Με μέση απόκλιση τιμής 100% από το χωράφι στο ράφι διακινούνται στην Ελλάδα τα νωπά οπωροκηπευτικά, όπως προκύπτει από στοιχεία που συγκέντρωσε και επεξεργάσθηκε το ΥΠΑΑΝ, κατά το τελευταίο δίμηνο του 2011.

Η σχέση της τιμής παραγωγού με την τιμή λιανικής μπορεί να διαμορφώνεται στο 1 προς 2, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, ωστόσο ανάλογα με το προϊόν υπάρχουν και πολύ μεγαλύτερες αποκλίσεις. Έτσι, άλλα προϊόντα πωλούνται με το άνοιγμα της ψαλίδας στη σχέση 1 προς 3, δηλαδή με απόκλιση 200%, ή και 1 προς 3 ½ (η απόκλιση στις πιπεριές είναι, πράγματι, 250%), ενώ άλλα διακινούνται με μεταβολές περιορισμένες, στα αχλάδια, για παράδειγμα, η διαφορά τιμής παραγωγού και λιανικής είναι 30%.

Στελέχη του υπουργείου, σχολιάζοντας στοιχεία που παρουσιάζει το σελφ σέρβις και που για πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, λένε ότι «η πραγματική εικόνα της αγοράς σε ό,τι αφορά τις διαφορές τιμών από το χωράφι στο ράφι δεν είναι ζοφερή, όπως συνηθίζουν να την παρουσιάζουν τα μέσα ενημέρωσης». Προσθέτουν ειδικότερα ότι «μπορεί μεν σε κάποια οπωροκηπευτικά η απόκλιση να φθάνει στο 250%, ωστόσο πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις προϊόντων, τα οποία συνήθως διατίθενται εκτός εποχής, άρα σε περιορισμένες ποσότητες, οπότε οι τιμές τους και τα περιθώρια κέρδους αυξάνουν».

Επισημαίνουν, επίσης, ότι από τα στοιχεία που έχουν επεξεργαστεί φαίνεται ότι η κατάργηση των Αγορανομικών Διατάξεων, που προέβλεπαν τα περιθώρια κέρδους σε συγκεκριμένα είδη νωπών οπωροκηπευτικών, δεν οδήγησε όπως πολλοί φοβόντουσαν σε ουσιαστικές ανατιμήσεις, αλλά, πάντως, ούτε σε ουσιαστικό περιορισμό των τιμών.

Αναφερόμενοι στις τιμές παραγωγού παραδέχονται ότι είναι σαφώς υψηλότερες εκείνων που καταγράφονται σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, όπως πχ της Ισπανίας, όμως ο έλληνας παραγωγός εκμεταλλεύεται μικρές εκτάσεις γης, άρα στερείται το πλεονέκτημα της επίτευξης των οικονομιών κλίμακας που εξασφαλίζουν οι άλλοι ευρωπαίοι συνάδελφοί του, με αποτέλεσμα να πωλούν τα προϊόντα τους ακριβότερα.

Για τις υψηλές τιμές παραγωγού πολλές φορές ευθύνονται και οι ίδιοι οι χονδρέμποροι, οι οποίοι, προκειμένου να κρατήσουν κοντά τους τον παραγωγό και την επόμενη χρονιά, βελτιώνουν την τιμή στην οποία προτίθενται να αγοράσουν από αυτόν, γνωρίζοντας φυσικά ότι η «γενναιοδωρία» τους θα επιβαρύνει την τιμή λιανικής των προϊόντων.

Θεσμική… αλλοίωση στοιχείων
Ενδιαφέρον έχουν τα σχόλια που διατυπώνουν παράγοντες του υπουργείου για τις αποκλίσεις που εντοπίζονται μεταξύ των μετρήσεων του ΥΠΑΑΝ και αυτών της Ελληνικής Στατικής Αρχής. Σχετικά αναφέρουν ότι τον περασμένο Νοέμβριο, ενώ το υπουργείο είχε διαπιστώσει μια μεγάλη μείωση στις τιμές των νωπών οπωροκηπευτικών, η ΕΛΣΤΑΤ διαπίστωνε μείωση μικρότερη και ότι τον Δεκέμβριο, ενώ το υπουργείο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι τιμές κατέγραφαν αύξηση περιορισμένης έκτασης, η Στατική Αρχή υπολόγιζε υψηλότερα τις αυξήσεις αυτές.

Κατά το υπουργείο οι εν λόγω διαφορές είναι δικαιολογημένες, δεδομένου ότι η Στατική Αρχή σταθμίζει το δείγμα της, δηλαδή προσμετρά και το βαθμό κατανάλωσης κάθε προϊόντος, ενώ διαφοροποιούνται και τα σημεία απ’ όπου συλλέγει τις τιμές, χωρίς κανείς να γνωρίζει αν έχει συμπεριλάβει και σε τι βαθμό τα μανάβικα τα οποία πλέον έχουν πολύ περιορισμένη συμμετοχή στη διαμόρφωση των τιμών.

Αναφερόμενα στους λόγους για τους οποίους το ΥΠΑΑΝ ξεκίνησε να διενεργεί τιμολογίες στους παραγωγούς, τα στελέχη του εξηγούν ότι μέχρι πρότινος στοιχεία για τις τιμές παραγωγού λάμβαναν από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με τη διαφορά όμως ότι από την τιμολοψία μέχρι την επεξεργασία και τη γνωστοποίηση των στοιχείων μεσολαβούσαν περίπου οκτώ ή εννέα μήνες(!), με αποτέλεσμα τα στοιχεία αυτά να μην είναι αξιοποιήσιμα από το ΥΠΑΑΝ…


Λύνοντας τον γρίφο
Σε ό,τι αφορά τώρα την προσπάθεια που κάνει το υπουργείο να αναλύσει την πραγματική εικόνα των τιμών «από το χωράφι στο ράφι», που για πρώτη φορά επιχειρεί συντονισμένα και σε πραγματικούς χρόνους μια δημόσια αρχή, υπουργικοί παράγοντες τονίζουν ότι ο μηχανισμός άρχισε να λειτουργεί μόλις τον περασμένο Νοέμβριο. Οι τιμολήπτες του υπουργείου πρώτα εκπαιδεύτηκαν, σχετικά με τον τρόπο της επικοινωνίας τους με τους παραγωγούς και με το είδος των ερωτήσεών τους, ώστε να καταστεί δυνατόν να καταλήγουν σε ασφαλή -στο μέτρο του δυνατού- συμπεράσματα, δεδομένου ότι οι παραγωγοί, πωλώντας χωρίς παραστατικά, έχουν περίπου «το ελεύθερο» να δηλώνουν και αναληθή στοιχεία.

Σύμφωνα με το σύστημα που ακολουθείται, οι τιμοληψίες γίνονται τηλεφωνικά από ένα μεγάλο δείγμα παραγωγών, με τους οποίους οι τιμολήπτες επικοινωνούν καθημερινά, ζητώντας τους στοιχεία όχι μόνο για τις τιμές, αλλά και για τις ποσότητες και τις ποιότητες των προϊόντων. Μάλιστα, στο πλαίσιο της επικοινωνίας τους, πολλές φορές εξασφαλίζονται και πληροφορίες που σχετίζονται με τις εισαγωγές προϊόντων, πληροφορίες από τις οποίες οι ερευνητές του υπουργείου μπορεί να εξηγήσουν καλύτερα το γιατί η τιμή ενός προϊόντος καταγράφει μεγάλη πτώση (αυξημένες εισαγωγές) ή εμφανίζει ασυνήθιστα μεγάλη άνοδο (διακοπή εισαγωγών).

Παράλληλα, οι εν λόγω πληροφορίες βοηθούν και τους ελεγκτές του ΥΠΑΑΝ και των Νομαρχιών στην προσπάθειά τους να διαπιστώσουν, αν οι ενδείξεις για τη χώρα ή τον τόπο προέλευσης ενός προϊόντος είναι οι ορθές, τους βοηθούν, δηλαδή, να εντοπίζουν πιο εύκολα όσους «βαπτίζουν» τα εισαγόμενα προϊόντα ως «εγχώρια», προκειμένου να τα πουλούν ακριβότερα.

Δείτε τον πίνακα σύγκρισης τιμών παραγωγού – χονδρικής – λιανικής για την περίοδο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2011

Χονδρεμπορικές τιμές και κέρδη
Σε ό,τι αφορά άλλα συμπεράσματα, που προκύπτουν από τον πρώτο ολοκληρωμένο πίνακα του ΥΠΑΑΝ με τις τιμές των νωπών οπωροκηπευτικών «από το χωράφι στο ράφι» (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2011), αυτά έχουν ως εξής:

  • Σε μέσα επίπεδα το χονδρεμπορικό περιθώριο κέρδους διαμορφώνεται στο 20% με 25%, εφόσον βέβαια αποκλειστούν οι περιπτώσεις προϊόντων για τα οποία τα περιθώρια κέρδους που καταγράφονται είναι υπερβολικά, είτε διότι είναι εκτός εποχής και συνεχίζεται η ζήτησή τους, είτε διότι κατά την επεξεργασία τους από τον χονδρέμπορο αποκτούν κάποιου είδους υπεραξία (πχ μερική τυποποίηση), οπότε η
    τιμή τους αυξάνεται.
  • Σε αρκετές περιπτώσεις οι τιμές χονδρικής εμφανίζονται χαμηλότερες από τις τιμές παραγωγού και αυτό όχι διότι ο χονδρέμπορος χάνει από τις συναλλαγές του με τους παραγωγούς, αλλά διότι πέρα από τους προμηθευτές στους οποίους απευθύνεται το ΥΠΑΑΝ για τις τιμοληψίες, συνεργάζεται και με άλλους παραγωγούς ή και εισαγωγείς, από τους οποίους αγοράζει φθηνότερα, προφανώς και σε άλλες ποιότητες, με αποτέλεσμα η μέση τιμή χονδρικής να διαμορφώνεται χαμηλότερα από την τιμή παραγωγού (για τις περιπτώσεις αυτές τα σχετικά στοιχεία του πίνακα είναι κενά).
  • Σε αρκετά προϊόντα η εξέλιξη των τιμών λιανικής, σε σχέση με την εξέλιξη των τιμών χονδρικής, δείχνει να μην έχει κάποια λογική συνέχεια. Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν προϊόντα τα οποία, ενώ στη χονδρική τιμολογήθηκαν χαμηλότερα τον Δεκέμβριο έναντι του Νοεμβρίου, στη λιανική οι τιμές τους κατέγραψαν άνοδο. Επίσης, πλην ενός προϊόντος, στα υπόλοιπα η λιανική τιμή δεν ακολουθεί το ρυθμό μείωσης των τιμών χονδρικής.
  • Αντίθετα, οι τιμές παραγωγού φαίνεται να ακολουθούν πιο λογική ή πιο φιλική για τον καταναλωτή εξέλιξη. Έτσι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, από τον Νοέμβριο στον Δεκέμβριο και από τα στοιχεία του υπουργείου οι χονδρέμποροι εμφανίζονται είτε να κινούνται πολύ κοντά στις μεταβολές που καταγράφουν οι τιμές παραγωγού, είτε όταν πρόκειται για μειώσεις τιμών, οι αντίστοιχες μεταβολές τους να είναι πιο γενναίες. Κι όλα αυτά, ενόσω οι χονδρέμποροι στοχοποιούνται από τα μέσα ενημέρωσης ότι αισχροκερδούν σε βάρος των καταναλωτών…