Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν πολλά είδη και διαφορετικοί τύποι γιαουρτιού, καθώς και εξειδικευμένα προϊόντα (όπως τα «λειτουργικά»), που συμβάλλουν στην αύξηση της συχνότητας κατανάλωσης του προϊόντος.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν πολλά είδη και διαφορετικοί τύποι γιαουρτιού, καθώς και εξειδικευμένα προϊόντα (όπως τα “λειτουργικά”), που συμβάλλουν στην αύξηση της συχνότητας κατανάλωσης του προϊόντος.
Το λανσάρισμα νέων καινοτόμων προϊόντων, καθώς και η δυναμική υποστήριξη των brand names από τις μεγάλες εταιρείες εκτιμάται ότι είναι το “κλειδί” για την περαιτέρω ανάπτυξη των πωλήσεων.
Οι συνολικές πωλήσεις γιαουρτιού το 2000 διαμορφώθηκαν σε 68,9 δισ. δρχ., παρουσιάζοντας αύξηση περίπου 11% σε σχέση με το 1999, οπότε είχαν διαμορφωθεί σε 61,09 δισ. δρχ. Αντιστοίχως, η αύξηση των πωλήσεων του 1999, σε σχέση με εκείνες του 1998, ήταν μικρότερη του 3%.
Το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2001 οι πωλήσεις του προϊόντος αυξήθηκαν κατά 7%, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2000. Οι συνολικές πωλήσεις το 2000 παρουσίασαν αύξηση περίπου 9%, σε σχέση με το 1999. Το 2000 καταναλώθηκαν συνολικά 60.339 τόνοι γιαουρτιού, ενώ το οκτάμηνο Ιανουαρίου– Αυγούστου 2001 η ζήτηση διατηρήθηκε περίπου στα ίδια επίπεδα με την προηγούμενη χρονιά (βλ. σχετικό πίνακα).
Light προϊόντα
Η τάση κατανάλωσης πιο υγιεινών προϊόντων με χαμηλότερα λιπαρά, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων, καθρεφτίζεται πολύ έντονα και στην αγορά του γιαουρτιού. Ειδικότερα, οι πωλήσεις γιαουρτιών με χαμηλά λιπαρά το 2000 παρουσίασαν αύξηση πωλήσεων ύψους 20% τόσο σε αξία όσο και σε όγκο, σε σχέση με το 1999, και διαμορφώθηκαν σε 12,8 δισ. δρχ. που αντιστοιχούν στην κατανάλωση 1.310 τόνων (βλ. σχετικό πίνακα). Επί του συνόλου των πωλήσεων της κατηγορίας, το 2000 η υποκατηγορία των γιαουρτιών με χαμηλά λιπαρά κατείχε μερίδιο 18,5%, έναντι 16,3% το 1999. Οι πωλήσεις της στο οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2001, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2000, αυξήθηκαν περίπου 24% σε αξία και 14% σε όγκο και ανήλθαν σε 10,7 δισ. δρχ. και 8.486 τόνους αντίστοιχα.
Σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης παρουσιάζει και η υποκατηγορία του παιδικού γιαουρτιού. Οι πωλήσεις της το 2000 ανήλθαν περίπου σε 7 δισ. δρχ., παρουσιάζοντας αύξηση 25%, έναντι του 1999 οπότε είχαν διαμορφωθεί σε 5,3 δισ. δρχ. Αντιστοίχως, το 1999 οι πωλήσεις του παιδικού γιαουρτιού είχαν αυξηθεί κατά 17% έναντι του 1998 (βλ. σχετικό πίνακα). Οι ρυθμοί ανάπτυξης της υποκατηγορίας αναμένεται να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα, καθώς εκτιμάται ότι το πρόσφατο λανσάρισμα βρεφικών προϊόντων θα της δώσει νέα δυναμική.
Το οκτάμηνο Ιανουαρίου– Αυγούστου 2001 οι πωλήσεις της υποκατηγορίας του παιδικού γιαουρτιού διαμορφώθηκαν σε 6,4 δισ. δρχ., παρουσιάζοντας αύξηση περίπου 30%, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2000. Οι πωλήσεις της σε όγκο αντιστοίχως αυξήθηκαν περίπου 20% και ανήλθαν σε 3.389 τόνους. Η διαφορά στην αύξηση όγκου και αξίας αποδίδεται στο λανσάρισμα φέτος εξαιρετικά ακριβών διεθνών προϊόντων. Ωστόσο, παρά τους σημαντικούς ρυθμούς αύξησης, το μερίδιο της υποκατηγορίας παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τις συνολικές πωλήσεις της κατηγορίας, καθώς 2000 καταναλώθηκαν 4.071 τόνοι επί συνόλου κατανάλωσης 60.339 τόνων.
Οι κύριες κατηγορίες του γιαουρτιού που ενδιαφέρουν την εγχώρια ζήτηση είναι το κλασικό γιαούρτι (standard), το λευκό (με υποκατηγορίες το στραγγιστό, το πρόβειο, καθώς και το γιαούρτι με μεσαία και χαμηλά λιπαρά), το γιαούρτι με φρούτα, το παιδικό, το παραδοσιακό, το χύμα (σε μεγάλες συσκευασίες) και τα επιδόρπια.
Τιμολογιακή πολιτική
Οι τιμολογιακές αυξήσεις στην αγορά του γιαουρτιού την τελευταία τριετία κυμάνθηκαν στα επίπεδα του πληθωρισμού. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών έχουν οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, ιδιαίτερα μάλιστα καθώς το μερίδιο διανομής των σούπερ μάρκετ στο γιαούρτι εκτιμάται ότι είναι περίπου 70%. Τον τελευταίο χρόνο, πάντως, επικρατεί μια τάση περιορισμού των on pack προσφορών και των δραχμικών εκπτώσεων προς τον τελικό καταναλωτή.
Οι εισαγωγές γιαουρτιού βρίσκονται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα και κυμαίνονται περίπου στο 4% επί των συνολικών πωλήσεων της κατηγορίας. Αντίθετα, αναπτύσσεται σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα κυρίως στραγγιστού γιαουρτιού προς τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Η περαιτέρω ανάπτυξη των εξαγωγών θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό, όπως επισημαίνουν στελέχη των γαλακτοβιομηχανιών, από τη δυνατότητα της ελληνικής βιομηχανίας να παράγει προϊόντα σε ανταγωνιστικό κόστος, έτσι ώστε οι τιμές στα ράφια των ευρωπαϊκών σούπερ μάρκετ να είναι ελκυστικές.
ΦΑΓΕ
Στο χώρο του λευκού τυποποιημένου γιαουρτιού η ΦΑΓΕ κατέχει μερίδιο πάνω από 61%. Το μερίδιο του Total στην αγορά του τυποποιημένου λευκού γιαουρτιού ενισχύθηκε, σε σχέση με πέρσι, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας. Η ΦΑΓΕ επίσης κυριαρχεί στην υποκατηγορία των light γιαουρτιών (0%-2%), με μερίδιο αγοράς 59%, ενώ κατέχει μερίδιο 46% στην αγορά του παιδικού γιαουρτιού (Junior).
ΔΕΛΤΑ
Η ΔΕΛΤΑ διαθέτει μια ολοκληρωμένη σειρά προϊόντων, που περιλαμβάνει όλους τους τύπους (στραγγιστό, αγελαδινό, light, παιδικό, προβιοτικό γιαούρτι, γιαούρτι με φρούτα/ δημητριακά, γιαούρτι bulk). Η εταιρεία υποστηρίζει τα νέα προϊόντα της στα σούπερ μάρκετ με προγράμματα γευστικών δοκιμών και κουπονοδιανομών.
ΜΕΒΓΑΛ
Η ΜΕΒΓΑΛ δραστηριοποιείται σε όλες τις βασικές κατηγορίες γιαουρτιού, προσφέροντας πλούσια ποικιλία γιαουρτιών (παραδοσιακό, κλασικό, ελαφρύ, στραγγιστό, παιδικό, με φρούτα, με δημητριακά). Οι προωθητικές ενέργειες της εταιρείας στα σούπερ μάρκετ περιορίζονται στην υποστήριξη του λανσαρίσματος των νέων κωδικών.
Για αναλυτικούς πίνακες βλέπε τεύχος Νο.299 σελ. 94-96