Ο εκσυγχρονισμός των υποδομών logistics του λιανεμπορίου ωθεί τη βιομηχανία στην τυποποίηση όλου του κυκλώματος διαχείρισης των παλετών μεταφοράς των φορτίων της. Στο πλαίσιο αυτό, το σύστημα ενοικίασης της χρήσης-διαχείρισης των παλετών αντικαθιστά βαθμηδόν το αντιοικονομικό σύστημα της ιδιόχρησης και ιδιοδιαχείρισής τους.
Ο εκσυγχρονισμός των υποδομών logistics του λιανεμπορίου ωθεί τη βιομηχανία στην τυποποίηση όλου του κυκλώματος διαχείρισης των παλετών μεταφοράς των φορτίων της. Στο πλαίσιο αυτό, το σύστημα ενοικίασης της χρήσης-διαχείρισης των παλετών αντικαθιστά βαθμηδόν το αντιοικονομικό σύστημα της ιδιόχρησης και ιδιοδιαχείρισής τους.
Η CHEP είναι μια παγκόσμια εταιρεία ενοικίασης (της χρήσης και της διαχείρισης) των παλετών μεταφοράς φορτίων, η οποία παρέχει τις υπηρεσίες της στους προμηθευτές τριανταπέντε εθνικών αγορών και στις πέντε ηπείρους. Στην ελληνική αγορά δραστηριοποιείται τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Μόνο στην ευρωπαϊκή ήπειρο υπολογίζεται ότι ενοικιάζει ετησίως περίπου 150 εκατομμύρια ευρωπαλέτες, που μεταφέρουν εμπορεύματα από την παραγωγή στο εμπόριο και που συλλέγονται άδειες από τις αποθήκες (συνήθως) του λιανεμπορίου για να τεθούν εκ νέου από την CHEP στην κυκλοφορία. Όπως είναι φυσικό, αποκλειστικός πελάτης της εταιρείας είναι η βιομηχανία -και δη των προϊόντων ευρείας κατανάλωσης.
Ωστόσο, το σύστημα επανατροφοδότησης της βιομηχανίας με παλέτες απαιτεί τη στενή συνεργασία της με το λιανεμπόριο. Ο κατ’ εξοχήν “ανταγωνιστής” της CHEP δεν είναι άλλος από το παραδοσιακό σύστημα ανταλλαγής των απλών παλετών μεταξύ βιομηχανίας και εμπορίου. “Όμως, αυτό ακριβώς το σύστημα δεν “δουλεύει” αποτελεσματικά, καθώς στην ελληνική αγορά κυκλοφορούν πολλές παλέτες που δεν είναι καν τυποποιημένες”, λέει ο κ. Γιώργος Σεϊμένης, country manager του γραφείου της CHEP στην Ελλάδα. Και προσθέτει: “Η αγορά μας έχει μεν αποδεχθεί την ευρωπαλέτα ως βασικό πρότυπο μέσου διακίνησης φορτίων, αλλά στην πράξη, σε μεγάλο βαθμό, χρησιμοποιούνται ακόμη υποκατάστατα της ευρωπαλέτας (π.χ. η ιταλική παλέτα) ή οι βιομηχανικές παλέτες, ενώ κυκλοφορούν και πολλές φτηνής κατασκευής παλέτες που αντέχουν μόνο σε ένα ταξίδι. Το παραδοσιακό σύστημα της ανταλλαγής είναι αντιοικονομικό από πολλές απόψεις. Και μόνο το κόστος της συλλογής των παλετών, και μάλιστα από τις απομακρυσμένες περιοχές, φτάνει για να συλλάβει κάποιος το μέγεθος της επιβάρυνσης. Και αυτό χωρίς να αναφερθούμε στο κόστος της αντικατάστασής τους ή της απώλειας της αξιοπιστίας του προμηθευτή, εξαιτίας της παροχής κακού σέρβις, λόγω του προβληματικού παλεταρίσματος των προϊόντων που παραδίδει, ή ακόμα της σπατάλης χρόνου και δυνάμεων για την υποστήριξη ενός συστήματος κυκλοφορίας των παλετών του ως μεμονωμένου χρήστη-ιδιοκτήτη τους… Για το λιανεμπόριο το κόστος είναι έμμεσο: προκύπτει από την υποχρέωση της διαχείρισης των κακής ποιότητας παλετοποιημένων φορτίων που παραλαμβάνει.
Εν πάση περιπτώσει, όσο περισσότερο τυποποιείται η διαδικασία της διακίνησης των τροφίμων τόσο εντονότερη γίνεται η ανάγκη της τυποποίησης των μέσων διακίνησης των φορτίων και του συστήματος της ανταλλαγής τους”.
Το λιανεμπόριο οδηγεί τις εξελίξεις της τυποποίησης
"σελφ σέρβις": Η προτυποποίηση των φορτίων εκ μέρους του ECR σήμανε τη στροφή στις σχετικές συνήθειες της αγοράς στην κατεύθυνση του εξορθολογισμού τους. Αλήθεια, τι ζητήματα προκύπτουν σήμερα από τη συνεργασία σας με το λιανεμπόριο; Πώς την αξιολογείτε;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΪΜΕΝΗΣ: Παρά το γεγονός ότι το ECR πράγματι άνοιξε το δρόμο πριν μερικά χρόνια, τώρα αρχίζει να εντείνεται η χρήση της ευρωπαλέτας και κυρίως τώρα αρχίζει να αναγνωρίζεται η πρακτική και η οικονομική σημασία της ομαλοποίησης του σχετικού κυκλώματος. Ο λόγος είναι ότι τώρα ωριμάζουν οι συνθήκες από την άποψη της δημιουργίας σύγχρονων υποδομών για την εκδήλωση προηγμένων απαιτήσεων εκ μέρους του λιανεμπορίου προς τους προμηθευτές τους, σχετικά με την τυποποίηση των φορτίων που του παραδίδουν. Μέχρι πρόσφατα, στην ουσία μόνο η ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ πίεζε έντονα για την υποστήριξη του συστήματος της κεντρικοποίησής της. Φυσικά και η MAKRO, στο πλαίσιο της δικής της διαφορετικής λειτουργίας. Αλλά τώρα τις ακολουθεί και η CARREFOUR, με την οποία συνεργαζόμαστε σε όλη την Ευρώπη και που το μέγεθός της θα λειτουργήσει καθοριστικά στις αποφάσεις των προμηθευτών για τη γενίκευση της τυποποίησης και της ποιότητας των παλετών τους. Οδηγός γι’ αυτές τις εξελίξεις είναι πάντα ο βαθμός της οργάνωσης του λιανεμπορίου. Από αυτή την άποψη πιστεύω ότι το 2002 οι περισσότεροι προμηθευτές θα αντιμετωπίσουν μια νέα πραγματικότητα…
Γενικά, στο ελληνικό λιανεμπόριο, στον τομέα για τον οποίο συζητούμε, αναγνωρίζω δύο ή τρεις ταχύτητες. Στην πρώτη ανήκουν οι διεθνείς αλυσίδες, που δραστηριοποιούνται σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο ή τείνουν προς τα εκεί. Έπονται οι μεγάλες -για τα δεδομένα της αγοράς μας- ελληνικές αλυσίδες, οι οποίες δουλεύουν στη σωστή κατεύθυνση όσον αφορά την εσωτερική τους οργάνωση σ’ αυτό τον τομέα, αλλά πρέπει να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους και τελευταίες ακολουθούν οι μικρές αλυσίδες, που εμφανίζουν από σχετική έως σημαντική καθυστέρηση. Εμείς συνεργαζόμαστε με όλους εξυπηρετώντας σήμερα περίπου 2.000 σημεία σε όλη την Ελλάδα, όπου δηλαδή φτάνουν οι παλέτες μας και απ’ όπου τις συλλέγουμε.
Οι αντιοικονομικές όψεις ενός περιβάλλοντος δυναμικής ανάπτυξης
Η δυσκολία που θέτει στο σύστημά μας η ιδιαιτερότητα της ελληνικής αγοράς έγκειται στο εξής: Αφενός υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός διάσπαρτων μικρών μονάδων του λιανεμπορίου και αφετέρου οι περισσότεροι προμηθευτές, επιδιώκοντας ένα είδος ελέγχου στο πελατολόγιό τους, εμμένουν ακόμα στη διανομή σημείο προς σημείο πώλησης. Πρόκειται για μια τελείως αντιοικονομική και αντιοργανωτική πρακτική για τα logistics τους που πάντως, με την επέκταση της κεντρικοποίησης των διανομών των αλυσίδων, αλλά και στο πλαίσιο της οικονομικής συγκέντρωσης της αγοράς, θα περιοριστεί.
Πάντως, γενικά η συνεργασία μας με το λιανεμπόριο είναι αρμονική. Αναγνωρίζονται τα οφέλη της λειτουργίας του συστήματός μας με την έννοια ότι οι λιανέμποροι πλέον ξέρουν ότι οι μπλε παλέτες της CHEP εγγυημένα δεν δημιουργούν προβλήματα στην εσωτερική διευθέτηση των αποθηκών τους και είναι πάντα σε καλή κατάσταση. Όσο για τη συλλογή τους, τα πράγματα είναι απλά: η μόνη υποχρέωση του αποθηκάριου της λιανεμπορικής αποθήκης είναι να τις στοιβάζει ξεχωριστά σε κάποιο καθορισμένο σημείο.
"σελφ σέρβις": Υπάρχει στο πλαίσιο των συμφωνιών σας με τους πελάτες σας κάποιος καθορισμένος χρονικός κύκλος του ταξιδιού κάθε παλέτας;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΪΜΕΝΗΣ: Στο μηχανογραφικό σύστημά μας καταγράφονται όλες οι πληροφορίες σχετικά με το πόσες παλέτες, τίνος πελάτη, υπάρχουν και πού. Φυσικά, στο “απόθεμα παλετών ενός σημείου” δεν μπορείς να ξέρεις αν πρόκειται για άδειες ή γεμάτες παλέτες. Αυτό ακριβώς είναι πάντα το ζητούμενο: να εντοπίζουμε ένα γενικό μέσο όρο στην κινητικότητα των φορτίων καθενός κέντρου διανομής, ώστε να προγραμματίζουμε το χρόνο περισυλλογής των κενών παλετών. Όμως, σε μια αγορά που αναπτύσσεται συνεχώς, όπως της Ελλάδας, αυτό διαφοροποιείται δυναμικά. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η δυσκολία. Είμαστε υποχρεωμένοι να αναπροσαρμόζουμε συνεχώς τη λειτουργία του συστήματός μας όχι μόνο με βάση τη δυναμική της ίδιας της αγοράς, αλλά και την όλο και μεγαλύτερη διεύρυνση του πελατολογίου της εταιρείας μας. Στις ώριμες αγορές, όπου λίγο έως πολύ τα πράγματα είναι δεδομένα, τα συστήματά μας δουλεύουν πλήρως αυτοματοποιημένα.
Τριτοκοσμικό τοπίο στη διακίνηση των οπωροκηπευτικών
"σελφ σέρβις": Εκτός από τις μπλε ευρωπαλέτες ενοικιάζετε και πλαστικούς κλωβούς για την μεταφορά των οπωροκηπευτικών οι διαστάσεις των οποίων είναι υποδιαιρέσεις της ευρωπαλέτας. Εκτός από μια σύντομη παρουσίαση αυτού του τομέα της δουλειάς σας, θα θέλαμε ένα σχόλιο για την κατάσταση που παρουσιάζει ο ειδικός αυτός τομέας στην αγορά μας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΪΜΕΝΗΣ: Η φιλοσοφία του συστήματός μας είναι οι παραγωγοί να ενοικιάζουν και να χρησιμοποιούν τα τυποποιημένα πλαστικά κιβώτια που τους προτείνουμε, ώστε να παραδίδουν στα σούπερ μάρκετ το προϊόν τους με τη βέλτιστη οικονομία χώρου κατά τη μεταφορά και την αποθήκευση. Τα κιβώτια αυτά τοποθετούνται απευθείας στο ράφι, χωρίς τη μεσολάβηση άλλης ανθρώπινης παρέμβασης. Είναι προφανής η οικονομία χώρου, χρόνου και δυνάμεων που προσφέρει το σύστημα στη λειτουργία του κυκλώματος παραγωγός – διανομή – λιανεμπόριο. Το κυριότερο όμως είναι ότι έχουμε, όπως και στις παλέτες, την ευθύνη της συλλογής των κιβωτίων, τα πλένουμε και τα αποστειρώνουμε με τη μέθοδο HACCP, οπότε τα επαναπροωθούμε προς χρήση στους παραγωγούς-ενοικιαστές απολύτως ασφαλή. Εάν υπήρξαν δυσκολίες στην καθιέρωση της τυποποιημένης παλέτας όταν μπήκαμε στην ελληνική αγορά και μόνο το γεγονός ότι το κύκλωμα της παραγωγής των οπωροκηπευτικών είναι πλήρως ανοργάνωτο δίνει μια τάξη μεγέθους του βαθμού δυσκολίας που αντικειμενικά υπάρχει. Βέβαια κι εδώ ισχύει το ότι τις εξελίξεις στην τυποποίηση των φορτίων τις επιβάλλει κατά μείζονα λόγο το λιανεμπόριο. Αλλά για την ώρα τα βήματα που γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση είναι πολύ περιορισμένα. Αυτό που κυριαρχεί στην αγορά είναι ένα χάος: Πλαστικά και ξύλινα κιβώτια, διαφόρων διαστάσεων, τυποποίηση ανύπαρκτη και μηδενική ασφάλεια υγιεινής. Το ζητούμενο είναι οι μεγάλες αλυσίδες να απαγκιστρωθούν από τη λογική “του ανταγωνισμού των τιμών της λαϊκής” στα οπωροκηπευτικά και να απαιτήσουν από τους παραγωγούς τυποποίηση και ασφάλεια…
Third party: η λύση για τη μείωση του κόστους
"σελφ σέρβις": Θα θέλαμε, τελειώνοντας, ένα σχόλιο για τη σχέση κόστους ενοικίασης χρήσης-διαχείρισης της παλέτας ως προς την απόδοσή της, στο πλαίσιο της αλυσίδας των logistics.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΪΜΕΝΗΣ: Παρά τα όσα λέγονται, στην πραγματικότητα είναι ελάχιστοι οι προμηθευτές που αναγνωρίζουν το πραγματικό κόστος που δημιουργεί η έλλειψη τυποποίησης στη μεταφορά των φορτίων. Έτσι, σε ό,τι αφορά το αντικείμενο που συζητούμε, οι περισσότεροι ως πραγματικό κόστος αναγνωρίζουν την… αναπλήρωση του αποθέματος των παλετών τους! Υπάρχουν δύο κατηγορίες προμηθευτών: αυτοί που κατανοούν τα οφέλη του συστήματος ενοικίασης της χρήσης και της διαχείρισης των παλετών κι αυτοί που αντιμετωπίζουν όπως τύχει την απαίτηση της αγοράς για τυποποίηση. Οι τελευταίοι αργούν να καταλάβουν ότι η διαχείριση του αποθέματος των παλετών είναι περίπλοκη και δαπανηρή υπόθεση και ότι μόνο η υψηλή τεχνογνωσία ενός ισχυρού third party είναι δυνατόν να την απλοποιεί για λογαριασμό της εξοικονόμησης των πόρων τους, μέσω της αξιοποίησης των συνεργιών και των οικονομιών κλίμακος που επιτυγχάνει. Εκεί άλλωστε βρίσκεται και το μυστικό της CHEP: όσο αυξάνει ο αριθμός των χρηστών του συστήματός της σε μια αγορά, τόσο το σέρβις της γίνεται αποδοτικότερο και το κόστος των υπηρεσιών της χαμηλότερο.