Εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, δάνεια γάμου, στεγαστικά, άτοκες- και ετεροχρονισμένες- δόσεις… Οι διαφορετικές, ανάλογα με την περίσταση και τη χρονική περίοδο, ονομασίες ενός και του αυτού πράγματος: της καταναλωτικής πίστης, που τα τελευταία χρόνια γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή στη χώρα μας. Το «πλαστικό χρήμα» κινεί κυριολεκτικά την αγορά. Ο δανεισμός των νοικοκυριών τριπλασιάστηκε την τελευταία πενταετία και αυξάνεται με ρυθμούς υπερδιπλάσιους από τους κοινοτικούς.
Εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, δάνεια γάμου, στεγαστικά, άτοκες- και ετεροχρονισμένες- δόσεις… Οι διαφορετικές, ανάλογα με την περίσταση και τη χρονική περίοδο, ονομασίες ενός και του αυτού πράγματος: της καταναλωτικής πίστης, που τα τελευταία χρόνια γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή στη χώρα μας. Το «πλαστικό χρήμα» κινεί κυριολεκτικά την αγορά. Ο δανεισμός των νοικοκυριών τριπλασιάστηκε την τελευταία πενταετία και αυξάνεται με ρυθμούς υπερδιπλάσιους από τους κοινοτικούς.
Κι όμως, η αγορά στενάζει παρά την ανάσα που της δίνει η πλήρης απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης (τα καταναλωτικά δάνεια μπορούν να αγγίξουν μέχρι και τα 50.000 ευρώ!). Τα «φέσια» πολλαπλασιάζονται και ήδη τον Νοέμβριο «έσπασαν» το- ψυχολογικό συν τοις άλλοις- φράγμα του 1 δισ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, ο ρυθμός αύξησης των λιανικών πωλήσεων επιβραδύνεται ταχύτατα. Η επιβράδυνση, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα εμφανής στα μεγάλα καταστήματα, στα πολυκαταστήματα και στα σούπερ μάρκετ, που μέχρι και πέρυσι κρατούσαν τα σκήπτρα στους ρυθμούς ανόδου του τζίρου των λιανεμπορικών επιχειρήσεων.
Τον Σεπτέμβριο του 2003 οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ είχαν αυξηθεί 14,6% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2002. Τον Σεπτέμβριο του 2004 η αύξηση ήταν μόλις 6,5%, δηλαδή παρατηρήθηκε μια επιβράδυνση της τάξης του 55,5%. Στα πολυκαταστήματα, αντίστοιχα, το ποσοστό αύξησης περιορίστηκε από 14,1% σε 3,9%, δηλαδή ο ρυθμός επιβράδυνσης ξεπέρασε το 72%. Στο σύνολο των λιανεμπορικών επιχειρήσεων, η αύξηση των πωλήσεων σε ετήσια βάση επιβραδύνθηκε κατά 41%. Σε μέσα επίπεδα το αντίστοιχο ποσοστό τους το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου άγγιξε το 20%, ενώ στα σούπερ μάρκετ ξεπέρασε το 26% και στα πολυκαταστήματα το 28%.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Οι ανάγκες διευρύνθηκαν την τελευταία δεκαπενταετία, χωρίς να υπάρξει ανάλογη διεύρυνση και των εισοδημάτων, τονίζει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, κ. Δ. Ασημακόπουλος. Το 1990 αντιστοιχούσαν μόλις 15 ΙΧ αυτοκίνητα σε κάθε 100 κατοίκους, σήμερα ξεπέρασαν τα 35. Επίσης, τα νοικοκυριά -όχι όλα- διέθεταν το πολύ ένα τηλέφωνο, ενώ σήμερα σε κάθε σπίτι, εκτός από το σταθερό τηλέφωνο, υπάρχουν 2-3 κινητά, για να μην αναφερθούμε στις συνδέσεις στο Internet, τη συνδρομητική τηλεόραση κλπ. Η κάλυψη αυτών των νέων δαπανών γίνεται με τον περιορισμό των παλαιών «κλασικών» αναγκών, με τη στροφή σε φθηνότερα προϊόντα, αλλά και με τον δανεισμό. «Με την είσοδο στην ΟΝΕ, που είχε ως αποτέλεσμα και τη μείωση των επιτοκίων, οι Έλληνες στράφηκαν μαζικά προς τον δανεισμό προκειμένου να καλύψουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, ξεπέρασαν τις δυνάμεις τους, αλλά δυστυχώς ξέχασαν ότι "τα δανεικά σε καμία περίπτωση δεν είναι αγύριστα», επισημαίνει ο Π. Καρέλλας, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας.
Η στροφή των καταναλωτών προς τα φθηνά προϊόντα ευθύνεται για την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των λιανικών πωλήσεων. Την ίδια στιγμή τα εκπτωτικά καταστήματα ζουν ημέρες δόξας, ενώ το παραεμπόριο απειλεί με αφανισμό τις οργανωμένες εμπορικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Π. Καρέλλα, ο ετήσιος τζίρος του παραεμπορίου μόνο στους κλάδους ένδυσης, υπόδησης και ειδών δώρων υπερβαίνει το 1,2 δισ. ευρώ.
Προοδεύει το "φέσι" …γεωμετρικά
Τα στοιχεία που δημοσιοποίησε τον περασμένο Δεκέμβριο η «Τειρεσίας ΑΕ» σχετικά με τα «φέσια» στην αγορά, αποκάλυψαν με εντυπωσιακό τρόπο τις «δύσκολες ημέρες» που διάγουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Η ΕΣΥΕ, με τα δικά της στοιχεία για τον δείκτη αξίας λιανικών πωλήσεων, απλώς επιβεβαίωσε το γεγονός ότι η αγορά έχει εισέλθει σε ένα φαύλο κύκλο, από τον οποίο πολύ δύσκολα θα καταφέρει να εξέλθει.
Σύμφωνα με την «Τειρεσίας ΑΕ», για πρώτη φορά στα χρονικά οι ακάλυπτες επιταγές και οι απλήρωτες συναλλαγματικές έσπασαν το φράγμα του 1 δισ. ευρώ κατά το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2004. Άγγιξαν τα 1,1 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 25,3% ή 220 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2003. Στις ακάλυπτες επιταγές η αύξηση ήταν 28,3% και στις απλήρωτες συναλλαγματικές έφθασε το 10,2%. Χαρακτηριστικό της ολοένα επιδεινούμενης κατάστασης είναι και το γεγονός ότι από τον Σεπτέμβριο και μετά οι ακάλυπτες επιταγές κάθε μήνα ξεπερνούν τα 100 εκατ. ευρώ. Τον Σεπτέμβριο η αξία αυτών των επιταγών ήταν 41% υψηλότερη από τον Σεπτέμβριο του 2003, τον Οκτώβριο το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 53%, ενώ τον Νοέμβριο ξεπέρασε το 117%!
Δανεισμός μέχρι τα μπούνια
Εξίσου αποκαλυπτικά και ίσως περισσότερο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος αναφορικά με τον δανεισμό των ελληνικών νοικοκυριών. Το υπόλοιπο των δανείων των νοικοκυριών τον περασμένο Σεπτέμβριο ανήλθε στο ποσό-ρεκόρ των 48 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου στο 30% του ΑΕΠ, εκ των οποίων τα 15,7 δισ. ευρώ, περίπου το 10% του ΑΕΠ, αφορούν σε καταναλωτικά δάνεια και περί τα 30,8 δισ. ευρώ σε στεγαστικά. Μέσα σε ένα δωδεκάμηνο τα καταναλωτικά δάνεια αυξήθηκαν άνω του 39%. Στα προσωπικά δάνεια η αύξηση άγγιξε επίπεδα-ρεκόρ, της τάξης του 66,6%, ενώ ο δανεισμός μέσω των πιστωτικών καρτών αυξήθηκε κατά 23,7% και τα δάνεια με δικαιολογητικά κατά 35,5%.
Η Τράπεζα της Ελλάδας επανειλημμένα έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της, στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2004 καθυστερούσε το 8,3% των καταναλωτικών δανείων έναντι 8% ένα εξάμηνο πριν. Στην ευρωζώνη ο μέσος όρος καθυστέρησης κυμαίνεται γύρω στο 3%.
Πολύ ευάλωτα στην προσφυγή στον δανεισμό, για την κάλυψη καταναλωτικών τους αναγκών, προσφεύγουν -σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΚΕ- τα «μη φτωχά νοικοκυριά». Η έρευνα διαπίστωσε ότι ανάμεσα στα φτωχά νοικοκυριά δάνειο έλαβε το 20,7%, ενώ στα μη φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό των δανειοληπτών ανήλθε σε 56,6%.
Από τα στοιχεία εξάλλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προκύπτει ότι τα τελευταία χρόνια ο ρυθμός αύξησης των δανείων των νοικοκυριών (καταναλωτικά και στεγαστικά) είναι υπερδιπλάσιος από τον μέσο όρο της ΕΕ. Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη της εν λόγω τράπεζας, το χρέος των ελληνικών νοικοκυριών σε κάρτες και καταναλωτικά δάνεια το 1998 κάλυπτε μόλις το 2,8% του ΑΕΠ. Το 2003 το αντίστοιχο ποσοστό είχε φθάσει το 8,1% του ΑΕΠ, για να εκτιναχθεί στο 9,8% τον Σεπτέμβριο του 2004. Στην ευρωζώνη το ίδιο διάστημα μειώθηκε από 17,5% σε 15,9%.
Για να καταδειχθεί το μέγεθος του προβλήματος, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2003 τα δάνεια των νοικοκυριών σε χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία αναλογούσαν στο 8,2% του ΑΕΠ. Στην Πορτογαλία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 6,6%, στην Ισπανία 7,5%, στην Ολλανδία 4,4%, στο Βέλγιο 3,2%, στην Ιταλία 2,8% κλπ.
Το 1998 το συνολικό χρέος των νοικοκυριών (καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια) δεν έφθανε ούτε τα 10 δισ. ευρώ και αναλογούσε στο 9% του ΑΕΠ. Σήμερα αγγίζει τα 50 δισ. ευρώ, δηλαδή έφθασε το 30% του ΑΕΠ, δηλαδή υπερτριπλασιάστηκε. Την ίδια χρονική περίοδο στην Ιταλία το χρέος των νοικοκυριών διπλασιάστηκε και έφθασε το 14,5% του ΑΕΠ, ενώ ανάλογοι ήταν και οι ρυθμοί αύξησης και σε άλλες χώρες της ΕΕ με παρεμφερή οικονομική δομή με εκείνη της Ελλάδας.