Αντιφατικά μηνύματα εκπέμπει η αγορά εν όψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών, οι οποίες επηρεάζουν τόσο το οικονομικό κλίμα και τις επιχειρηματικές προσδοκίες όσο και την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Από τη μία καταγράφεται μια σχετική βελτίωση των σχετικών δεικτών, η οποία αναμένεται ότι θα ενταθεί όσο πλησιάζουμε στις κάλπες, και από την άλλη εντείνονται οι ανησυχίες για πιθανά σενάρια πολιτικής αστάθειας.
H βασική παραδοχή που υιοθετεί το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, είναι ότι παραδοσιακά σε όλες τις εκλογικές χρονιές στην Ελλάδα ενεργοποιούνται θετικές εκτιμήσεις για την βραχυπρόθεσμη τουλάχιστον περίοδο, καθώς «νοικοκυριά και επιχειρήσεις προεξοφλούν σειρά μέτρων που θα τους ευνοήσουν, πρόσκαιρα ή μετεκλογικά». Η τάση αυτή ανακλάται στην ανοδική πορεία του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στις αρχές του 2023, με σημαντικές όμως διαφοροποιήσεις από κλάδο σε κλάδο. Συγκριτικά πιο αισιόδοξες είναι οι προβλέψεις για τη βιομηχανία, αντίθετα ο τομέας των υπηρεσιών κινείται έντονα πτωτικά, ενώ στο λιανεμπόριο διαμορφώνεται μια κατάσταση εύθραυστων ισορροπιών.
Ειδικά στη βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών υπάρχουν μεν θετικές προβλέψεις για την ενίσχυση της παραγωγής το πρώτο τετράμηνο του 2023, όμως υποχωρούν αισθητά οι εκτιμήσεις για τις παραγγελίες και τη ζήτηση το ίδιο διάστημα, που συμπίπτει με την προεκλογική περίοδο. Οι πληθωριστικές πιέσεις εξακολουθούν να προβληματίζουν τις ελληνικές βιομηχανίες παρά την αποκλιμάκωση των τελευταίων μηνών, με τη μία στις τρεις επιχειρήσεις να εξακολουθεί να προβλέπει νέα άνοδο των τιμών τους προσεχείς μήνες. Αντίστοιχα, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανεμπόριο τροφίμων ενισχύεται μεν σημαντικά σε σύγκριση με τις αρχές του 2022, αλλά εξασθενούν οι ήπια θετικές προσδοκίες για τις πωλήσεις το πρώτο τετράμηνο του 2023.
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ, Δρ. Ιωάννης Βέττας, παρουσιάζοντας τις προβλέψεις του ινστιτούτου για την ελληνική οικονομία το 2023, «για τη χώρα μας οι βουλευτικές εκλογές σε λίγους μήνες είναι σημαντικές για τη σταθερότητα που θα επιτρέψει σημαντικές επενδύσεις, αλλά και τη διαμόρφωση μεσοπρόθεσμης πολιτικής, που θα μπορεί να συνδυάσει δύο επιθυμητά χαρακτηριστικά: Τη σοβαρότητα σε ένα επικίνδυνο περιβάλλον και την πρόθεση για μεταρρυθμιστικές τομές».
Ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας, ο οποίος σχετίζεται και με τις εκλογές, συμπεριλαμβάνεται και στα δύο σενάρια του ΙΟΒΕ για τις οικονομικές εξελίξεις του 2023, το «βασικό» και το «δυσμενές». Κατ’ αρχάς αναθεωρούνται προς τα κάτω οι προβλέψεις για ανάπτυξη, στο 1,4% από 1,6%, καθώς «η γεωπολιτική αστάθεια σε Ανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο, η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, η αργή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, τα δημοσιονομικά μεγέθη, η εκτέλεση του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», η εκλογική περίοδος και η χορήγηση επενδυτικής βαθμίδας είναι πλέον καθοριστικοί παράγοντες της εξέλιξης του ΑΕΠ το 2023».
Στις μακροοικονομικές προβλέψεις του 2023, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, αναμένεται η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το δεύτερο εξάμηνο του 2023 από έναν τουλάχιστον οίκο αξιολόγησης, ανατρέποντας τις αρχικές προσδοκίες της κυβέρνησης για την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας πριν τις εκλογές. Οι εκλογές από μόνες τους δρουν ανασταλτικά για μια σειρά μεταρρυθμίσεων, ενώ θεωρείται δεδομένη πλέον η καθυστέρηση στην εφαρμογή του «Σχεδίου Ελλάδα 2.0». Το θετικό σενάριο είναι η καθυστέρηση αυτή να μην υπερβεί τους έξι μήνες, το αρνητικό προβλέπει ακόμα πιο έντονη επιβράδυνση, ειδικά σε περίπτωση παρατεταμένης εκλογικής περιόδου.
Προειδοποιήσεις και «αστερίσκοι» του ΟΟΣΑ
Το «εκλογικό καλεντάρι» της Ελλάδας λαμβάνεται υπ’ όψιν και στις προβλέψεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για την πορεία της Ελληνικής Οικονομίας το 2023. Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί ότι «το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι μεν επαρκώς φιλόδοξο, υπάρχει όμως κίνδυνος να μην προλάβουν να προχωρήσουν κάποιες από τις μεταρρυθμιστικές τομές και τις επενδύσεις που προβλέπονται πριν τη λήξη της ισχύος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης». Ο ΟΟΣΑ βάζει αστερίσκους στις προβλέψεις περί βραχυπρόθεσμης ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, η οποία, όπως επισημαίνεται στην έκθεσή του, «θα μπει σε τροχιά όσο καταλαγιάζουν οι εξωτερικές πιέσεις». Σε αυτές περιλαμβάνει τις ραγδαίες ανατιμήσεις στην ενέργεια, τη σύσφιξη της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής και τις διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο. Από την άλλη τονίζεται ότι η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, η αύξηση του επενδυτικού κόστους και η παρατεταμένη αβεβαιότητα πρόκειται να «παρασύρουν προς τα κάτω την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και να αποδυναμώσουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις…».
ΕΕΑ: «Πάντα προ εκλογών κατανάλωση και επενδύσεις μειώνονται»
Μπορεί το ΙΟΒΕ να καταγράφει σχετική βελτίωση στο δείκτη καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης λίγους μήνες πριν τις εκλογές, όμως τα Επαγγελματικά Επιμελητήρια επιμένουν ότι σε όλες τις προεκλογικές περιόδους μειώνεται η καταναλωτική δαπάνη και αναβάλλονται επενδυτικά σχέδια. «Επενδυτές και καταναλωτές νιώθουν ανασφάλεια και τηρούν στάση αναμονής. Θέλουν πρώτα να δουν, αν θα έχουμε κυβέρνηση, πόσο σύντομα θα σχηματιστεί και με ποια σύνθεση πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε κίνηση. Οι επενδυτές είναι πάντα πιο «σφιχτοί» πριν τις εκλογές, γιατί φοβούνται για την εξέλιξη της οικονομίας», λέει στο «σελφ σέρβις» ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών. «Για το λόγο αυτό», εξηγεί, «όλοι οι θεσμικοί φορείς είμαστε πάντα εναντίον των πρόωρων εκλογών και υπέρ των χαμηλών τόνων, γιατί κάθε ένταση δημιουργεί ανασφάλειες, που επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρήσεις. Όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός μιλά για κυβέρνηση μετά τις δεύτερες εκλογές, προεξοφλεί εκ προοιμίου ότι θα έχουμε μια μακρά προεκλογική περίοδο. Ας μην ξεχνάμε ότι ακολουθούν αυτοδιοικητικές και περιφερειακές εκλογές. Αυτό το κλίμα δεν ευνοεί ούτε τις επενδύσεις, ούτε την ανάπτυξη, ούτε τον καταναλωτή. Γι’ αυτό ζητάμε να βρεθούν τρόποι να μη δημιουργείται τριβή, η οποία επιδρά και ψυχολογικά στην αγορά».
Ο ίδιος αμφισβητεί ότι υπάρχει βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, παραπέμποντας στην έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, η οποία δείχνει ότι το 100% των Ελλήνων ανησυχούν για την ακρίβεια και το αυξανόμενο κόστος ζωής και το 97% για τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, όταν ο μέσος όρος για τις χώρες της ΕΕ είναι 93% και 82% αντίστοιχα. Ακόμα μεγαλύτερες είναι οι αποκλίσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του ποσοστού των Ελλήνων που δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς, το οποίο φτάνει το 86%, όταν στην ΕΕ είναι 39%. «Η έρευνα αυτή επιβεβαιώνει τα δικά μας ευρήματα όλων των προηγούμενων μηνών, εκπέμποντας σοβαρό σήμα κινδύνου εν όψει των εκλογών», τονίζει ο πρόεδρος του ΕΕΑ.
Ο ίδιος επιμένει ότι «δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να μιλάμε για άνοδο της κατανάλωσης πριν τις εκλογές. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Οι πωλήσεις της εορταστικής περιόδου ήταν μεν ικανοποιητικές, αλλά αυτό οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, εμφανείς σε όλη την Ευρώπη. Μετά από δύο χρόνια πανδημίας ο κόσμος είχε ανάγκη να βγει έξω και να καταναλώσει, όμως, όπως φάνηκε στις έρευνές μας, το 25% των Ελλήνων χρησιμοποίησαν χρήματα από τις αποταμιεύσεις τους. Τώρα ό,τι χρήματα υπήρχαν, έχουν καταναλωθεί κι αυτό ανακλάται και στην αρνητική πορεία των χειμερινών εκπτώσεων. Η ένδεια αποτυπώνεται και στις πωλήσεις των ηλεκτρονικών καταστημάτων, όπου κινούνται σχεδόν αποκλειστικά μόνο τα «φθηνά» είδη –ούτε καν τα μεσαίου κόστους». Επιμένει ότι μέτρα όπως το market pass, που ενεργοποιείται προεκλογικά, είναι ένδειξη ότι η κυβέρνηση αποδέχεται ότι υπάρχει βαθιά φτωχοποίηση. «Όταν ως κυβέρνηση λες ότι 8,5 εκατομμύρια Έλληνες έχουν ανάγκη από ένα ελάχιστο ποσό –που στην καλύτερη περίπτωση δεν ξεπερνά τα 40 ευρώ– για να ψωνίσουν από το σούπερ μάρκετ, αυτό είναι τρανή απόδειξη ότι μια ευρύτατη πλειοψηφία αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης!».
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, ο πρόεδρος του ΕΕΑ θυμίζει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα κυρίως για τις μικρομεσαίες παραμένει η υπερχρέωση. «Ειδικά οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις, που έχουν υψηλές δαπάνες ηλεκτρικού ρεύματος, έχουν συσσωρεύσει χρέη ενός δισεκατομμυρίου ευρώ στην ενέργεια. Υπάρχουν 10 δισ. ευρώ χρέη στον ΕΦΚΑ και 8 δισ. πρόσθετα χρέη στην εφορία. Ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα χρέη μετατίθεται για μετά τις εκλογές, όπως γίνεται με τις επιστρεπτέες προκαταβολές. Όμως, όταν έλθει η ώρα της πληρωμής, η οποία προσδιορίζεται το καλοκαίρι, σύμφωνα με τις δικές μας έρευνες και τις έρευνες της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας, το 10% των επιχειρήσεων δεν θα καταφέρουν να αποπληρώσουν, οπότε οδηγούνται μαθηματικά στο λουκέτο. Γι’ αυτό ζητάμε να μπουν δόσεις, κάτι που η κυβέρνηση σιγά-σιγά δέχεται, και ενώ στην αρχή το είχε απορρίψει, τώρα ενεργοποιεί τις 72 δόσεις».
Ο πρόεδρος του ΕΕΑ είναι έντονα κριτικός στο πώς εφαρμόζεται το «Καλάθι του Νοικοκυριού», θεωρώντας ότι «πρόκειται για ένα μέτρο που ευνοεί σχεδόν αποκλειστικά τις πέντε μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, που κατέχουν το 86% του τζίρου της αγοράς. Από την άλλη έχουμε πενήντα χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις, που εν δυνάμει βλάπτονται και αυτό είναι κάτι που οφείλει να το ερευνήσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού».
Οι κίνδυνοι των εκλογών
Τρεις είναι οι βασικοί κίνδυνοι για την οικονομία, που μπορεί να προκύψουν από την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο ή και από μια ενδεχόμενη μετεκλογική αστάθεια, με καθυστέρηση στο σχηματισμό κυβέρνησης, σύμφωνα με τους αναλυτές. Ο πρώτος είναι η πλειοδοσία σε προεκλογικές παροχές και επιδόματα, που μπορεί να εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό, όπως προειδοποίησε πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Γιάννης Στουρνάρας, συνιστώντας προσοχή στις δημοσιονομικές δαπάνες. Η κυβέρνηση βέβαια έχει ήδη αποκλείσει κάθε περίπτωση γενικευμένων παροχών, περιοριζόμενη σε «στοχευμένα μέτρα σε όσους έχουν περισσότερο ανάγκη», ανάλογα με το υπάρχον δημοσιονομικό περιθώριο.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η καθυστέρηση στις επενδύσεις που βασίζονται στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδος είθισται να βάζει στον «πάγο» τον κρατικό μηχανισμό και να μεταθέτει στο μετεκλογικό μέλλον μια σειρά μεταρρυθμίσεων. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να κοστίσει στη χώρα αρκετές μονάδες πτώσης του ΑΕΠ, επιβράδυνση στην αποκλιμάκωση του χρέους, απώλειες στην ανταγωνιστικότητα ή αστοχία στην επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα.
Ο τρίτος κίνδυνος, ο οποίος φαίνεται να αποσοβείται με βάση τουλάχιστον τις προβλέψεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, είναι η ακόμα μεγαλύτερη καθυστέρηση στην απόδοση επενδυτικής βαθμίδας, σε περίπτωση που προκύψουν πολιτικές αναταράξεις μετά τις εκλογές ή και ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Προς το παρόν, πάντως, το επικρατέστερο σενάριο προεξοφλεί τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής, ακόμα και αν αλλάξει η κυβέρνηση. «Οι εκλογές από μόνες τους δεν αποτελούν εμπόδιο για μια θετική κίνηση αξιολόγησης», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Άλεξ Μουσκατέλι, επικεφαλής του οίκου Fitch για τις αξιολογήσεις της Ελλάδας, αν και απέκλεισε το ενδεχόμενο απόδοσης επενδυτικής βαθμίδας στο άμεσα προσεχές διάστημα.
Αντίστοιχα, η εκτίμηση του οίκου Standard’s and Poors είναι ότι ναι μεν οι πρόσθετες πιέσεις στις κρατικές δαπάνες ενόψει των γενικών εκλογών απομακρύνουν την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα, ωστόσο το έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, ενώ το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ειδικά για τις εκλογές η S & P θεωρεί ότι δεν υπάρχει ανησυχία σχετικά με το αποτέλεσμα, καθώς εκτιμά πως «τα συνεχιζόμενα προγράμματα που σχετίζονται με την ελάφρυνση του χρέους και την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα, που κατέχουν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, καθώς και τα διαθέσιμα κεφάλαια του Ταμείου Ανάπτυξης, θα ενθαρρύνουν την επόμενη κυβέρνηση να συνεχίσει την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».