Μπορούν τα καταστήματα hard discount να συνεχίσουν να κερδίζουν μερίδια αγοράς από άλλους τύπους καταστημάτων; Η αναδρομή στην ιστορία του hard discount στην Ευρώπη δίνει εξηγήσεις στα πολλαπλά ερωτήματα που θέτουν οι αναλυτές της ευρωπαϊκής αγοράς λιανεμπορίου.
Μπορούν τα καταστήματα hard discount να συνεχίσουν να κερδίζουν μερίδια αγοράς από άλλους τύπους καταστημάτων; Η αναδρομή στην ιστορία του hard discount στην Ευρώπη δίνει εξηγήσεις στα πολλαπλά ερωτήματα που θέτουν οι αναλυτές της ευρωπαϊκής αγοράς λιανεμπορίου.
Οι Γερμανοί πρωταγωνιστές του hard discount όπως οι αλυσίδες Aldi και Lidl εξακολουθούν να επεκτείνονται στις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές παρ’ όλους τους νομοθετικούς περιορισμούς που θεσπίζονται, καθώς και την εμφάνιση νέων ανταγωνιστών στα δικά τους “χωράφια”. Τα σενάρια όμως για το μέλλον μιλάνε για κορεσμό.
Το λιανεμπόριο του hard discount παραμένει αναμφισβήτητα στο προσκήνιο. Παρ’ όλο που οι καταναλωτές γίνονται πιο απαιτητικοί στα θέματα της ασφάλειας και υγιεινής των προϊόντων, της παροχής υπηρεσιών, της υψηλής ποιότητας στα φρέσκα και προμαγειρευμένα προϊόντα, εξακολουθούν να διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον τους για τα λιτά καταστήματα με την περιορισμένη ποικιλία προϊόντων που πρωτοδημιούργησε η αλυσίδα Aldi στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πράγματι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, το μερίδιο αγοράς που κατέχει το λιανεμπόριο του hard discount συνέχισε να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, είναι πολλοί εκείνοι οι οικονομικοί αναλυτές που υποστηρίζουν ότι οι ρυθμοί εξάπλωσης του hard discount στο μέλλον θα σημειώσουν επιβράδυνση.
Βεβαίως η ανάπτυξη του hard discount στην Ευρώπη διαφέρει από χώρα σε χώρα. Στη Γερμανία κατέχει το 30% της αγοράς λιανεμπορίου ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη κυμαίνεται περίπου στο 10%. Σ’ αυτό το επίπεδο βρίσκονται οι αγορές της Γαλλίας, Μ. Βρετανίας, Βελγίου και Ολλανδίας. Ωστόσο είναι ίσως πολύ νωρίς να υποστηρίξει κανείς με σιγουριά ότι το hard discount σ’ αυτές τις χώρες έχει φτάσει σε σημείο κορεσμού.
Μικρότερη απειλή
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 φαινόταν ότι η ανάπτυξη του hard discount στην Ευρώπη δεν θα σταματήσει ποτέ. Όλοι αναγνώριζαν την εκπληκτική επιτυχία που γνώριζε αυτή η μορφή λιανεμπορίου στη Γερμανία, ενώ όλοι οι άλλοι λιανέμποροι παραδέχονταν ότι ήταν πολύ δύσκολο να συναγωνιστούν αυτές τις επιχειρήσεις στο επίπεδο των τιμών. Σήμερα η απειλή του hard discount για την πίτα του λιανεμπορίου δεν έχει βέβαια εξαφανιστεί έχει όμως μειωθεί κατά πολύ. Κι αυτό συνέβη εν μέρει επειδή οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ κατόρθωσαν να δώσουν τη δική τους ανταγωνιστική απάντηση με τις συμφέρουσες τιμές των προϊόντων private label. Μια άλλη άποψη όμως που κερδίζει συνεχώς έδαφος είναι η δυσκολία που θα αντιμετωπίσει το hard discount να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του απρόβλεπτου καταναλωτή του 21ου αιώνα για περισσότερες υπηρεσίες, ασφάλεια στα τρόφιμα, διασκέδαση στα ψώνια και καινοτομίες στο κατάστημα, περισσότερες ώρες λειτουργίας των καταστημάτων και τη δυνατότητα να ψωνίζει μέσω Ίντερνετ. Μπορούν οι αλυσίδες hard discount να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις χωρίς να αμφισβητήσουν ή και να αναθεωρήσουν την αυστηρή φιλοσοφία που διέπει τη λιανεμπορική τους δομή;
Δίλημμα "οικογενειακού χαρακτήρα"
Σίγουρα δεν αποτελεί σύμπτωση ότι οι πρωταγωνιστές του hard discount στην Ευρώπη (Aldi, Lidl, Netto και Colruyt) παραμένουν οικογενειακές επιχειρήσεις. Ενώ οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο αλυσίδες λιανεμπορίου όπως οι Carrefour και Ahold συνεχίζουν την εξάπλωσή τους μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων και επιθετικής πολιτικής διεθνοποίησης ικανοποιώντας έτσι τις ορέξεις των μετόχων τους για υψηλότερα κέρδη, οι αλυσίδες hard discount μπορούν να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους με αργούς ρυθμούς και μυστικοπαθείς τακτικές. Η παραπάνω στρατηγική έχει σίγουρα τα μειονεκτήματα και τα προτερήματά της. Παραγνωρίζει από τη μια πλευρά την ανάγκη των hard discounters για ακριβές εξαγορές, διαφημιστικές καμπάνιες και ελκυστικά προγράμματα προσφορών και βάζει τους ανταγωνιστές τους να προβληματίζονται για το ποιος θα είναι ο επόμενος στόχος τους. Από την άλλη πλευρά όμως αυτή η στρατηγική είναι πολύ χρονοβόρα. Όταν η αλυσίδα Aldi μπαίνει σε μια νέα αγορά πρέπει να καθιερώσει τα υψηλής ποιότητας και χαμηλής τιμής προϊόντα δικής της μάρκας, τα οποία αγνοεί πλήρως μέχρι εκείνη τη στιγμή ο καταναλωτής. Η αγγλική αλυσίδα Marks & Spencer απέδειξε πόσο δύσκολη ήταν αυτή η στρατηγική, όταν αποσύρθηκε από την αγορά του Καναδά το 1999, μετά από την καταγραφή ζημιών στα 24 από τα 25 χρόνια παρουσίας της. Είναι λοιπόν εντυπωσιακό το γεγονός ότι η Aldi παραμένει για μεγάλο διάστημα σε μια αγορά μέχρι να αποπληρώσει την επένδυσή της. Παρ’ όλο που η Aldi δεν ανακοινώνει συνήθως τις πωλήσεις και τα κέρδη της, είναι γνωστά τα αποτελέσματά της στην αγορά της Δανίας, όπου η αλυσίδα έχει συσσωρεύσει ζημίες από το 1977 που μπήκε στην αγορά της τάξης των 30,5 εκατ. δολαρίων. Αν φυσικά η Aldi ήταν μια εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο είναι σίγουρο πως οι μέτοχοί της δεν θα ανέχονταν να καταγράφει ζημίες για μία τόσο μεγάλη χρονική περίοδο.
Είναι εξάλλου γνωστό ότι η ανάπτυξη του λιανεμπορίου στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχει γίνει πια μια δύσκολη υπόθεση, λόγω των φαινομένων της υπερσυγκέντρωσης και των όλο και αυστηρότερων νομοθετικών ρυθμίσεων για τη δημιουργία νέων καταστημάτων. Οι αλυσίδες hard discount σε χώρες όπως για παράδειγμα η Γαλλία αντιμετωπίζουν δυσκολίες να ανοίξουν ακόμη και μεσαίου μεγέθους καταστήματα, εφόσον η αγορά λιανεμπορίου τροφίμων έχει συγκεντρωθεί στα χέρια κάποιων μαμούθ επιχειρήσεων με μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Υπόθεση προσαρμογής
Μπορεί το hard discount να βρήκε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης στις ανεπτυγμένες αγορές της βόρειας Ευρώπης, ακόμη όμως δεν έχει βρει τη σωστή συνταγή ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καταναλωτών της νότιας Ευρώπης καθώς και των άλλων αναδυόμενων αγορών. Για παράδειγμα, η Aldi δεν έχει ενδιαφερθεί μέχρι στιγμής να εισέλθει στις γειτονικές της αναπτυσσόμενες αγορές της Πολωνίας και της Δημοκρατίας της Τσεχίας επειδή προφανώς χρειάζεται μια καλοστημένη μηχανή λιανεμπορίου για να παίξει το ρόλο της “αντιπολίτευσης”. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι οι καταναλωτές στις αγορές της πρώην ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής έχουν την τάση να προτιμούν τις “μεγάλες μάρκες”, το μεγάλο εύρος στην ποικιλία των προϊόντων σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές.
Παρά τα παραπάνω δεδομένα το μοντέλο soft discount της γαλλικής προέλευσης Dia πέτυχε στην αγορά της Λατινικής Αμερικής, ενώ εταιρείες όπως οι Rewe και Tengelmann λάνσαραν με επιτυχία το μοντέλο discount με τις αλυσίδες Penny και Plus discount στις αγορές της πρώην ανατολικής Ευρώπης και η Lidl κατάφερε να ανταγωνιστεί τη Dia στην αγορά της Ισπανίας.
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι αλυσίδες hard discount είναι ο βαθμός ικανότητας που διαθέτουν για να ανταποκριθούν στις νέες εξελίξεις που σημαδεύουν το σύγχρονο λιανεμπόριο. Μέχρι σήμερα καμία λιανεμπορική αλυσίδα hard discount δεν έχει εισέλθει στις πωλήσεις μέσω Ίντερνετ. Γεγονός που έχει τις εξηγήσεις του. Κατ΄ αρχάς η σχετικά χαμηλή κοινωνικοοικονομική τάξη των καταναλωτών στους οποίους απευθύνονται τα καταστήματα hard discount μάλλον δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν επιπλέον για την υπηρεσία παράδοσης κατ’ οίκον, ενώ δεν έχουν την ίδια ευκολία πρόσβασης στο Ίντερνετ όπως οι πιο εύποροι καταναλωτές. Επίσης είναι φυσικό ότι στα πλαίσια της αυστηρής πολιτικής στις επενδύσεις που ακολουθούν οι hard discounters εξαιρείται η κοστοβόρα εγκατάσταση ενός ηλεκτρονικού συστήματος παραγγελιών και παράδοσης. Ωστόσο, οι ευκαιρίες που παρουσιάζουν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές business to business στη μείωση του κόστους των logistics και των οικονομιών κλίμακος στις αγορές αποτελεί σημαντική πρόκληση και για τους λιανέμπορους του hard discount.
Το θέμα της ασφάλειας στα τρόφιμα είναι ένας άλλος “πονοκέφαλος” για τους hard discounters. Να διασφαλίσουν την παντελή απουσία των γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών από την εφοδιαστική αλυσίδα τους ή να δημιουργήσουν στα καταστήματά τους τμήμα οργανικών προϊόντων είναι ενέργειες που απαιτούν πολύ χρόνο και υψηλό κόστος, αλλά υπαγορεύονται από την κοινή απαίτηση των καταναλωτών. Εξάλλου, τα πολύ στενά περιθώρια κέρδους με τα οποία δουλεύουν οι λιανέμποροι hard discount δεν τους βοηθούν να απορροφήσουν το υψηλό κόστος αυτών των ενεργειών σε σύγκριση με τις παραδοσιακές επιχειρήσεις λιανεμπορίου. Ωστόσο, η Aldi έδωσε την υπόσχεση να αποσύρει τους γενετικά μεταλλαγμένους οργανισμούς από την εφοδιαστική της αλυσίδα όπως έπραξαν και οι υπόλοιποι Γερμανοί λιανέμποροι.
Το βασικό ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι αν οι λιανέμποροι hard discount θα μπορέσουν να επιβιώσουν στο καινούργιο επιχειρηματικό περιβάλλον του 21ου αιώνα. Είναι σίγουρο ότι θα έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ έντονο ανταγωνισμό από τις ηγετικές επιχειρήσεις λιανεμπορίου, οι οποίες ενισχύουν την αγοραστική τους δύναμη μέσω των συγχωνεύσεων, πραγματοποιούν τεράστιες επενδύσεις στη νέα τεχνολογία, ενώ επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους σε παγκόσμιο επίπεδο και μέσα από πολλαπλές μορφές λιανεμπορίου. Είναι επίσης πολύ πιθανό να προβλέψει κανείς ότι το hard discount στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές λιανεμπορίου θα έχει φτάσει σε σημείο κορεσμού μέσα στα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια. Αν λοιπόν συμβεί κάτι τέτοιο, εταιρείες όπως οι Aldi, Lidl και Netto είναι σίγουρο ότι θα αναγκαστούν να εξαπλωθούν σε νέες αναπτυσσόμενες αγορές, όπου θα πρέπει να προσαρμοστούν στις τοπικές καταναλωτικές συνήθειες. Η καινοτομία όμως δεν ήταν ποτέ το δυνατό σημείο των καταστημάτων hard discount και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς μπορούν να ανακαλύψουν εκ νέου τον εαυτό τους εάν το τοπίο του λιανεμπορίου αλλάξει με δραστικό τρόπο. Όσο όμως οι καταναλωτές προτιμούν τις χαμηλές τιμές –και εάν υπάρχει μια διαχρονικά σταθερή αξία στο λιανεμπόριο τροφίμων είναι σίγουρα οι χαμηλές τιμές- τα καταστήματα hard discount θα έχουν ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς για να καλύψουν.
Γερμανία
Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι οι hard discounters καθόρισαν και άλλαξαν τη δομή του λιανεμπορίου στη Γερμανία. Όχι μόνο γιατί κατέχουν το 1/3 του λιανεμπορίου τροφίμων, αλλά και γιατί έθεσαν τους κανόνες της συγκεκριμένης αγοράς: χαμηλές τιμές και χαμηλά περιθώρια κέρδους (κατά μέσο όρο λιγότερο του 1%).
Είναι πολλοί οι παρατηρητές της αγοράς που ισχυρίζονται ότι το hard discount μετέτρεψε το γερμανικό λιανεμπόριο σε αγορά “ευκολίας” παρά παροχής υπηρεσιών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Γερμανοί καταναλωτές έχουν αδυναμία στις χαμηλές τιμές και την περιορισμένη γκάμα προϊόντων που πουλάνε οι αλυσίδες Aldi και Lidl. Σε αντίθεση με τις αγορές της Αγγλίας, Γαλλίας ή του Βελγίου, όπου το λιανεμπόριο hard discount είναι συνδεδεμένο με τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις, στη Γερμανία είναι συχνό το φαινόμενο να βλέπει κανείς τον κάτοχο μιας Mercedes-Benz να παρκάρει έξω από ένα κατάστημα Lidl για να κάνει με ευχαρίστηση τα ψώνια του. Έτσι το hard discount στη Γερμανία αυξάνει συνεχώς τα μερίδια αγοράς του παρότι οι καταναλωτικές δαπάνες για φαγητό παραμένουν στάσιμες τα τελευταία χρόνια.
Τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την εμπιστοσύνη των Γερμανών καταναλωτών για τα καταστήματα hard discount είναι πολλά. Δεν χρειάζεται να ξοδεύουν πολλά κεφάλαια για διαφήμιση εφόσον η “αξία” τους αναγνωρίζεται από μεγάλη μερίδα των Γερμανών πολιτών. Και η “αξία” μιας επιχείρησης δεν σημαίνει μόνο χαμηλές τιμές αλλά και υψηλή ποιότητα και ασφάλεια. Η εμπιστοσύνη λοιπόν των καταναλωτών στις αλυσίδες Aldi και Lidl είναι αντάξια αυτής που δείχνουν για τις διεθνώς καταξιωμένες μάρκες προϊόντων. Οι μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και υπέρ μάρκετ όπως οι Rewe, Tengelmann και Metro έχουν από καιρό εγκαταλείψει τις προσπάθειες να συναγωνιστούν έναν τόσο ισχυρό κλάδο hard discount. Πολλές αλυσίδες λάνσαραν τα δικά τους καταστήματα discount –η Rewe τα Penny, η Tengelmann τα Plus και η Metro τα Tip- τα οποία δεν είχαν πάντα την αναμενόμενη επιτυχία. Κατά γενική ομολογία πάντως οι γερμανικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ δεν έχουν καταφέρει να διαφοροποιηθούν σημαντικά από τις αλυσίδες hard discount, διότι υστερούν στη δημιουργία ευχάριστης ατμόσφαιρας μέσα στο κατάστημα και στην παροχή υπηρεσιών. Βέβαια, η είσοδος της Wal-Mart στη γερμανική αγορά άλλαξε τα δεδομένα. Είναι γνωστός ο πόλεμος των τιμών που ξεκίνησε η Wal-Mart, με αποτέλεσμα να μειωθούν κατά πολύ οι διαφορές των τιμών μεταξύ υπέρ μάρκετ και hard discount. Η Aldi ήδη απέσυρε από τα ράφια της τις λίγες γνωστές μάρκες προϊόντων που είχε -μεταξύ των οποίων τις Kellogg και Nestle- προφανώς για να αποφύγει την άμεση σύγκριση στις τιμές με τη Wal-Mart. Επιπλέον, η τεράστια αγοραστική δύναμη της Wal-Mart και οι υψηλές επενδύσεις της στην τεχνολογία της δίνουν το πλεονέκτημα να τροφοδοτεί τα ράφια της γρηγορότερα και φθηνότερα. Τίθεται λοιπόν ένα μεγάλο ερώτημα για τις αλυσίδες hard discount, αν μπορούν να παραμείνουν πρωταγωνιστές στη γερμανική αγορά έχοντας απέναντί τους σούπερ μάρκετ και υπέρ μάρκετ που θα προσφέρουν υψηλότερο επίπεδο υπηρεσιών και χαμηλότερες τιμές.
ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ HARD DISCOUNT ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Εταιρεία |
Αρ. καταστημάτων |
Aldi |
3.340 |
Tengelmann |
2.805 |
Rewe |
2.506 |
Lidl |
1.850 |
Mερίδιο αγοράς του hard discount 1999: 35%
Γαλλία και νότια Ευρώπη
Οι αδυναμίες και τα προτερήματα του hard discount ίσως δεν είναι πουθενά αλλού τόσο φανερά όσο στην αγορά της Γαλλίας. Παρ’ όλο που το 50% των νοικοκυριών επισκέπτονται συχνά ένα κατάστημα hard discount, αυτός ο κλάδος του λιανεμπορίου τροφίμων κατέχει μόλις το 9,3% της αγοράς. Στη γαλλική αγορά υπάρχει επίσης η διαφοροποίηση μεταξύ του hard discount που αντιπροσωπεύεται από τις αλυσίδες Lidl και Aldi και του soft discount που έχουν αναπτύξει οι γαλλικές αλυσίδες με τα καταστήματα Leader Price και Ed.
Το λιανεμπόριο του hard discount εξαπλώθηκε με γρήγορους ρυθμούς στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όπου άνοιγαν περίπου 300 καταστήματα το χρόνο. Η Lidl ηγείται του κλάδου (ακόμη και το 1999 άνοιξε τετραπλάσιο αριθμό καταστημάτων από τους ανταγωνιστές της), ενώ ακολουθούν οι Aldi, Leader Price και Erteco, που είναι η θυγατρική εταιρεία discount του ομίλου Carrefour και διαχειρίζεται τα καταστήματα με την επωνυμία Ed.
Η θέσπιση του γνωστού “νόμου Ραφαρέν” το 1996 που περιόριζε δραστικά τις άδειες για τη δημιουργία καταστημάτων hard discount άνω των 300 τ.μ., φρέναρε την ανάπτυξη του συγκεκριμένου κλάδου. Και ενώ η αλυσίδα Lidl αποδείχθηκε ότι ήταν έτοιμη να ανοίξει καταστήματα κάτω από 300 τ.μ., η Aldi που είχε καταστήματα των 600 τ.μ. δυσκολεύτηκε να ακολουθήσει τους νέους κανόνες. Έτσι το 1999 άνοιξαν μόνο 139 καταστήματα discount έναντι 375 το 1993. Ωστόσο, το μερίδιο του hard discount αυξήθηκε από 7,4% το 1997 στο 9,3% το 1999. Μερικοί αναλυτές πιστεύουν ότι υπάρχει “χώρος” στη γαλλική αγορά για 3.000 καταστήματα discount (σήμερα υπάρχουν περίπου 2.500), υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξη του κλάδου την επόμενη τριετία θα παρουσιάζει ακόμη ευκαιρίες.
Οι γαλλικοί όμιλοι σούπερ μάρκετ και υπέρ μάρκετ αντέδρασαν στην εισβολή των Γερμανών discounters στην αγορά τους με πολλούς τρόπους. Λάνσαραν νέες ποιοτικές σειρές προϊόντων private label, ενώ δημιούργησαν μεγάλες καμπάνιες προσφορών. Δημιούργησαν επίσης τις δικές τους αλυσίδες discount που αποδείχθηκαν δημοφιλείς στους Γάλλους αγοραστές. Η Leader Price, που είναι θυγατρική της Casino, είναι μια αλυσίδα soft discount η οποία προσφέρει πολύ μεγαλύτερη γκάμα προϊόντων από την Aldi.
Τα καταστήματα soft discount φαίνεται ότι έχουν απήχηση στους καταναλωτές της Γαλλίας αλλά και της νότιας Ευρώπης. Τα καταστήματα Dia που δημιούργησε η Promodes κατέχουν ηγετική θέση στην αγορά της Ισπανίας (κατέχουν το 80% στον κλάδο του discount) χάρη στην ικανότητά τους να προσαρμόζονται στις ανάγκες των ντόπιων καταναλωτών. Ωστόσο, η μελλοντική ανάπτυξη του discount στην Ισπανία απειλείται από τις περιοριστικές νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν γι’ αυτό το λόγο.
ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ HARD DISCOUNT ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
Εταιρεία |
Αρ. καταστημάτων |
Lidl |
758 |
Ed |
430 |
Aldi |
387 |
Leader Price |
327 |
Μερίδιο αγοράς του hard discount 1999: 9,3%
Αγγλία
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην αγορά της Αγγλίας υπήρχε μόνο μια αλυσίδα hard discount – η εγχώριας προέλευσης Kwik Save. Χάρη στα μικρά καταστήματα της γειτονιάς στο κέντρο της πόλης και τις χαμηλές τιμές στα είδη διατροφής με την επωνυμία “No Frills” η Kwik Save κατάφερε να κατακτήσει το 7,4% της αγγλικής αγοράς μέχρι το 1994. Σύντομα όμως η αλυσίδα βρέθηκε να πιέζεται από τους φθηνότερους ξένους λιανέμπορους discount που εισήλθαν στην αγορά και τα νέας γενιάς private label που λάνσαραν αλυσίδες όπως οι Safeway και Tesco. Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί το μερίδιο αγοράς της Kwik Save στο 5,3% μέχρι το 1998. Η εισβολή των ξένων discounters στην αγορά της Αγγλίας ξεκίνησε το 1990 με τις αλυσίδες Aldi και Netto (της αλυσίδας Denmark’s Dansk Supermarked), ενώ ακολούθησε η Lidl το 1994. Μόνο η Aldi άνοιξε 120 καταστήματα στα τέσσερα πρώτα χρόνια λειτουργίας της και οι πωλήσεις αυξάνονταν με ρυθμό 17,2% ετησίως μεταξύ 1989 και 1994. Ωστόσο, το 1999 οι ξένες αλυσίδες hard discount κατείχαν μερίδιο της τάξης μόλις του 2,4% σε σύνολο 8,5%.
Ήταν αρκετοί εκείνοι οι παράγοντες που εμπόδισαν το hard discount να πάρει μεγαλύτερο μερίδιο στην αγγλική αγορά λιανεμπορίου τροφίμων. Ο λεγόμενος “σωβινισμός” των Άγγλων αγοραστών είναι ένας σοβαρός λόγος για τη μικρή ανταπόκριση που έδειξαν στα καταστήματα των γερμανικών αλυσίδων Aldi και Lidl. Εξάλλου είναι γεγονός ότι οι αγγλικές αλυσίδες είχαν μεγάλη επιτυχία στα προϊόντα private label, στην πιστότητα των πελατών τους με τα προωθημένα προγράμματα που λάνσαραν, στην ποιότητα των φρέσκων προϊόντων και στα εκτενή προγράμματα μάρκετινγκ. Σε αντίθεση οι ξένες αλυσίδες hard discount έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους νομοθετικούς περιορισμούς στη δημιουργία νέων καταστημάτων καθώς και τις τσουχτερές τιμές των ακινήτων. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω παραγόντων ήταν η μείωση του μεριδίου του hard discount στην αγγλική αγορά από 9,8% το 1996 σε 8,5% σήμερα.
ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ HARD DISCOUNT ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ
Εταιρεία |
Αρ. καταστημάτων |
Kwik Save |
342 |
Aldi |
235 |
Lidl |
200 |
Netto |
188 |
Μερίδιο αγοράς του hard discount 1999: 8,5%