Το 2024 μας άφησε σημαντικές οικονομικές παρακαταθήκες που θα προσδιορίσουν τις προοπτικές δυναμικής ανάπτυξης, στασιμότητας ή και οπισθοχώρησης της ελληνικής οικονομίας. Αυτές τις ποιοτικές και ποσοτικές εξελίξεις μελέτησε το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ και τις παρουσίασε στην Ενδιάμεση Έκθεσή του για το 2024.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες του ινστιτούτου η πορεία της ελληνικής οικονομίας στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου πέρυσι ήταν ήπια ανοδική, πράγμα που αξιολογείται θετικά, αφού συνέβη σε ένα διεθνές περιβάλλον έντονων οικονομικών και γεωπολιτικών ανισορροπιών.

Ωστόσο, η αβεβαιότητα που πλήττει τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ και κυρίως η κάμψη της βιομηχανικής παραγωγής της Γερμανίας, η οποία αποτελεί βασικό εξαγωγικό προορισμό των ελληνικών προϊόντων, όπως και η όξυνση των εμπορικών ανταγωνισμών των υπερδυνάμεων του πλανήτη, συνιστούν τροχοπέδη στον αναπτυξιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, καθιστούν αναγκαία την προσπάθεια ποιοτικής ενδυνάμωσης και κλαδικής εμβάθυνσης του παραγωγικού της συστήματος. Στην πρόσφατη Έκθεση Ντράγκι (Δεκέμβριος 2024) αναδείχθηκε η σημαντική παραγωγική και τεχνολογική υστέρηση της χώρας μας συγκριτικά με την ΕΕ ως όλον, η οποία υπονομεύει τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας και την αγοραστική δύναμη και την ευημερία των νοικοκυριών της. Σε προγενέστερη έρευνα του ινστιτούτου για την παραγωγική δομή και ικανότητα της ελληνικής οικονομίας καταγράφηκε η διαχρονική υστέρησή της και η διαπίστωση πως η Ελλάδα έχει περιορισμένο χρόνο να ανακατανείμει τους παραγωγικούς της πόρους, αν θέλει να επιβιώσει και να ευημερεί στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά.

Σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, τα βασικά οικονομικά δεδομένα του 2024 δείχνουν την ανάγκη προσαρμογής του δημοσιονομικού ισοζυγίου, μείωσης του μεγάλου εμπορικού ελλείμματος, βελτίωσης του χαμηλού διαρθρωτικού αποτυπώματος των επενδύσεων και εισοδηματικής θωράκισης των νοικοκυριών. Αναλυτικότερα, αναφορικά με την εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας το 2024 οι προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ συγκλίνουν σε έναν ρυθμό μεγέθυνσής του μεταξύ 2,1% και 2,3%, υψηλότερα, πάντως, του μέσου όρου της ΕΕ. Η κατανάλωση αποτελεί μεν πρωταρχικό προσδιοριστικό παράγοντα της αύξησης του ΑΕΠ, αλλά τα εισοδήματα των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων έχουν μικρή συμβολή (1% και 1,76% αντίστοιχα) στη μεταβολή του εισοδήματος και της κατανάλωσης. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, η συμβολή της κατανάλωσης ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα το πρώτο εξάμηνο πέρυσι ανήλθε στο 68,4% (όσο και το 2023), ενώ στην ΕΕ ήταν της τάξης του 52,9% (έναντι 52,8% το 2023).

Επενδυτική ανεπάρκεια
Το ίδιο εξάμηνο οι επενδύσεις στην Ελλάδα ανήλθαν στο 13,8% του ΑΕΠ (αντίστοιχα με το 2023) έναντι 21,3% στην ΕΕ (22,1% το 2023), ενώ ειδικά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 ήταν οι δεύτερες χαμηλότερες στην ΕΕ. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το τρίτο τρίμηνο του έτους οι επενδύσεις έμειναν σχεδόν στάσιμες (0,3% αύξηση του όγκου τους έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2023). Παρά τη σημαντική μεγέθυνσή τους από το 2021, κυρίως εξαιτίας των πόρων του ΤΑΑ, οι επενδύσεις εξακολουθούν να καταλαμβάνουν ένα μικρό μέρος του ΑΕΠ, πράγμα δηλωτικό του ανεμικού παραγωγικού και μακροοικονομικού μετασχηματισμού, που συνιστά παράγοντα υπονόμευσης μεσο-μακροπρόθεσμα των θεμελίων της ελληνικής οικονομίας.

Εκτός του μεγέθους των επενδύσεων σημαντικό ρόλο στην προοπτική ανάπτυξης της οικονομίας παίζει ασφαλώς η κατεύθυνσή τους. Από αυτή την άποψη μεγάλη ήταν η ποσοστιαία άνοδος των επενδύσεων σε κατοικίες, η οποία μεταξύ πρώτου εξαμήνου του 2019 και πρώτου εξαμήνου του 2024 ξεπέρασε το 140%. Ενδεικτικό της κατεύθυνσης των επενδύσεων είναι πως στις κατοικίες επενδύουν ακόμα και εταιρείες του μεταποιητικού κλάδου (τροφίμων-ποτών και ένδυσης), γιατί εκεί υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Συνολικά οι επενδύσεις της κατασκευαστικής δραστηριότητας ανήλθαν το ίδιο διάστημα στο 5,2% του ΑΕΠ, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και οπλικά συστήματα στο 6,2%, σε εξοπλισμό τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας μόλις στο 1,5% και στα προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας στο 2,4% του ΑΕΠ.

Διαρθρωτική η ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου
Αναφορικά με τις εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, το πρώτο εξάμηνο πέρυσι το εμπορικό έλλειμμα χειροτέρευσε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023, ενώ οι καθαρές εξαγωγές αντιστοιχούσαν στο -4,6% του ΑΕΠ έναντι 4,9% στην ΕΕ, με συνέπεια τη διαρκή απώλεια της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων και την αύξηση του εξωτερικού χρέους της οικονομίας. Σύμφωνα με την Eurostat, τη μεγαλύτερη επίπτωση στο ισοζύγιο προϊόντων είχαν τα ενδιάμεσα προϊόντα. Σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2023 τα ενδιάμεσα προϊόντα επιδείνωσαν το εμπορικό ισοζύγιο κατά 932 εκατ. ευρώ, ενώ τα κεφαλαιουχικά και τα καταναλωτικά προϊόντα περίπου κατά 400 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Το τρίτο τρίμηνο του 2024 το έλλειμμα στα ενδιάμεσα προϊόντα μεγάλωσε κατά 425 εκατ. ευρώ, όταν το έλλειμμα στα κεφαλαιουχικά προϊόντα αυξήθηκε μόλις κατά 23 εκατ. ευρώ, ενώ στα καταναλωτικά περιορίστηκε κατά 35 εκατ. ευρώ.

Το εύρημα αυτό αποτυπώνει την εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από τα εισαγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα και κατά συνέπεια αναδεικνύει, αφενός, τη σοβαρή ανεπάρκεια του παραγωγικού μας συστήματος σε όρους στρατηγικής αυτονομίας και, αφετέρου, την επιτακτική ανάγκη σχεδιασμού μιας σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής. Το δημόσιο χρέος το 2024, αν και κατέγραψε σημαντική αποκλιμάκωση, αφού από 172,5% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2023 έπεσε στο 163,6% το αντίστοιχο τρίμηνο πέρυσι, κυμάνθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα και η αποπληρωμή του «επιβάλλει» πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, με ό,τι αυτό σημαίνει για τα νοικοκυριά. Επιπλέον, η ακρίβεια έχει πλήξει τις περισσότερες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών από τον Νοέμβριο του 2020 έως τον Νοέμβριο του 2024. Ωστόσο, αν και τον Δεκέμβριο πέρυσι ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε αποκλιμακούμενος στο 2,9% έναντι 3,7% τον Δεκέμβριο του 2023, συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού.

Εισοδήματα και αγορά εργασίας
Στις επιπτώσεις του πληθωρισμού πρέπει να συνυπολογιστεί το πολύ χαμηλό επίπεδο των αποδοχών των μισθωτών –το 2023 ο μέσος μισθός ανήλθε στα 17.013 ευρώ, κάτω από το αντίστοιχο μέγεθος του 2009–, που σπρώχνουν τη χώρα στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ στη σχετική κατάταξη, σε συνδυασμό με την υπερβολική επιβάρυνση του κόστους στέγασης. Είναι ενδεικτικό πως στην πενταετία 2020-2024 οι ονομαστικές αμοιβές ανά απασχολούμενο εμφάνισαν σωρευτική αύξηση 13,2%, δηλαδή άνοδο που απέχει από την αντίστοιχη άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών (16,1% το εννεάμηνο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2024 σε σύγκριση με το αυτό εννεάμηνο του 2019).

Η αγορά εργασίας παρά τη βελτίωση των ποσοτικών μεγεθών της παρουσιάζει διαρθρωτικά προβλήματα. Συγκεκριμένα, παρά την ανάγκη ποιοτικής, παραγωγικής και υψηλής ειδίκευσης απασχόλησης με σταθερές εργασιακές σχέσεις, στο ελληνικό παραγωγικό μοντέλο αντικατοπρίζεται μια κλαδική διάρθρωση πολύ εύθραστη. Είναι χαρακτηριστικό ότι συγκριτικά με το τρίτο τρίμηνο του 2009, το τρίτο τρίμηνο του 2024 το μερίδιο των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα παραγωγής στον συνολικό όγκο της απασχόλησης ήταν χαμηλότερο κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες (16,7% από 21,4%), στον πρωτογενή τομέα κατά μία ποσοστιαία μονάδα (10,2% από 11,2%), ενώ, αντίθετα, το μερίδιο των θέσεων απασχόλησης στους κλάδους του τομέα των υπηρεσιών ενισχύθηκε σε 73,1% από 67,4%!

Με βάση τα προαναφερόμενα, όπως εκτιμά η έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ σχετικά με την παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας, τα βασικά κριτήρια για την οικονομική ανάπτυξη σχετίζονται με την ικανότητα δομικού μετασχηματισμού, με την δυνατότητα έρευνας και εφαρμογής νέων καινοτόμων μεθόδων παραγωγικής λειτουργίας και με την οργανική εγκόλπωση των τεχνολογιών αιχμής στην υφιστάμενη παραγωγική τους βάση. Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται η ανάγκη σχεδιασμού και άσκησης συγκροτημένης βιομηχανικής πολιτικής, η αναδιάρθρωση των παγιωμένων διασυνδέσεων και η μετάβαση προς ένα διαφορετικό παραγωγικό πρότυπο, που θα πυκνώνει τις συνέργειες μεταξύ κλάδων της οικονομίας και θα εξελίσσει το απαιτούμενο επίπεδο εξειδίκευσης των εργαζομένων. Η θέση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ είναι πως η όποια ανάπτυξη πρέπει πρωτίστως να είναι ανθρωποκεντρική και να επικεντρώνεται στη δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας με μισθούς αξιοπρεπούς διαβίωσης, αποτέλεσμα της διεξαγωγής συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας.