Ακολουθώντας το ίδιο σκεπτικό που μας οδήγησε στην αλλαγή του τρόπου παρουσίασης των οικονομικών στοιχείων, στα σχόλια που ακολουθούν παρουσιάζουμε τις εξελίξεις του κλάδου των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ όπως αυτές συνάγονται από τα οικονομικά στοιχεία.
Ακολουθώντας το ίδιο σκεπτικό που μας οδήγησε στην αλλαγή του τρόπου παρουσίασης των οικονομικών στοιχείων, στα σχόλια που ακολουθούν παρουσιάζουμε τις εξελίξεις του κλάδου των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ όπως αυτές συνάγονται από τα οικονομικά στοιχεία.
Οι εξελίξεις αυτές εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο του οικονομικού γίγνεσθαι σε εθνικό και διεθνές επίπεδο και σχολιάζονται όχι με σκοπό την ποδηγέτηση του αναγνώστη και την καθοδήγησή του στο να εξάγει συγκεκριμένα συμπεράσματα. Απλώς διατηρούμε το αυτονόητο δικαίωμα όλων στην κατάθεση γνώμης στηριζόμενης σε συγκεκριμένα στοιχεία, χωρίς να διεκδικούμε περγαμηνές αυθεντίας και ακαδημαϊσμού. Γνωρίζουμε πως τα οικονομικά δεδομένα δεν έχουν μόνο μία ή δύο ερμηνείες. Για τον λόγο αυτό στοχεύουμε περισσότερο σε μια μεθοδολογική προσέγγιση, αφήνοντας τον καθένα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Εξάλλου δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι η κριτική είναι λίγο ή πολύ… επιτυχημένες παρανοήσεις.
Το γενικό κλίμα στην Ελλάδα και διεθνώς
Η χρονιά 2000, όπως είχαμε αναφέρει στο ΠΑΝΟΡΑΜΑ του 2001, είχε σημαδευτεί από μια αναζωπύρωση της τάσης συγκέντρωσης ισχυρών μεριδίων της αγοράς του λιανεμπορίου τροφίμων εκ μέρους των ομίλων εταιρειών και από την ύφεση στην κερδοφορία μιας σειράς επιχειρήσεων, μικρότερων ή μεγαλύτερων.
Το 2001 δεν ξέφυγε από το γενικό αυτό πλαίσιο, παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις ορισμένων εταιρειών, που εξακολουθητικά τα τελευταία χρόνια είναι οι πρωτοπόροι στην ανάπτυξη και την κερδοφορία. Και οι δύο αυτές χρονιές ανέδειξαν με τον πιο οδυνηρό τρόπο το αξίωμα ότι «η ανάπτυξη δεν είναι αυτοσκοπός και δεν συνεπάγεται αναπόδραστα και την ανάπτυξη στην κερδοφορία».
Η ίδια πορεία σημάδεψε και το 2002, με συγχωνεύσεις που ολοκλήρωσαν την εμπορική, οικονομική και οργανωτική δομή των μεγαλύτερων αλλά και των μικρότερων ομίλων.
Οι αιτίες που ωθούν σε μια τέτοια εξελικτική διαδικασία δεν είναι άγνωστες, δεν περιορίζονται σε μία ή δύο και πολύ περισσότερο δεν είναι βραχυχρόνιες. Οφείλουμε να τις αναζητήσουμε (τις αιτίες και όχι τις αφορμές) στην «παθολογία» που χαρακτηρίζει τον τομέα των σούπερ μάρκετ εδώ και χρόνια και κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα, που ξεφεύγει από τις προθέσεις του ΠΑΝΟΡΑΜΑΤΟΣ και τις ανάγκες που έρχεται να καλύψει.
Οι οποιεσδήποτε φωτεινές εξαιρέσεις ή πρόσκαιρες αναλαμπές δε στάθηκαν ικανές, αυτές και μόνο, να δώσουν το στίγμα στο γενικό κλίμα και να το μεταβάλλουν. Ούτε η δυναμική τους ήταν τέτοια ώστε να παίξουν τον ρόλο ατμομηχανής που θα οδηγούσε τις επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ σε απεγκλωβισμό από τη στασιμότητα και σε στροφή προς την κερδοφορία.
Βέβαια δε θα πρέπει να μας διαφεύγουν ορισμένα γεγονότα. Το 2002 ήταν η χρονιά κατά την οποία καθιερώθηκε το ενιαίο νομισματικό σύστημα της Ενωμένης Ευρώπης, με την χρήση του ευρώ ως ενιαίου πλέον νομίσματος της ευρωζώνης. Οι συνθήκες και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν, είτε αφορούσαν το πάγωμα των τιμών είτε τις τεχνικές και ουσιαστικές προσαρμογές των επιχειρήσεων, τις επιβάρυναν με λειτουργικό κόστος που μείωσε την κερδοφορία. Αλλά χρόνια τώρα όλο και κάτι συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα. Μια η συγκράτηση του πληθωρισμού, μια οι σεισμοί, μια οι πλημμύρες, μια οι ταξιδιωτικές οδηγίες, οι διοξίνες, οι αγελάδες που τρελάθηκαν… και πάει λέγοντας. Και όλα αυτά, παρά την τόνωση της κατανάλωσης τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, από την οποία τα τρόφιμα και τα ποτά –σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα– πήραν τη μεγαλύτερη μερίδα.
Μία άλλη παράμετρος που δεν πρέπει να αγνοηθεί είναι η διεθνής συγκυρία. Εδώ θα κάνουμε μόνο μία επισήμανση. Σε διεθνές επίπεδο τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλύτερα. Και εκεί γιγαντώθηκε η συγκέντρωση, λαμβάνοντας παγκόσμιες διαστάσεις. Και εκεί η στασιμότητα στην κερδοφορία χαρακτήρισε μία σειρά επιχειρήσεων. Για να μην αναφερθούμε στην Αμερική με τα γνωστά γεγονότα στον χώρο των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ.
Για τα ευρωπαϊκά και τα παγκόσμια μέτρα η Ελλάδα είναι μια μικρή, περιφερειακή αγορά, η οποία μεταξύ άλλων επηρεάζεται από τις αναταράξεις αυτές άμεσα ή έμμεσα. Σαν τη μικρή βάρκα που ταλαντεύεται από τους κυματισμούς που δημιουργούν τα απόνερα ενός πλωτού γίγαντα. Η μικρή βάρκα χρειάζεται καλό και διορατικό καπετάνιο. Κατά τα άλλα και το μικρό και το γιγαντιαίο σκάφος ακολουθούν την ίδια ρότα. Άλλο θέμα το αν, το πώς και το πότε θα φτάσουν στον κοινό προορισμό.
Ο ελεύθερος ανταγωνισμός
Το σίγουρο είναι πως και το 2002, όπως και τις προηγούμενες χρονιές, το μόνο που έμεινε αλώβητο είναι το κλίμα του έντονου ανταγωνισμού. Είναι πλέον εμφανείς οι απώτεροι στόχοι των μεγάλων να συνεχίσουν τη διαδικασία κυριαρχίας στην ελληνική αγορά. Η διαδικασία αυτή εκτείνεται μέχρι τα όρια της εξόντωσης όποιων δεν αντέχουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Ο ελεύθερος ανταγωνισμός, κανόνας και προϋπόθεση της λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, που τόσο διαφημίζεται, φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί το άλλοθι για την άσκηση μιας εξοντωτικής ή και αθέμιτης τακτικής οικονομικής επιβολής και κυριαρχίας. Για δεκαετίες ολόκληρες οι ιθύνοντες του οικονομικού γίγνεσθαι στη χώρα μας από τη μία και η πολιτεία από την άλλη, αφόριζαν κάθε παρεμβατισμό στη λειτουργία της αγοράς. Και πράγματι, προς τα εκεί οδηγήθηκε η Ελλάδα. Γι’ αυτό καυχιόμαστε ότι είμαστε μία χώρα σύγχρονη, που εν τέλει κατάφερε να ξεφύγει από τη μιζέρια και την οπισθοδρόμηση. Όμως το «αόρατο χέρι» που κατά τον Adam Smith εξασφαλίζει την ισορροπία της αγοράς, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι και τόσο αόρατο. Πώς χρησιμοποιήθηκε δηλαδή αυτός ο απογαλακτισμός του εμπορίου από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κρατικού παρεμβατισμού; Εν ονόματι του ελεύθερου ανταγωνισμού ορισμένοι αετονύχηδες δεν άφησαν να πάνε χαμένες οι ευκαιρίες να καλλιεργηθεί η κερδοσκοπία και ο ετσιθελισμός. Και τέτοια φαινόμενα τα είδαμε επανειλημμένα τις προηγούμενες χρονιές.
Το 2002 δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Είναι πασίγνωστες οι περιπτώσεις εκδήλωσης αυτών των φαινομένων με αφορμή τη μετάβαση από το εθνικό νόμισμα στο ευρώ και την απαγόρευση των πωλήσεων κάτω του κόστους. Η πολιτεία αναλώθηκε σε εξαγγελίες, απειλές, μαύρες λίστες, υποτιθέμενους ελέγχους και ποινές, που τελικά δεν είδαμε. Η προσπάθεια να κοντύνει το «αόρατο χέρι» είναι εμφανής. Και είναι γνωστό ότι παρά το γεγονός ότι ψηφίστηκε νόμος για τις πωλήσεις κάτω του κόστους, σε πολλές περιπτώσεις αυτός δεν εφαρμόζεται. Και οι αρχές τηρούν στάση αναμονής. Μάλιστα κάποιοι προκάλεσαν και παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία γνωμοδότησε ότι ο νόμος είναι αντίθετος με την ελεύθερη αγορά. Υπήρξαν συγκεκριμένες καταγγελίες στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και από πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο φαίνεται ότι θα επιβληθούν πρόστιμα. Οψόμεθα! Τώρα «το αόρατο χέρι» λειτούργησε σαν ταχυδακτυλουργός, προσαρμόζοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό στις περιστάσεις.
Οι συνενώσεις, οι εξαγορές, η είσοδος νέων πολυεθνικών
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα κινήθηκαν οι ελληνικές επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ. Και ενώ αυξάνουν οι φημολογίες (ως πότε θα είναι φημολογίες;) για νέο κύμα εξαγορών που αναμένεται να ξεσπάσει και για επέλαση νέων πολυεθνικών κολοσσών που ανιχνεύουν τις συνθήκες για την πιθανή είσοδό τους στη χώρα μας, οι αμιγώς ελληνικές επιχειρήσεις δε φαίνεται να έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει το νέο γίγνεσθαι. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν διανοούνται να συνενωθούν σε μεγάλες, δυνατές οικονομικές μονάδες. Αυτό αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στον μαρασμό τους και στο φυσικό επακόλουθο, την εξαγορά τους από άλλες μεγαλύτερες και κυρίως από τις πολυεθνικές εταιρείες, αλλά με δυσμενέστερους πλέον όρους. «Εκείνος που χαμογελά, το θλιβερό μαντάτο ακόμα δεν το πήρε».
Πώς διαμορφώθηκαν τα συνολικά οικονομικά μεγέθη του κλάδου των σούπερ μάρκετ
Τα σούπερ μάρκετ πήραν τη μερίδα του λέοντος από την πίτα της Λιανικής Πώλησης. Το 2002 οι Λιανικές Πωλήσεις σε εθνικό επίπεδο παρουσίασαν αύξηση κατά 9,2%, όταν οι Πωλήσεις στον κλάδο των σούπερ μάρκετ, σύμφωνα με τα στοιχεία των 69 επιχειρήσεών του δείγματος που εξετάζουμε στο ΠΑΝΟΡΑΜΑ, αυξήθηκαν κατά 13,14%. Το 2001 είχε σημαδευτεί από στασιμότητα στην κερδοφορία και πολλές επιχειρήσεις του κλάδου είχαν παρουσιάσει μεγάλες ζημιές. Το 2002 αυτή η εικόνα έχει αισθητά βελτιωθεί, παρουσιάζοντας μεταβολή +222%, χωρίς ωστόσο το γεγονός αυτό να μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι ξεπεράστηκαν τα προβλήματα και πως ο κλάδος πέρασε σε μια οικονομικά ορθολογιστική κερδοφορία.
Η βελτίωση των αποτελεσμάτων οφείλεται στη μικρή μεταβολή του Περιθωρίου του Μικτού Κέρδους, στη συγκράτηση του Λειτουργικού Κόστους και σε Ανόργανα Έσοδα, που κυρίως προέρχονται από υπεραξίες ακινήτων. Η εξέλιξη αυτή προέκυψε από τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων με βάση τον νόμο 1297, γεγονός που είχε ως συνέπεια να εξυγιανθούν οι ισολογισμοί των επιχειρήσεων που συγχωνεύθηκαν, εμφανίζοντας τις αφανείς υπεραξίες των Ακινήτων και του Πάγιου Ενεργητικού, αποσβένοντας το μεγαλύτερο μέρος των Εξόδων Ίδρυσης και Πρώτης Εγκατάστασης, καθώς και μεγάλο μέρος των Ασώματων Ακινητοποιήσεων.
Υπενθυμίζεται ότι το 2002 και το 2001 είχε προηγηθεί η τάση αξιοποίησης αυτών των υπεραξιών με τη μεθοδολογία του sale & leaseback, η οποία έδωσε στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τις συσσωρευμένες υπεραξίες των ακινήτων τους, αφενός εξασφαλίζοντας φθηνότερη και μακροχρόνια χρηματοδότηση και αφετέρου αποσβένοντας ζημιές ή χρηματοδοτώντας τα αναπτυξιακά τους προγράμματα.
Με αυτή τη λογική τα Πάγια εμφανίζονται αυξημένα κατά 25,9%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε επενδύσεις και υπεραξίες, η Βραχυπρόθεσμη Τραπεζική Χρηματοδότηση εμφανίζεται μειωμένη κατά 52,8%, η Μακροπρόθεσμη αυξημένη κατά 104,2% και ο Συνολικός Τραπεζικός Δανεισμός παρουσιάζει μείωση κατά 35,4%. Αυτό οφείλεται στους λόγους που προαναφέραμε, καθώς και στη χρηματοδότηση των νέων επενδύσεων σε μεγάλο μέρος με τη μέθοδο της χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing).
Αναλυτικούς πίνακες βλέπε ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ Νο. 7 σελ. 14