Επειδή οι αλλαγές που επίκεινται στην ελληνική αγορά θα αφορούν –μεταξύ όλων των άλλων– και το πλαίσιο αξιολόγησης των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ βάσει των σύνθετων οικονομικών αποτελεσμάτων τους, το εγχείρημά μας να κατατάξουμε τις 50 μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου με βάση: rnτις πωλήσεις, το % μικτό κέρδος, το % λειτουργικό κόστος, τα % αποτελεσμάτων προ αποσβέσεων, το % καθαρού αποτελέσματος προ φόρων είναι ένα «πνευματικό-οικονομικό παιχνίδι-εργαλείο», καθώς βοηθάει στην επισήμανση της οικονομικής αποτελεσματικότητας των εταιρειών και στη σύγκρισή τους με τις άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις.

Από τις αρχές της δεκαετίας ’70, όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ, επικράτησε να γίνεται η αξιολογική κατάταξη των επιχειρήσεων αυτών με μοναδικό κριτήριο τον όγκο των πωλήσεων. Έτσι καθιερώθηκε η αναφορά στους «μεγάλους» και στους «μικρούς» του κλάδου. Σε αυτή την αντίληψη αξιολόγησης εθίστηκε τόσο ο κλάδος όσο και ο μέσος αναγνώστης των σχετικών δημοσιευμάτων.

Ωστόσο δε συνέβαινε το ίδιο σε άλλους χώρους της οικονομικής ζωής. Οι τράπεζες αξιολογούσαν τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούσαν με οικονομικά κριτήρια. Η εφαρμογή των κριτηρίων γινόταν με ελαστικότητα και με ανάληψη μεγαλυτέρων κινδύνων, το κόστος των οποίων επιβάρυνε τον χρηματοδοτούμενο –οι τράπεζες συνυπολογίζουν στο επιτόκιο και το κόστος του κινδύνου. Τα τελευταία χρόνια εφαρμόστηκαν αυστηρότερα κριτήρια χρηματοδότησης, που μερικές φορές έφτασαν στη μυωπική υπερβολή. Υπήρξαν τράπεζες που περιόρισαν τις χρηματοδοτήσεις σε κάποιες επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ. Και καλά έκαναν, αν διακινδύνευαν να χάσουν τα χρήματά τους. Αλλά υπήρξαν και περιπτώσεις που περιόρισαν τη ροή χρήματος ακόμα και σε μεγάλες αλυσίδες οι οποίες τους παρείχαν πολλαπλάσιες εμπράγματες εξασφαλίσεις.

Στο χρηματιστήριο ισχύουν επίσης κριτήρια αυστηρά και αδιαπραγμάτευτα. Ο επενδυτής δεν αγοράζει «τζίρο», αγοράζει προσδοκία απόδοσης του κεφαλαίου του: από τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους και από την υπεράξια της μετοχής του, που εξαρτάται και από τα κέρδη αλλά και από άλλα κριτήρια που δεν είναι του παρόντος να αναφέρουμε. Αλλά και εκεί τα κριτήρια δεν είναι πάντοτε αμιγώς οικονομικά. Η δύναμη που διαθέτουν πολλοί οικονομικοί κολοσσοί τούς δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνουν τις οικονομικές αξιολογήσεις και με άλλα κριτήρια, εκτός των παραμέτρων της οικονομικής δεοντολογίας. Έτσι οι οικονομικές σταθερές μετατρέπονται σε… χιμαιρικές επιδιώξεις.

Το κλίμα που διαμορφώθηκε στο χρηματιστήριο της χώρας μας είχε επίπτωση και στον κλάδο των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ. Πολλές επιχειρήσεις ανέστειλαν την προγραμματισμένη είσοδό τους στο ΧΑΑ.

Κατά την τελευταία δεκαετία σημειώθηκαν σημαντικές ανακατατάξεις στον κλάδο των σούπερ μάρκετ. Μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις επιδόθηκαν σε έναν αγώνα ταχύτητας για την εδραίωση της θέσης τους μέσω της επέκτασης των δικτύων πώλησης, εξαγορών και συμμαχιών. Η στρατηγική αυτή δεν στηρίχθηκε πάντοτε σε καθαρώς οικονομικά κριτήρια και το αποτέλεσμα ήταν να αποδυναμωθούν σταδιακά οι βασικοί οικονομικοί παράμετροι που καθορίζουν την οικονομική ζωή της επιχείρησης. Οι δείκτες αποτελεσματικότητας έφθιναν, μέχρι που κατέληξαν –σε πολλές περιπτώσεις– ζημιογόνοι. Η επέκταση, ο γιγαντισμός και οι επενδύσεις αποτέλεσαν κριτήρια κάθε άλλο παρά οικονομικού ορθολογισμού. Ακόμα και εύρωστες επιχειρήσεις θυσίασαν την αποτελεσματικότητα και την κερδοφορία προς χάρη της επέκτασης και της αύξησης των πωλήσεων. Η μείωση της κερδοφορίας και η έλλειψη ιδίων κεφαλαίων ώθησε σε αύξηση του δανεισμού και σε αλυσιδωτή μείωση των αποτελεσμάτων. Τα καθαρά κέρδη συρρικνώθηκαν και για σειρά ετών καθηλώθηκαν σε οριακά επίπεδα, με εξαίρεση δυο τρεις από τις μεγάλες επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ.

Το σκηνικό μετεβλήθη άρδην από την ώρα που εισήλθαν στη χώρα μας πολυεθνικές με τεράστια οικονομική επιφάνεια και καθοριστική εμβέλεια. Η στρατηγική αυτών των επιχειρήσεων δεν διαμορφώνεται με τοπικά, ελλαδικά, κριτήρια, αλλά με υπερτοπικούς και διεθνείς προσανατολισμούς. Σ’ αυτό το κλίμα οι βασικοί οικονομικοί δείκτες πάνε περίπατο και οι ελληνικές επιχειρήσεις οδηγούνται σε έναν… αγώνα αντοχής.

Έτσι προέκυψε το εξής φαινόμενο: αρκετές μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις του κλάδου δυνάμωσαν, εδραίωσαν τη θέση τους και παρουσιάζουν αποτελέσματα σε δείκτες %, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη πολύ πιο ικανοποιητικά από τις μεγάλες. Η εξαγορά μερικών μικρών αλυσίδων από άλλες δεν αναιρεί αυτή την εκτίμηση. Γιατί και αυτές οι εξαγορές δεν έγιναν απαραίτητα επειδή οι εξαγορασθείσες επιχειρήσεις δεν πήγαιναν καλά –αν και υπήρξαν και τέτοιες περιπτώσεις. Κάποιες επιχειρήσεις εξαγοράσθηκαν, αλλά και νέες δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν.

Με τη πρώτη ματιά αυτό φαίνεται παράδοξο, αν εμβαθύνουμε όμως, βλέπουμε ότι το φαινόμενο έχει τις λογικές του εξηγήσεις. Δεν σκοπεύουμε να παρουσιάσουμε εδώ τη δική μας εκδοχή. Θα το κάνουμε σε άλλη ευκαιρία. Πρόθεσή μας είναι να αναδείξουμε το πρόβλημα και να το θέσουμε σε «προτεραιότητα», για μια σειρά λόγους που θα αναφέρουμε παρακάτω. Ωστόσο θέλουμε να στηρίξουμε την άποψή μας σε δεδομένα και στοιχεία που θα αποδεικνύουν πως ξεκινάμε από μια αντικειμενική βάση. Κι αυτή τη βάση μας τη δίνουν οι δείκτες του λογαριασμού αποτελεσμάτων των 50 μεγαλύτερων επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ, όπως παρουσιάζονται στη φετινή έκδοση «ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ 2002».

Στο ΠΑΝΟΡΑΜΑ ακολουθήθηκε πάντοτε η τακτική της κατάταξης των επιχειρήσεων με κριτήριο τις πωλήσεις. Και είναι φυσικό. Αυτή όμως είναι απλώς μία κατάταξη και όχι αξιολόγηση. Στην έκδοση του 2002 επιχειρήσαμε να επισημάνουμε και μία άλλη διάσταση, καταρτίζοντας έναν πίνακα όπου δίπλα στην κατάταξη των επιχειρήσεων ως προς τις πωλήσεις εμφανίζεται και η κατάταξη με κριτήρια του λογαριασμού εκμετάλλευσης.

Στον πίνακα αυτό (πίνακας 1) οι αριθμοί αναφέρονται στη σειρά κατάταξης των 50 μεγαλυτέρων εταιρειών σούπερ μάρκετ με βάση τα πέντε κυριότερα οικονομικά μεγέθη των αποτελεσμάτων. Έτσι, για παράδειγμα, η πρώτη σε πωλήσεις εταιρεία μπορεί να κατατάσσεται στη 10η θέση ως προς το % μικτού κέρδους ή στην 5η ως προς το % λειτουργικού κόστους, στην 29η ως προς τα αποτελέσματα προ αποσβέσεων και στην 44η ως προς τα καθαρά αποτελέσματα προ φόρων.

Απλή και σύνθετη αξιολογική κατάταξη

Οι μονάδες αξιολόγησης για τις πωλήσεις υπολογίζονται με βάση την σειριακή κατάταξη των επιχειρήσεων (η πρώτη παίρνει 50 μονάδες, η δεύτερη 49 κοκ). Τα υπόλοιπα κριτήρια αξιολογούνται ανάλογα με την επίπτωση που έχουν στο τελικό αποτέλεσμα.

Με αυτό το σκεπτικό τα τέσσερα κριτήρια έχουν ομοιόμορφη επίπτωση στα αποτελέσματα. Δηλαδή όσο πιο ψηλά είναι μια επιχείρηση στη σειριακή κατάταξη τόσες πιο πολλές μονάδες παίρνει. Το % του λειτουργικού κόστους επιδρά αντίστροφα. Όσο πιο μεγάλο το % τόσο πιο δυσμενής είναι η επίπτωση στα αποτελέσματα. Έτσι τις 50 μονάδες τις παίρνει η επιχείρηση με το μικρότερο % λειτουργικού κόστους και τις λιγότερες η επιχείρηση με το μεγαλύτερο %.

Τα πέντε κριτήρια βαραίνουν περισσότερο ή λιγότερο στην αποτελεσματικότητα της επιχείρησης. Γι αυτό και ορίσαμε διαφορετικούς συντελεστές βαρύτητας, που εκφράζουν την άποψή μας για τη σημαντικότητα του καθενός κριτηρίου.

Στο παρακάτω πίνακα αναφέρονται τα κριτήρια, οι μονάδες αξιολόγησης και οι συντελεστές βαρύτητας.







 

Κριτήριο

Κατάταξη

Συντελεστής βαρύτητας

Μονάδες 1ης επιχείρησης

Μονάδες 50ης επιχείρησης

Πωλήσεις

Φθίνουσα

1

50

1

% μικτού κέρδους

Φθίνουσα

2

50

1

% λειτουργικού κόστους

Φθίνουσα

2

1

50

% Αποτελεσμ. Προ αποσβέσεων

Φθίνουσα

4

50

1

% Καθαρού αποτελ. Προ φόρων

Φθίνουσα

5

50

1

Στον πίνακα 2 φαίνονται οι μονάδες για το κάθε κριτήριο. Στον πίνακα 3 φαίνονται οι συνολικές μονάδες που προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό των μονάδων του πίνακα 2 επί τον αντίστοιχο συντελεστή βαρύτητας (δυσχέρειας).

Απεικονιζόμενα τα δεδομένα σε διάγραμμα, μας δίνουν μια σύνθετη εικόνα της επιχείρησης. Έτσι μια επιχείρηση με πωλήσεις που την κατατάσσουν στην πρώτη δεκάδα του δείγματος είναι πιθανό (όπως προκύπτει από τα δεδομένα) να κατατάσσεται σε ήσσονα θέση στη συνολική σύνθετη κατάταξη-αξιολόγηση. Αυτή η λογική φανερώνει ότι δεν είναι αποκλειστικό κριτήριο αξιολόγησης οι πωλήσεις, αλλά η κερδοφορία προ και μετά αποσβέσεων.

Παραδοχές αξιολογικής κατάταξης

Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να παραθέσουμε ορισμένες παραδοχές και επεξηγήσεις:

  • Η αξιολόγηση γίνεται τεχνοκρατικά. Δεν προδικάζει τη συνολική δυναμική μιας επιχείρησης, η οποία εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως η κεφαλαιουχική της διάρθρωση, η δανειακή επιβάρυνση, το δίκτυο καταστημάτων, η καθαρή λογιστική και πραγματική θέση κλπ.
  • Κάθε κριτήριο έχει διαφορετικής βαρύτητας επίπτωση στα αποτελέσματα. Επομένως έχει και διαφορετικό συντελεστή βαρύτητας (όπως αναφέρεται στο σχετικό πίνακα).
  • Η εκτίμηση αυτή γίνεται με βάση τη δική μας αντίληψη. Οποιοσδήποτε μπορεί να έχει τη δική του άποψη. Γι’ αυτό και αναφέρουμε λεπτομερειακά τη λογική που ακολουθήσαμε. Αυτό θα διευκολύνει τον αναγνώστη να κάνει τη δική του εκτίμηση διαφοροποιώντας τους συντελεστές βαρύτητας.
  • Τη μεθοδολογία αυτή, επιχειρηματίας του κλάδου την είχε χαρακτηρίσει σαν «πνευματικό οικονομικό παιχνίδι – εργαλείο». Και πράγματι εργαλείο είναι. Αφετηρία για να βοηθάει στην επισήμανση της οικονομικής αποτελεσματικότητας της εξεταζόμενης επιχείρησης αλλά και των συγκριτικών αποτελεσμάτων σε σχέση με άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις.
  • Αυτό τον τρόπο αξιολόγησης, με παραλλαγές ή όχι, με επιφυλάξεις ή όχι, τον γνωρίζουν οι οικονομολόγοι και οι λογιστές των επιχειρήσεων και ακόμα καλύτερα οι επιχειρηματίες. Ο λόγος που κάνουμε εδώ αυτή την παρουσίαση είναι όχι τόσο για να δείξουμε ένα τρόπο θεώρησης των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ όσο γιατί, εκτιμώντας τις μελλοντικές εξελίξεις, διαβλέπουμε ότι θα αλλάξουν πολλά πράγματα στην διάρθρωση της αγοράς. Οι αλλαγές θα αφορούν τόσο στο θεσμικό πλαίσιο όσο και στο πλαίσιο εντός του οποίου θα αξιολογούνται οι επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ, γεγονός που θα φέρει σε δύσκολη θέση τις επιχειρήσεις με χαμηλή αποδοτικότητα. Και για να προλάβουμε παρεξηγήσεις και παρανοήσεις, δεν αναφερόμαστε καν στην αξιολόγηση για είσοδο στο χρηματιστήριο. Αυτή η προοπτική αφορά λίγες επιχειρήσεις και είναι αρκετά μακρινή.

Αυτά που πρόκειται να αλλάξουν –κατά τη γνώμη μας– αφορούν:

  1. Την πιθανή είσοδο και άλλων πολυεθνικών στην ελληνική αγορά, όταν οι ίδιες κρίνουν ότι είναι ώριμες και ευνοϊκές οι συνθήκες.
  2. Την προοπτική μείωσης των ημερών πίστωσης των προμηθευτών με παράλληλη αλλά πρόσκαιρη αύξηση των παροχών και των εκπτώσεων. Αυτή η προοπτική έχει ήδη συζητηθεί σε επίπεδο ΕΕ. Έχουν δει το φως της δημοσιότητας πληροφορίες που φέρουν τις μεγάλες πολυεθνικές να έχουν κάνει «άτυπες συζητήσεις» προς αυτή την κατεύθυνση.
  3. Η πρόσκαιρη αύξηση των παροχών θα επιφέρει αύξηση του μικτού κέρδους. Αλλά η μείωση των ημερών πίστωσης, με την κεφαλαιουχική διάρθρωση των περισσοτέρων επιχειρήσεων θα τις ωθήσει σε δανεισμό, αύξηση των τόκων και μείωση των καθαρών κερδών.

Αν τα πράγματα πήγαιναν έτσι, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι θα διαμορφωθεί μια νέα ισορροπία και… όλα καλά. Δυστυχώς το σενάριο δεν θα βαδίσει έτσι ιδανικά. Στις περισσότερες επιχειρήσεις, λόγω των αυστηρών τραπεζικών αξιολογήσεων, δεν θα επιτρεπόταν η επέκταση του δανεισμού. Υπάρχουν ακόμη και επιχειρήσεις –ακραίες αλλά υπαρκτές περιπτώσεις– για τις οποίες οι τράπεζες εκτιμούν ότι έχουν ξεπεράσει το όριο αντοχήςτους.

Αυτές οι εξελίξεις θα θέσουν εντονότερα το θέμα της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων, θέμα που πραγματεύεται το παρόν άρθρο.

Η κεφαλαιουχική διάρθρωση των επιχειρήσεων είναι τέτοια που δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε μια μεταβολή της πιστωτικής πολιτικής των προμηθευτών. Και δεν διαφαίνεται, εκτός εξαιρέσεων, η πιθανότητα αύξησης των ιδίων κεφαλαίων με είσοδο νέων. Είναι ευνόητο πως οι μεταβολές θα επέλθουν σταδιακά και «η παράδοση δε θα γίνει άνευ όρων». Αλλά αυτό δεν θα αλλάξει την ουσία. Απλώς το πρόβλημα θα εκδηλωθεί σταδιακά και έτσι υπάρχει η ελπίδα οι επιχειρήσεις να… πέσουν στα μαλακά.

(*) Ο κ. Αργύρης Βεργόπουλος είναι οικονομολόγος. Διετέλεσε οικονομικός διευθυντής των ομίλων ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ και ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ.