Μπορούμε να μιλήσουμε σοβαρά για καινοτομική δραστηριότητα της τυπικής ελληνικής παραγωγικής επιχείρησης σε εποχή οικονομικής κρίσης; Ο κ. Γιάννης Σπανός, επίκουρος καθηγητής στρατηγικού μάνατζμεντ στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας, απαντά.

«’Οταν μιλούμε για καινοτομία, οφείλουμε έναν σαφή διαχωρισμό. ‘Αλλο πράγμα είναι να δημιουργώ ένα νέο προϊόν, με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά βελτίωσης όσον αφορά στις ιδιότητές του, την ποιότητά του, τον τρόπο λειτουργίας του κοκ, κι άλλο είναι να βελτιώνω οριακά ένα προϋπάρχον προϊόν, σε επίπεδο design ή ποικιλίας, πράγμα που αφορά στο μάρκετινγκ. Νομίζω, λοιπόν, ότι σε ένα συντριπτικό ποσοστό οι ελληνικές επιχειρήσεις συγχέουν την έννοια της καινοτομίας με εκείνη του λανσαρίσματος κατά τη δεύτερη σημασία του διαχωρισμού που σας εξήγησα.

Πρόκειται για μια σύγχυση, σχετική με τα δομικά και τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Πράγματι, είμαστε μια χώρα δίχως παράδοση τεχνολογικής έρευνας και εφαρμογών, με ένα επιστημονικό ανθρώπινο κεφάλαιο που, ενώ διαπρέπει στο εξωτερικό, όταν επιστρέφει στη χώρα αδυνατεί να κάνει έρευνα και πρακτικές εφαρμογές, διότι απουσιάζει ο παραγωγικός ιστός που θα τα υποδεχτεί.

Σε κινούμενη άμμο

Στη χώρα μας κυριαρχούν οι μικρές και πολύ μικρές -ως προς τα δυτικοευρωπαϊκά δεδομένα- παραγωγικές επιχειρήσεις. Από αυτή την άποψη, το βασικό πρόβλημα της ελληνικής τυπικής επιχείρησης είναι ότι βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μέτωπα, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα αντιμετωπίσει. Το ένα συντίθεται από τα προϊόντα πολύ φθηνού κόστους και εντάσεως εργασίας, που εισάγονται από την Ανατολή (πχ την Κίνα) και το άλλο από τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, τα brands υψηλού κύρους και image, που έρχονται από τη Δύση. Επομένως, ο ζωτικός χώρος για τα προϊόντα της τυπικής ελληνικής παραγωγικής επιχείρησης βρίσκεται στην προβολή των πλεονεκτημάτων της ποιότητας και της εικόνας τους, έναντι των πολύ φθηνών προϊόντων από την Ανατολή, και στο χαμηλότερο κόστος κτήσης τους, έναντι των ισχυρών προϊόντων από τη Δύση. Μιλούμε για μια υβριδική κατάσταση, όπου η βάση των πλεονεκτημάτων των ελληνικών προϊόντων βρίσκεται πάνω σε μια κινούμενη άμμο. Αυτή η κινούμενη άμμος, λοιπόν, σε περιόδους κρίσης ρευστοποιείται ακόμα περισσότερο.

Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι η αποβιομηχάνιση της τελευταίας εικοσαετίας θα ενταθεί. Θα εξακολουθήσουν, βέβαια, να υφίστανται κάποιοι τομείς που εκ των πραγμάτων υποκαθιστούν τις εισαγωγές, όπως ο τομέας των τροφίμων, αλλά πέραν αυτού καρκινοβατούμε. Βλέπετε, η προστιθέμενη αξία σε αυτή τη χώρα, εκλαμβανόμενη συγκεντρωτικά, όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο πέφτει, καθώς γινόμαστε διαρκώς περισσότερο μεταπράτες απ’ όσο ήμασταν κατά παράδοση. Γι’ αυτό, άλλωστε, σε συνθήκες ύφεσης, αυτοί που στενάζουν περισσότερο ανήκουν στον εμπορικό κόσμο.

Θεωρώ ότι οι αντικειμενικές συνθήκες είναι τέτοιες που οι ελληνικές επιχειρήσεις αδυνατούν να καινοτομούν. Ούτε τη χρηματοδοτική δυνατότητα έχουν να ενισχύσουν την τεχνολογική έρευνα ούτε την απορροφητική ικανότητα για να επεκτείνουν τη γνώση που φτάνει από το εξωτερικό. Διότι, ακόμα και η μίμηση των ξένων καινοτομιών απαιτεί ένα υπόστρωμα τεχνολογικών ικανοτήτων που η τυπική ελληνική παραγωγική επιχείρηση, δυστυχώς, δεν διαθέτει. Εξαιρώ, φυσικά, τις μετρημένες στα δάχτυλα ελληνικές επιχειρήσεις που κάνουν έρευνα κι ανάπτυξη προϊόντων…».

Το άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος 379 του περιοδικού “σελφ σέρβις” (εκδόσεις Comcenter).