμα ελαιόλαδα και του 32,6% στα PL το 2023. Σε απόλυτα νούμερα η ετήσια κατανάλωση στην οργανωμένη λιανική κυμάνθηκε περίπου στους 25.400 τόνους το 2022 (19.000 στα επώνυμα brands και 6.400 στα PL). Το 2023 αναμένεται να κλείσει στους 16.000 τόνους. Αντίστοιχα το 2023 οι πωλήσεις σε αξία του προϊόντος αυξήθηκαν κατά 6,3% στα επώνυμα brands, ενώ μειώθηκαν κατά 0,8 στα PL. Καθώς το 2022 η αξία πωλήσεων του τυποποιημένου ελαιολάδου, κατά την Circana, έφτασε στο μεν επώνυμο τα 102,4 εκατ. ευρώ, στο δε PL τα 32,2 εκατ. ευρώ, το 2023 αναμένεται ότι αθροιστικά θα κλείσει στα 129 εκατ. ευρώ.

Ελαφρώς διαφορετική εικόνα δίνουν τα στοιχεία της NielsenIQ, σύμφωνα με τα οποία το 2022 η κατανάλωση τυποποιημένου ελαιολάδου ανήλθε σε 18.000 τόνους και η αξία πωλήσεων στα 100 εκατ. ευρώ. Για το 2023 η εταιρεία προβλέπει μείωση της κατανάλωσής του κατά 18% και αύξηση της αξίας των πωλήσεών του κατά 6%, ποσοστό που συμπίπτει με τα στοιχεία της Circana. Σύμφωνα επίσης με τη NielsenIQ, από τις συνολικές ποσότητες του τυποποιημένου ελαιολάδου που καταναλώνονται στην εσωτερική αγορά, το 60% αφορά το έξτρα παρθένο και το 40% το κλασσικό παρθένο ελαιόλαδο. Το 50% της αξίας των πωλήσεων πραγματοποιείται στην Αττική και την Κεντρική Ελλάδα, το 45% στη Θεσσαλονίκη, την υπόλοιπη Μακεδονία και την Θράκη. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι κατεξοχήν ελαιοπαραγωγοί περιφέρειες έχουν πολύ μικρό τζίρο, αφού βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιοκατανάλωση και τα άτυπα δίκτυα πώλησης. Η υποχώρηση στον όγκο κατανάλωσης είναι αντιστρόφως ανάλογη με την αύξηση της τιμής, η οποία με βάση τα στοιχεία της NielsenIQ κυμαίνεται στο 30%.

«Δεν μπορούμε να πείσουμε την κοινή γνώμη…»
Το «σελφ σέρβις» απευθύνθηκε στις μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις τυποποίησης ελαιολάδου, θέτοντας κοινά ερωτήματα. Ωστόσο, επέλεξαν να εκφραστούν μέσω του συλλογικού τους οργάνου, του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ). Η πρωτοφανείς αναταράξεις στον κλάδο και η αβεβαιότητα για το τι έπεται φέτος καθιστούν τους εκπροσώπους της βιομηχανίας εξαιρετικά επιφυλακτικούς. Η εικόνα, όπως μας την έδωσε ο πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ, κ. Κωνσταντίνος Κουτσιούμπης, είναι ανησυχητική: «Δεν υπάρχει περίπτωση να μιλήσει κάποιος με οποιονδήποτε παραγωγό, ελαιοτριβέα, τυποποιητή και να μην εκπλαγεί από όσα συμβαίνουν. Δεν έχουν ξαναγίνει αυτά που ζούμε. Ποτέ άλλοτε δεν αντιμετωπίστηκε πρόβλημα ταυτόχρονης μείωσης της παραγωγής σε όλες τις ελαιοπαραγωγικές χώρες της Μεσογείου, όπου παράγεται και διακινείται το 80% της παγκόσμιας αγοράς. Κατά συνέπεια και οι τιμές είναι πρωτόγνωρες. Όσο είναι δυνατόν οι εταιρείες τυποποίησης προσπαθούν να κρατήσουν τις τιμές χαμηλά, μειώνοντας το ποσοστό κέρδους τους, για να μη χάσουν την αγορά. Υπάρχουν περιπτώσεις εταιρειών που πουλούν στο εξωτερικό ακόμα και με ζημιά, γιατί έχουν συμβόλαια με ποινικές ρήτρες και αδυνατούν να κάνουν αναπροσαρμογές τιμών μέχρι τη λήξη τους».

Όσο και αν επαναλαμβάνουν οι εκπρόσωποι των τυποποιητών και του λιανεμπορίου ότι ο βασικός «ένοχος» των υψηλών τιμών είναι η κλιματική αλλαγή κι όχι τα κερδοσκοπικά παιχνίδια, οι καταναλωτές παραμένουν δύσπιστοι. Όπως εξηγεί ο πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ, «δυστυχώς δεν μπορούμε να πείσουμε την κοινή γνώμη, γιατί όλοι πιστεύουν ότι οι τυποποιητικές μονάδες αποθηκεύουν το ελαιόλαδο στις εγκαταστάσεις τους, οπότε ανά πάσα στιγμή ανεβάζουν τις τιμές του, σαν να επρόκειτο για απορρυπαντικό ή καλλυντικό. Δεν ισχύει, όμως, αυτό. Το ελαιόλαδο βρίσκεται είτε στους παραγωγούς, είτε στα ελαιοτριβεία, είτε στους μεγάλους συνεταιρισμούς. Οι τυποποιητικές επιχειρήσεις δεν έχουν κανένα λόγο να κρατούν στοκ πάνω από ενάμιση με δύο μήνες. Είναι θέμα χρηματοοικονομικού κόστους. Όσο υπάρχει η δυνατότητα να βρίσκει κανείς ελαιόλαδο, το αναζητά από τους συνεργάτες του, το πληρώνει και το παίρνει. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα είναι ότι τα διαθέσιμα αποθέματα μειώθηκαν πάρα πολύ σύντομα, διότι εκδηλώθηκε ενδιαφέρον γι’ αυτά κυρίως από τους Ιταλούς και τους Ισπανούς, οι οποίοι, έχοντας από πέρυσι προβλήματα επάρκειας, ήρθαν και σάρωσαν την ελληνική αγορά, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους…».

«Ο μηχανισμός της διαμόρφωσης των τιμών σχετίζεται αποκλειστικά με τη διακίνηση του χύμα ελαιολάδου σε βυτία στο εξωτερικό», επιβεβαιώνει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Τυποποιητών Κρήτης, κ. Γιώργος Ανδρεαδάκης (ΣΥΤΕΚ). «Η ελληνική τυποποίηση ακολουθεί την κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά με το χύμα. Όταν έρχονται στους παραγωγούς ξένοι αγοραστές κι εκείνοι ανεβάζουν τις τιμές λόγω του ότι είχαν μικρή παραγωγή, λειτουργεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης». Το ίδιο υποστηρίζει κι ο κ. Χιλετζάκης: «Το ύψος των τιμών δεν το καθορίζει ούτε ο τενεκές, ούτε το χύμα, ούτε το νοθευμένο ελαιόλαδο. Το διαμορφώνει ο μεγάλος «παίκτης», ο Ιταλός κι ο Ισπανός».

Ανησυχίες από όλους για όλα
Αν και όλοι οι φορείς του κλάδου ανησυχούν ότι η κλιμάκωση της ακρίβειας στο ελαιόλαδο θα μειώσει κι άλλο την κατανάλωση, δεν έχουν απαντήσεις για την αντιστροφή της κατάστασης. «Δεν είναι δυνατόν να απαγορευθεί η εξαγωγή χύμα ελαιολάδου. Θα ήταν αντίθετο στους κανόνες της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι έπραξε η Τουρκία, που απαγόρευσε την εξαγωγή έστω κι ενός λίτρου χύμα ελαιολάδου, επιτρέποντάς την μόνο για το τυποποιημένο προϊόν», παραδέχεται ο πρόεδρος του ΣΥΤΕΚ.

Κοινή παραδοχή είναι επίσης ότι το 2024 θα είναι ακόμα πιο δύσκολο από το 2023. Οι ως τώρα εκτιμήσεις για την ελαιοπαραγωγική περίοδο 2023/24, έκαναν λόγο για μειωμένη παραγωγή περίπου κατά 54% συγκριτικά με την περίοδο 2022/23, δηλ. 160.000 έναντι 350.000 τόνων. O πρόεδρος του ΣΥΤΕΚ εκφράζει το φόβο ότι οι εν λόγω ποσότητες είναι υπερεκτιμημένες κι ότι, αν δεν βοηθήσει ο καιρός ως τον Μάρτιο, η παραγωγή πιθανώς θα πέσει στους 120.000 τόνους πανελλαδικά.

Οι εκπρόσωποι των τυποποιητών κάνουν λόγο για μείωση των πωλήσεων στο ράφι τουλάχιστον κατά 30% το τελευταίο τετράμηνο, εκτίμηση που συγκλίνει με τα στοιχεία των εταιρειών έρευνας αγοράς. «Η μείωση δεν φαίνεται ακόμα πάρα πολύ, δεδομένης της ιδιοκατανάλωσης χύμα ελαιόλαδου. Δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει λείψει το λάδι από τον Έλληνα, αλλά δεν ξέρουμε την αντοχή των αποθεμάτων. Είναι πολύ πιθανόν να πέσουν κάτω από τους 150.000 τόνους –μιλάμε τουλάχιστον για το 50% της εγχώριας παραγωγής», δηλώνει ο κ. Κουτσιούμπης.

Η ανησυχία όλων είναι μήπως η καταναλωτική τάση της υποκατάστασης του ελαιόλαδου από φθηνότερα λιπαρά παγιωθεί. «Εκεί που μοχθήσαμε επί δεκαετίες να επικοινωνούμε την υψηλή διατροφική αξία του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου, ξαφνικά ο καταναλωτής, σε συνάρτηση με τις εισοδηματικές πιέσεις που υφίσταται, αδυνατεί να αγοράσει το προϊόν όπως άλλοτε, παρότι πεισμένος ότι είναι το υγιεινότερο», διαπιστώνει ο πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ.

Ανησυχούν, επίσης, οι προσμίξεις ελαιόλαδου και σπορέλαιων χάριν φθήνιας. Η παραγωγή τέτοιων μειγμάτων είναι απαγορευμένη στην Ελλάδα, αλλά η εισαγωγή τους, εφόσον έχουν τις αναγκαίες πιστοποιήσεις, είναι νόμιμη…
Ο πρόεδρος του ΣΥΤΕΚ θεωρεί ότι «ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η παράνομη διακίνηση του ελαιολάδου, στα 17άλιτρα δοχεία, που είναι μεν απαγορευμένα, αλλά εξακολουθούν να κυκλοφορούν στην αγορά, χωρίς καμία διασφάλιση ποιότητας του προϊόντος, το οποίο είναι κατά πλειονότητα νοθευμένο με σπορέλαια», τονίζει. Θεωρεί ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί σε μια σωστά στοχευμένη καμπάνια, με τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων και της πολιτείας, η οποία θα αναδεικνύει τα οφέλη του ελαιόλαδου στην υγεία, ώστε να πειστεί ο καταναλωτής πως δεν πρέπει να κάνει «εκπτώσεις» στην ποιότητά του.

Αγαθό εν ανεπαρκεία…
Στην ερώτηση «ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η βιομηχανία τυποποίησης;», η απάντηση είναι λακωνική: «Να βρίσκουμε λάδι να το τυποποιούμε. Αυτή είναι η μεγάλη μας αγωνία φέτος!». Ένα κρίσιμο στοίχημα είναι, αν οι Έλληνες τυποποιητές καταφέρουν να κρατήσουν το διεθνές πελατολόγιό τους, σε μια χρονιά με εξαιρετικά μειωμένη παραγωγή. Οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου βαίνουν σταθερά ανοδικές, έχοντας διπλασιαστεί σε μια δεκαετία στους 40.000 τόνους ετησίως. Η εσωτερική ετήσια κατανάλωση κυμαίνεται μεταξύ 100.000 και 105.000 τόνων, εκ των οποίων η αγορά του τυποποιημένου ελαιολάδου είναι περίπου 30.000 τόνοι και η ιδιοκατανάλωση περίπου 36.000 τόνοι. Άρα 34.000 έως 39.000 τόνοι διακινούνται ως χύμα παρά την απαγόρευση…

Ο πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ θεωρεί πως οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ «βάζουν πλάτη» για τη συγκράτηση των τιμών, μειώνοντας τα ποσοστά κέρδους τους παρότι συνολικά η άνοδος των τιμών αυξάνει τα ονομαστικά τους κέρδη. «Οι λιανέμποροι πιέζουν τους τυποποιητές για κατά το δυνατόν χαμηλότερες τιμές, πράγμα όχι πάντα εφικτό, όταν έχεις ανελαστικά κόστη», σχολιάζει ο πρόεδρος του ΣΥΤΕΚ. Συμφωνεί, ωστόσο, ότι οι αλυσίδες συμμετέχουν στις προωθητικές ενέργειες, με προσφορές που φτάνουν έως και το -30% σε σχέση με τη μέση τιμή, φέρνοντας ως παράδειγμα τη διάθεση σε προσφορά επώνυμου ελαιόλαδου προς 9,50-10 ευρώ το λίτρο, όταν εκτός προσφοράς πωλείται προς 13-14 ευρώ το λίτρο.