Μόνο η έξοδός μας από την παγίδα χρέους και χρεοκοπίας μπορεί να δώσει βάσιμες ελπίδες ανάταξης της οικονομίας και της κοινωνίας μας υπό τον όρο της εφαρμογής ενός νέου τεχνικοπαραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης, με μισθούς αξιοπρεπείς και αγοραστική δύναμη ικανή να ζωντανέψει τη ζήτηση, τονίζει ο κ. Γιώργος Αργείτης, επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και συνεργάτης του Παρατηρητηρίου Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Το μείζον πρόβλημα της ρευστότητας στην οικονομία μας, αυτό που «καίει» σήμερα τις επιχειρήσεις, επισήμως αντιμετωπίζεται μονοδιάστατα ως θέμα και μόνον ανακεφαλαιοποίησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. «Έτσι, όμως, αγνοείται το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο κατ’ ανάγκην εντάσσεται το ζήτημα της ρευστότητας. Kαι εξηγούμαι αμέσως: Η χώρα ως γνωστόν δεσμεύτηκε από τη δεύτερη δανειακή της σύμβαση σε μια πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής και εισοδηματικής λιτότητας (ή «εσωτερικής υποτίμησης») τυπικά μέχρι το 2016 –στην ουσία τουλάχιστον ως το 2020.

Όμως, η δημοσιονομική και η εισοδηματική λιτότητα συμπράττουν αναπόφευκτα και αποφασιστικά στη δημιουργία κρίσης ρευστότητας στην οικονομία κι αλίμονο στις επιχειρήσεις, κυρίως τις μικρομεσαίες, που στερούνται διαύλων χρηματοδότησης. Θα δοκιμάζεται ανελέητα η αντοχή τους, ενόσω θα ζητείται από τη χώρα η πιστή εφαρμογή του προγράμματος της διπλής λιτότητας», προειδοποιεί ο κ. Γιώργος Αργείτης.

Όπως εξηγεί, μια βασική ιδέα της μετα-κεϋνσιανής οικονομικής σκέψης εδράζεται στην ιστορικά επαληθευμένη διαπίστωση ότι σε μια οικονομία που βρίσκεται σε κρίση, η μεγάλη αβεβαιότητα ωθεί τους πάντες –άτομα, νοικοκυριά, επιχειρήσεις και τράπεζες– σε προτίμηση ρευστότητος. «Ας δούμε τι σημαίνει αυτό για τις τράπεζές μας στις παρούσες συνθήκες.

Πρώτον, η ίδια η αβεβαιότητα μεγεθύνεται εξαιτίας του εγκλωβισμού της χώρας στην κρίση χρέους, που συνεπάγεται υψηλό νομισματικό ρίσκο. Πράγματι, ουδείς εγγυάται ότι το περίφημο Grecxit δεν θα επανενεργοποιηθεί αφ’ ης στιγμής είναι προφανής ο κίνδυνος η βαθιά ύφεση να «εκτροχιάσει» το πρόγραμμα προσαρμογής.

Δεύτερον, έστω ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ολοκληρώνεται επιτυχώς, δηλαδή ενισχύεται η κεφαλαιακή τους επάρκεια, διασφαλίζοντας τη φερεγγυότητά τους έναντι της ΕΚΤ, από την οποία αντλούν ρευστότητα. Γιατί, τάχα, να την διακινδυνεύσουν με χορηγήσεις δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά υπό συνθήκες τεράστιας ανεργίας και λιτότητας, δηλαδή παραγόντων που μειώνουν δραματικά τις προσδοκίες ανταπόκρισης των δανειοληπτών στις υποχρεώσεις τους;

Αλλά ακόμα κι αν την διακινδυνεύσουν –πράγμα μάλλον απίθανο– είναι τέτοια η εκροή ρευστότητας από την αγορά εξαιτίας της δημοσιονομικής και εισοδηματικής λιτότητας, ώστε η ρευστότητα θα στραγγίζει αυτόματα! Το υπόσχεται, άλλωστε, η νέα Έκθεση του ΔΝΤ που προϋπολογίζει αθροιστικά ως το 2016 την αφαίρεση ακόμα 14-15 δισ. ευρώ από την ελληνική οικονομία..
 
Συνεπώς, η κρίση ρευστότητας θα εξακολουθήσει να τυραννά τον ιδιωτικό τομέα, δημιουργώντας νέα θύματα μεταξύ των επιχειρήσεων. Ο απεγκλωβισμός της χώρας από την τραγική αυτή κατάσταση απαιτεί ένα γενναίο «κούρεμα» του δημόσιου χρέους. Ειδάλλως, η εφαρμογή προγραμμάτων διπλής λιτότητας θα σπρώχνει την οικονομία μας όλο και πιο βαθιά στην «παγίδα χρέους και αποπληθωρισμού».

Υπό καταστολή…

σελφ σέρβις: Έχουν να περιμένουν κάτι οι παραγωγικές ελληνικές επιχειρήσεις σήμερα από τη λεγόμενη «συναθροιστική» ζήτηση, κατά τη μετα-κεϋνσιανή οικονομική θεωρία, διάγοντας οι περισσότερες σε τέλμα κρίσης ρευστότητας και κάμψης τζίρου, ενόσω αρκετές ήδη μετά βίας ικανοποιούν τις παραγγελίες τους; Η εναγώνια στροφή τους στις εξαγωγές πόσο αποτελεσματική διέξοδος επιβίωσης είναι γι’ αυτές;   
Γιώργος Αργείτης: Η «συναθροιστική ζήτηση» έχει τέσσερα πεδία. Το πρώτο, αυτό της εγχώριας κατανάλωσης, δεσμευτήκαμε ως χώρα να το απομειώσουμε. Πράγματι, όσο το διαθέσιμο καταναλωτικό εισόδημα περικόπτεται ασύστολα, στο πλαίσιο της υποχρέωσης για απαρέγκλιτη εφαρμογή του σχετικού προγράμματος (μείωση ονομαστικών μισθών και συντάξεων, αύξηση φορολογικών επιβαρύνσεων κάθε είδους, αφανισμός των εισοδημάτων λόγω της καλπάζουσας ανεργίας), οι επιχειρήσεις δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από την εγχώρια κατανάλωση.

Το δεύτερο πεδίο είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις, εγχώριες και ξένες, που παράγουν εισοδήματα. Αλλά ποιος επιχειρηματίας θα διακινδύνευε επενδύσεις σε ένα περιβάλλον τόσο βαθιάς ύφεσης, τέτοιας αβεβαιότητας και δραματικής πτώσης του τζίρου; Από αυτή την άποψη οι ιδιωτικές εγχώριες επενδύσεις, που έχουν αρνητικό πρόσημο την τελευταία τριετία, θα εξακολουθήσουν κατά την εκτίμησή μου να μειώνονται, ενώ οι ξένες επενδύσεις αποτρέπονται για τους ίδιους λόγους. Όχι πως δεν θα γίνονται κάποιες, πλην όμως, ως εξαίρεση προς επιβεβαίωση του κανόνα.

Και πάντως, θα ήταν λάθος να βαφτίσουμε «επενδύσεις» τις ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες από την άποψη της παραγωγής εισοδημάτων θα συντελέσουν μάλλον στην περαιτέρω μείωση των ήδη παραγόμενων στις υπό ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεις… Το τρίτο πεδίο είναι των δημοσίων δαπανών, οι οποίες ως γνωστόν εξακολουθούν να είναι το «εύκολο» θύμα των περικοπών. Το τέταρτο πεδίο είναι των καθαρών εξαγωγών, οι οποίες, πράγματι, προσφέρουν θετική προοπτική στις επιχειρήσεις, εάν και εφόσον απευθύνονται, όμως, σε αγορές που δεν πλήττονται από προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας…

Βλέπετε, όχι μόνο ο Νότος της ευρωζώνης, αλλά και ο «σκληρός πυρήνας» της πλέον, όπως και όλη εν γένει η ευρωπαϊκή οικονομία, υπονομεύεται από τις πολιτικές λιτότητας, που καταστέλλουν τη ζήτηση. Ήδη η ανησυχία ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται στα πρόθυρα μιας νέας ύφεσης είναι έκδηλη, ενώ η αστάθεια κι οι αρνητικές προσδοκίες αποτελούν στοιχεία του κλίματος της παγκόσμιας οικονομίας. Πέραν αυτών, όμως, ναι μεν η εξωστρεφής επιχειρηματικότητα, τα καινοτόμα προϊόντα, το εμπνευσμένο μάνατζμεντ και το έξυπνο μάρκετινγκ δημιουργούν διεθνή ζήτηση αλλά αυτό αφορά έναν περιορισμένο αριθμό ελληνικών επιχειρήσεων. Διότι στον μεγάλο όγκο τους παραμένουν προσανατολισμένες στην εγχώρια αγορά.

Τούτο, συνδυασμένο με το μικρό τους μέγεθος ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ελληνικής επιχειρηματικότητας, στοιχείο που δεν ευνοεί τις οικονομίες κλίμακος, αντανακλά τις μεγάλες δομικές αδυναμίες του ιδιωτικού τομέα της εγχώριας παραγωγής, που καθιστούν σήμερα το πλήγμα της πτώσης των πωλήσεών τους τεράστιο, αν όχι μοιραίο.

Η συγκέντρωση στον επίλογο της ύφεσης

σελφ σέρβις: Μοιραίο και από την άποψη, ίσως, των διαδικασιών συγκέντρωσης των αγορών στα χέρια ολίγων –πιθανότατα ξένων… Δυνατότητες αμυντικής στρατηγικής υπάρχουν;
Γιώργος Αργείτης: Πάντοτε η οικονομική κρίση συσχετίζεται με την ενίσχυση της ολιγοπωλιακής δομής της αγοράς. Κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα τραπεζικού δανεισμού από το εξωτερικό –συνήθως θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων– πιθανότατα θα επεκταθούν μέσω εξαγορών.

Για κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις οι διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης αποτελούν ενδεχομένως στρατηγική επιβίωσης, αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα δεν ευδοκιμεί η κουλτούρα της επιχειρηματικής συνεργασίας, δηλαδή της ένταξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων κατά ομάδες σε κοινά δίκτυα, ικανά να δημιουργούν τις αναγκαίες για την επιβίωσή τους οικονομίες κλίμακος. Αλλά με τέτοια ύφεση και τόσο αρνητικές προοπτικές, τα όποια φαινόμενα συγχωνεύσεων πιστεύω ότι θα εκδηλωθούν μόνον εφόσον αρχίσει να φαίνεται μια βάσιμη προοπτική απεμπλοκής από την ύφεση, όποτε φανεί.


Ανακύκληση της κοινωνικής καταστροφής 

σελφ σέρβις: Πώς σχολιάζετε τις επιπτώσεις της ανεργίας ως αιτιατού και αίτιου της ύφεσης, στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής;
Γιώργος Αργείτης:
Είναι βέβαιο ότι η μείωση της ζήτησης στην οικονομία σχετίζεται άμεσα με την ανεργία. Αναλογιστείτε
το μέγεθος των απωλειών της ζήτησης υπό συνθήκες που σχεδόν ο ένας στους τρεις εργαζόμενους στερείται εντελώς εισοδήματος –εκεί φτάνουμε φέτος!

Ακόμα και αν δεν είχαν περικοπεί οι αποδοχές όσων εργάζονται, θα έπρεπε ήδη, προκειμένου η καταναλωτική τους δαπάνη να αντισταθμίζει κάπως τις απώλειες της ζήτησης ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την επιβίωση πλείστων όσων επιχειρήσεων όλων των κλάδων, να υπερβαίνει το ύψος των μισθών και των συντάξεων του 2009!

Ωστόσο, οι περικοπές των εισοδημάτων συνεχίζονται, πάνω από μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δουλεύουν με πολύμηνες καθυστερήσεις πληρωμών, σωρηδόν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όντας σε κρίση ρευστότητας και τζίρου, είτε κλείνουν πνιγμένες στα χρέη είτε απολύουν κόσμο για να μειώσουν τα κόστη τους, τροφοδοτώντας όλο και περισσότερο την ανεργία κι απονεκρώνοντας περαιτέρω τη ζήτηση, ενώ επίκεινται απολύσεις και από τον δημόσιο τομέα…

Το χειρότερο είναι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η πιθανότητα εκτροχιασμού του προγράμματος προσαρμογής γίνεται βεβαιότητα και η τραγωδία είναι ότι η «διόρθωση» της πορείας του επιχειρείται με νέες περικοπές, οδηγώντας την οικονομία σε έναν κοινωνικά καταστρεπτικό καθοδικό κύκλο ύφεσης, χωρίς προηγούμενο!

Και να φανταστεί κανείς ότι οι θιασώτες της εφαρμογής προγραμμάτων λιτότητας αρνούνται να δουν ότι η περικοπή των εισοδημάτων επιδεινώνει την κρίση ρευστότητας στο χρεοκοπημένο και από το PSI χρηματοπιστωτικό σύστημα, αφού και τα διαθέσιμά του από αποταμιεύσεις μειώνει και τα «κόκκινα» δάνεια πολλαπλασιάζει! Η θεώρηση όλων μαζί αυτών των συμπτωμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η οικονομία μας πάσχει από πολυοργανική ανεπάρκεια, κατά τον ιατρικό όρο.

Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές

σελφ σέρβις: Γιατί κατά τη γνώμη σας οι τιμές στην αγορά μας «αρνούνται» να παρακολουθήσουν την τάση της εσωτερικής υποτίμησης, πράγμα που επισημαίνεται, άλλωστε, και στην πρόσφατη Έκθεση του ΔΝΤ;
Γιώργος Αργείτης: Οι τιμές σήμερα εμφανίζουν μια τάση μείωσης αλλά επισημαίνω ότι αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί έχει μειωθεί ο πληθωρισμός, δηλαδή ο ρυθμός μεταβολής του γενικού επιπέδου των τιμών. Όντως, από ένα 3%-4% κυμαίνεται γύρω στο 0,5%, πράγμα πρωτόγνωρο για την ελληνική αγορά όσο, βέβαια, και η τερατώδης ύφεση, η οποία ακριβώς επιδρά αντιπληθωριστικά. Αλλά ας αποσυνδέσουμε τον προσδιορισμό των τιμών από τον μύθο της προσφοράς και της ζήτησης.

Το μυθικό «αόρατο χέρι» που ρυθμίζει αυτόματα τις τιμές ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, όπως το εμπνεύστηκε ο Άνταμ Σμιθ πριν τρεις αιώνες, εξακολουθεί να είναι αισθητό… μόνο στη θεωρία. Στην πεζή πραγματικότητα για τη διαμόρφωση των τιμών αποφασίζουν οι επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τους την κάλυψη του σύνθετου κόστους της παραγωγής τους (χρηματοπιστωτικό, μισθολογικό, πρώτων υλών κλπ), τη δημιουργία ενός κέρδους που θα δίνει νόημα στις δραστηριότητές τους, το πού σκέφτονται ότι θέλουν να φτάσουν σε σχέση με τον ανταγωνισμό τους κλπ.

Υπό αυτή την έννοια, μελετώντας την πραγματικότητα της αγοράς μας, αβίαστα συμπεραίνεται ότι μια πρώτη αιτία για τη σχετική «ακαμψία» των τιμών σχετίζεται με το βάρος των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων πολλών επιχειρήσεων, οι οποίες στα χρόνια της αφειδούς χορήγησης πιστώσεων υπερχρεώθηκαν και τώρα τρέχουν και δεν φτάνουν. Μια άλλη αιτία σχετίζεται με την ελπίδα της κερδοφορίας που πεθαίνει τελευταία: Aφού ο τζίρος, ενόσω συρρικνώνεται, δεν δημιουργεί κέρδος, αρκετοί αξιοποιούν το εργαλείο των τιμών στη διανομή του εισοδήματος, επιχειρώντας κατά το δοκούν να προσδιορίσουν ένα μερίδιο στην πίτα της αγοράς τους.

Μια τρίτη αιτία για ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι ότι, επειδή δεν επενδύουν στην καινοτομία, στο R&D, στο μάρκετινγκ, σε νέα προϊόντα ή υπηρεσίες κλπ –άρα δεν δημιουργούν κέρδη από την επέκταση των μεριδίων τους– χρησιμοποιούν τις τιμές ως μηχανισμό κερδοσκοπικής ανακατανομής του ήδη παραγόμενου εισοδήματος.

Μια τέταρτη αιτία είναι, φυσικά, οι «τριγωνικές συναλλαγές» στο πλαίσιο των ενδο-ομιλικών συναλλαγών και μια πέμπτη αιτία είναι η έλλειψη ελέγχων στην αγορά μας (λειτουργία καρτέλ κλπ), η οποία δεν είναι απλώς «ελεύθερη» κατά την νεοκλασική οικονομική θεώρηση, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι κυριολεκτικώς ζούγκλα. Απλώς, η τερατώδης ύφεση τώρα υπερτερεί των… αγριοτήτων της ζούγκλας, μετριάζοντας τις τιμές.


Οι θανατηφόροι δογματισμοί του ΔΝΤ

σελφ σέρβις: Το ΔΝΤ προειδοποιεί, πάντως, ότι το αντισταθμιστικό μέτρο για τις ακαμψίες των τιμών θα είναι η περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, οπότε στοχοποιούνται τα μισθωτά εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα.
Γιώργος Αργείτης: Η βάση των θέσεων του ΔΝΤ είναι μια παλιά θεωρία, σύμφωνα με την οποία η μείωση των τιμών οδηγεί στην αύξηση της ζήτησης, αφού έτσι μεγαλώνει η αγοραστική ικανότητα του διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ότι το εισόδημα μένει τουλάχιστον στάσιμο έως ότου αποδώσει η αποκλιμάκωση των τιμών.

Προφανώς, οι του ΔΝΤ παραγνωρίζουν ότι στην Ελλάδα οι τιμές κάμπτονται καθ’ ον χρόνον οι μισθοί κι οι συντάξεις ήδη έχουν καταβαραθρωθεί κι η ανεργία συνθλίβει με αύξοντα ρυθμό ό,τι άφησαν οι περικοπές. Κι αν υποτεθεί ότι η προσδοκία του ΔΝΤ για τη δικαίωση της εν λόγω θεωρίας βασίζεται «στο κάλιο αργά παρά ποτέ» –με ό,τι αυτό σημαίνει από άποψη καταστροφής της ζήτησης– είναι απορίας άξιον τι θα έχει απομείνει όρθιο από τις επιχειρήσεις σε μια εύλογη (κατά το ΔΝΤ) προοπτική χρόνου!

Ασύγγνωστη υπεραισιοδοξία

σελφ σέρβις: Το οικονομικό της επιτελείο της κυβέρνησης, πάντως, αισιοδοξεί για την έναρξη μιας περιόδου ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, ισχνής έστω, ως τα τέλη του έτους. Δεν το συμμερίζεστε, έστω κατ’ ελάχιστον;
Γιώργος Αργείτης:
Θα το ήθελα, πιστέψτε με, αλλά δεν μπορώ. Διότι, πρώτον, το πιθανότερο είναι πως θα απαιτηθούν νέα μέτρα περικοπής των δημοσίων δαπανών και των εισοδημάτων –όπως άλλωστε έχουν προνοήσει οι πιστωτές και θεσμικά έχει επικυρώσει η κυβέρνηση, αν επιβεβαιωθούν εκ νέου «αστοχίες» στην εκτέλεση του προγράμματος προσαρμογής.

Δεύτερον, διότι η κατ’ εξακολούθηση επιβεβαίωση των «αστοχιών» του προγράμματος είναι, μεταξύ άλλων, προϊόν της τερατώδους ύφεσης και ανεργίας και η οποιαδήποτε «διόρθωσή» τους ένεκα αποκλίσεων από τους στόχους του προγράμματος αντί να επιβραδύνει, θα εκτραχύνει την ύφεση, καθιστώντας έωλη την πρόβλεψη περιορισμού της στο -4,3% το 2013. Υπό αυτή την έννοια, οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης για τα δημόσια έσοδα, το ΑΕΠ, τις δημόσιες δαπάνες, τα πρωτογενή πλεονάσματα και, κυρίως, την ύφεση είναι υπεραισιόδοξες.

Τρίτον, διότι αν υπάρχει μια κάποια ελπίδα για ρευστότητα στην αγορά, δεν προέρχεται τόσο από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών καθαυτήν όσο από την προσδοκία ευνοϊκών εξελίξεων στο νομισματοπιστωτικό σύστημα της ευρωζώνης, που θα δώσουν ενδεχομένως την ευχέρεια στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα να δανειστεί χαμηλότοκα περισσότερα κεφάλαια απ’ ότι θα πάρει με την ανακεφαλαιοποίησή του. Αλλά εν προκειμένω μιλούμε απλώς για προσδοκίες…

Και τέταρτον, διότι οι ιδιωτικοποιήσεις ως επενδύσεις χαρτοφυλακίου δεν θα αυξήσουν το ΑΕΠ της χώρας, δεν θα παράγουν νέο εισόδημα για την οικονομία.Μόνο η έξοδός μας από την «παγίδα» χρέους και χρεοκοπίας μπορεί να δώσει βάσιμες ελπίδες ανάταξης της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Υπό τον όρο, βέβαια, της πρόταξης ενός νέου τεχνικοπαραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης, με μισθούς αξιοπρεπείς και αγοραστική δύναμη ικανή να ζωντανέψει τη ζήτηση. 

Αναδιάρθρωση παραγωγικού μοντέλου

σελφ σέρβις: Η αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως του ΕΣΠΑ, δίνει κάποια ελπίδα αναθέρμανσης στην οικονομία μας;
Γιώργος Αργείτης:
Εφόσον μπορέσουμε να απορροφήσουμε τα κονδύλια, ασφαλώς ναι! Το οφείλουμε, άλλωστε, καθώς πρόκειται για τη μοναδική πηγή μη δανεικού χρήματος για την οικονομία μας. Με την ελπίδα μήπως και παρέμβει επιτέλους η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, δημιουργώντας πρόσθετα χρηματοδοτικά εργαλεία, οφείλω να επισημάνω, ωστόσο, ότι, χωρίς τη γενναία αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, οι βελτιώσεις στη ζήτηση της οικονομίας από την εφαρμογή των όποιων τέτοιων εργαλείων θα είναι οριακές.

Επείγει ο απεγκλωβισμός των ιθυνόντων από τη λογική της χρηματοδότησης μεγάλων κατασκευαστικών δραστηριοτήτων. Ήρθε η ώρα να στηριχθεί επενδυτικά η δραστηριότητα των κατεξοχήν παραγωγικών δραστηριοτήτων, που εξασφαλίζουν μόνιμα και σταθερά απασχόληση και παραγωγή εισοδημάτων. Θα ήταν το λιγότερο άστοχο τα κονδύλια του ΕΣΠΑ να διατεθούν για την αναστήλωση του κατασκευαστικοκεντρικού μοντέλου, που κατέρρευσε με την κρίση, χάριν της συγκέντρωσής τους σε λίγους ισολογισμούς μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών, οι οποίες δημιουργούν εντέλει πολύ μικρή ροπή προς κατανάλωση.