Στις αρχές του Ιουλίου η εταιρεία Κάμπος Χίου τοποθέτησε στη λιανική μια νέα σειρά φρουτοποτών, επωνυμίας «λow!», σε γεύσεις λεμόνι και μανταρίνι. «Πρόκειται για ένα πρωτοποριακά καινοτόμο προϊόν παγκοσμίως!», λέει ο κ. Γιάννης Τράνταλης, Chief Commercial Officer της εταιρείας, οπότε δόθηκε το έναυσμα μιας ευρύτερα ενδιαφέρουσας συζήτησης για την επίδραση των σύγχρονων διατροφικών προτύπων, τις αδράνειες της εγχώριας αγοράς φυσικών χυμών, τα άγχη της εξωστρεφούς οικονομικής δράσης και τις παραδοξότητες του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.

Tα φρουτοποτά «λow!», λοιπόν, δεν έχουν καθόλου ζάχαρη, πράγμα που ελαχιστοποιεί το θερμιδικό τους φορτίο. Συνεπώς ανταποκρίνονται πλήρως στα αιτούμενα της παγκόσμιας σχετικής τάσης που, δεδομένης της μάστιγας της παχυσαρκίας και του διαβήτη, απασχολεί χρόνια τώρα τους καταναλωτές, τη βιομηχανία τροφίμων που χρησιμοποιεί ως βασικό συστατικό των προϊόντων της τη ζάχαρη, διεθνείς οργανισμούς διατροφής και υγείας και κυβερνήσεις. Το κλειδί της επιτυχίας της νέας σειράς είναι ότι η εξολοκλήρου υποκατάσταση της ζάχαρης από το γλυκαντικό σουκραλόζη –μια καινοτομία που απαίτησε πολύμοχθη έρευνα δύο ετών από το εταιρικό τμήμα R&D– δεν προδίδει σε τίποτα τη γευστική προσδοκία από το προϊόν. Είναι χαρακτηριστικό, όπως λέει ο κ. Τράνταλης, ότι «μεγάλοι πελάτες μας στο εξωτερικό έδωσαν ήδη παραγγελίες, χωρίς καν να έχουν δει τη τελική συσκευασία των προϊόντων. Άρκεσαν μόνο οι πληροφορίες γι’ αυτά και η γευστική δοκιμή τους από «λευκές» συσκευασίες για να παραγγείλουν!». Αλλά γιατί μόνο σε δύο γεύσεις, ρωτήσαμε. Εξήγησε, λοιπόν, ότι η μικρή χιώτικη εταιρεία στα δέκα χρόνια της λειτουργίας της δημιούργησε φήμη προπάντων για τις γεύσεις των λεμονάδων και των μανταρινάδων της. Οι μεν πρώτες «χτυπούν» ήδη μεριδιακή πρωτιά στην εγχώρια κατανάλωση, οι δε μανταρινάδες, με την προίκα του χιώτικου μανταρινιού ως Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης, χαίρουν ευρύτερης αποδοχής. «Ήταν φυσικό να ξεκινήσουμε με αυτούς τους κωδικούς, στην προοπτική, ανάλογα με την εξέλιξη των πωλήσεων, να επεκταθούμε και στην πλέον δημοφιλή γεύση της πορτοκαλάδας».

Μια σύνθετη απάντηση

    σελφ σέρβις: Αν αντιλαμβάνομαι σωστά, η εταιρεία σας, έχοντας διανομή στη λιανική της χώρας, αλλά ακόμα χωρίς κερδοφόρα αποτελέσματα, φιλοδοξεί ν’ αντιπαρέλθει τις εγχώριες δυσανεξίες με μια προνομιακή γι’ αυτήν εδραίωση στη διεθνή αγορά;

Γιάννης Τράνταλης: Η απάντηση θα είναι κατ’ ανάγκην σύνθετη. Καταρχάς, ναι, ήδη ο μισός τζίρος μας προέρχεται απ’ τις εξαγωγές και βλέπουμε την εξωστρέφεια σαν προϋπόθεση της επιχειρηματικής μας προοπτικής. Από την άλλη πλευρά, η Κάμπος Χίου είναι μια μικρή επιχείρηση της νησιωτικής περιφέρειας, επικεντρωμένη αποκλειστικά στη χυμοποιία, με ό,τι σημαίνουν αυτά για την ανταγωνιστικότητά της στη συγκυρία της κρίσης από τα πρώτα κιόλας βήματά μας. Βεβαίως, έχουμε επενδύσει στην ασηπτική τεχνολογία της Tetrapack, στους αυτοματισμούς στην παραγωγή και σ’ ένα πρωτοποριακό τμήμα R&D, ενώ το αδιαφιλονίκητο πλεονέκτημά μας είναι ο συνδυασμός της εξαιρετικής ποιότητας των ελληνικών εσπεριδοειδών με την προσήλωση στην ανάδειξή της, τόσο μέσω των προϊόντων μας όσο και μέσω της υποστήριξής τους σε όλα τα επίπεδα των εμπορικών συνεργασιών μας. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη εξάγουμε σε περισσότερες από 16 χώρες, από τη Χιλή μέχρι την Κίνα και την Ιαπωνία, και σε τουλάχιστον 20 μεγάλους διεθνείς πελάτες, δημιουργώντας υποδειγματικά καλές σχέσεις. Και μ’ όλα αυτά υπάρχουν αγορές και δη ευρωπαϊκές, που δεν πρόκειται να πουλήσουμε ποτέ, εξαιτίας των απαγορευτικών από άποψη ανταγωνιστικότητας κοστολογίων μας. Αλλά το ισχυρό χαρτί στις εξαγωγές μας είναι η σειρά των μη συμπυκνωμένων φυσικών χυμών μας, ακριβώς γιατί αυτοί ενδιαφέρουν τη διεθνή ζήτηση. Ενώ εδώ δεν πολυδίνεται σημασία στη διαφορά συμπυκνωμένου και μη συμπυκνωμένου φυσικού χυμού, στο εξωτερικό αυτό είναι το πρώτο πράγμα που απασχολεί εμπορευόμενους και καταναλωτές. Οι μη συμπυκνωμένοι χυμοί, αν και σχεδόν διπλάσιας τιμής, είναι πια σε πρώτη ζήτηση! Τα φρουτοποτά είναι μια διαφορετική υπόθεση, η οποία, ωστόσο, μέσω της τάσης υποκατάστασης της ζάχαρης, που ήδη σε πάμπολλες χώρες έχει επιβληθεί νομοθετικά, συνδέεται με τη μεγάλη διατροφική τάση υπέρ των υγιεινότερων προϊόντων ή, σωστότερα, των λιγότερο επεξεργασμένων. Από αυτή την άποψη, ευελπιστούμε ότι τα φρουτοποτά «λow!» θα ενισχύσουν με τη μοναδικότητα της καινοτομίας τους την πλεύση μας σε αυτό το μεγάλο ρεύμα της νέας διατροφικής τάσης.

Η υποκατάσταση της ζάχαρης

    σ. σ.: Η απάντησή σας θίγει θέματα μιας ολόκληρης ατζέντας. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Πόσο κοστίζει στη βιομηχανία η υποκατάσταση της ζάχαρης και πότε αναμένεται η νομοθετική ρύθμιση για τον περιορισμό της περιεκτικότητάς της και στην Ελλάδα;

Γ. Τ.: Το κόστος συναρτάται με το γλυκαντικό υποκατάστατο της ζάχαρης, που χρησιμοποιεί ο καθένας στα προϊόντα του. Στη περίπτωσή μας η επιβάρυνση του προϊόντος κατά μερικά σεντς από τη χρήση της σουκραλόζης αντί ζάχαρης ήταν το μικρότερο πρόβλημα. Το μείζον ήταν να πετύχουμε ένα γευστικό αποτέλεσμα των προϊόντων με γλυκαντικό ισάξιο της γεύσης των ζαχαρούχων και με σταθερότητα των σχετικών χαρακτηριστικών σε όλο τον κύκλο της ζωής τους. Βέβαια, πετύχαμε το ιδεώδες: την πλήρη υποκατάσταση της ζάχαρης πέρα από κάθε απαίτηση διαιτητική ή νομική αύριο, αλλά πειραματιστήκαμε πολύ με διαφορετικές γλυκαντικές ουσίες. Ως προς το φορολογικό αντικίνητρο της παραγωγής και κατανάλωσης ζαχαρούχων προϊόντων πρέπει να πω ότι διαφέρει από χώρα σε χώρα, ενώ συσχετίζεται και με την περιεκτικότητά τους σε ζάχαρη. Συμπεραίνω ότι η φορολογική επιβάρυνση πρέπει να αναμένουμε ότι θα κυμανθεί γύρω στο 0,40 ευρώ ανά λίτρο, ποσό σημαντικό για ένα προϊόν τιμής ραφιού 1,5-2 ευρώ. Ο χρόνος της νομοθέτησής της στην Ελλάδα δεν έχει προσδιοριστεί. Δεν θα μου έκανε εντύπωση, πάντως, αν ψηφιστεί το ταχύτερο, δεδομένου ότι ήδη έχει νομοθετηθεί σε περίπου είκοσι ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η γειτονική Βουλγαρία, η Ρουμανία κ.ά. Φυσικά, όλες οι μεγάλες εταιρείες, που τις αφορά το μέτρο, έχουν προ πολλού επεκτείνει τις συλλογές τους με προϊόντα χαμηλής περιεκτικότητας ζάχαρης και με τη χρήση ποικίλων γλυκαντικών ουσιών.


Περί συμπυκνωμένων και μη φυσικών χυμών

    σ. σ.: Ποιο είναι το επίδικο στη «φυσικότητα» των συμπυκνωμένων και μη συμπυκνωμένων φυσικών χυμών στην αντιδιαστολή τους με τα φρουτοποτά και γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχει καθαρότητα αντίληψης για τις διαφορές τους;

Γ. Τ.: Όντως ο Έλληνας δεν έχει σχετική επάρκεια γνώσης με ευθύνη της βιομηχανίας: Δεν τον έχουμε εκπαιδεύσει, κάτι που πρέπει να γίνει εκ μέρους όλων μας. Εμείς ήδη εδώ κι ένα τρίμηνο διακόψαμε τη διάθεση συμπυκνωμένων χυμών στην Ελλάδα. Στα σούπερ μάρκετ διατίθενται πια μόνο οι μη συμπυκνωμένοι φυσικοί χυμοί μας, ώστε η εγχώρια κατανάλωση να προσανατολιστεί σε ανώτερης ποιότητας προϊόντα.

Εν πάση περιπτώσει οι 100% φυσικοί χυμοί είναι είτε συμπυκνωμένοι είτε μη συμπυκνωμένοι. Στην περίπτωση των πρώτων, αφού στυφτεί π.χ. το πορτοκάλι, αφαιρείται από το χυμό το νερό του, που αναλογεί περίπου στα 5/6 του όγκου του πρωτογενούς χυμού, όπως επίσης η πούλπα (κομματάκια φρούτου) και τα αιθέρια έλαιά του. Το παχύρευστο υλικό που μένει, το «συμπύκνωμα», αποθηκεύεται συσκευασμένο σε βαρέλια, είτε στους -18C° είτε στους 0C°, όταν τα δοχεία είναι ασηπτικά. Όταν έρθει η ώρα της παραγωγής, γίνεται «ανασύσταση» του προϊόντος, δηλαδή, προστίθεται μια ίση ποσότητα νερού με αυτή που αρχικά αφαιρέθηκε, όπως και οι ανάλογες ποσότητες πούλπας και αιθέριων ελαίων, και ο χυμός είναι έτοιμος για παστερίωση. Παραμένει ασφαλώς 100% φυσικός, εφόσον δεν προστεθούν στη σύστασή του ζάχαρη, γλυκαντικά, βιταμίνες κοκ, πράγμα που απαντά γιατί τα φρουτοποτά δεν μπορεί να χαρακτηριστούν «φυσικοί χυμοί». Εντέλει η τεχνολογία της συμπύκνωσης προφανώς ρίχνει το βιομηχανικό κόστος (αναλογιστείτε και μόνο τις οικονομίες κλίμακος στους χώρους αποθήκευσης του συμπυκνώματος), αλλά οι επιπτώσεις στη γεύση του προϊόντος είναι αναπόφευκτες. Αυτή την τεχνολογία χρησιμοποιήσαμε κι εμείς στο ξεκίνημά μας, αλλά πολύ σύντομα η εμπειρία των διεθνών εκθέσεων τροφίμων-ποτών μας έδειξε ότι έπρεπε να αναθεωρήσουμε, εφόσον διεθνώς πια το πρωτείο της καταναλωτικής προτίμησης έχει περάσει στους υψηλότερης διατροφικής αξίας μη συμπυκνωμένους φυσικούς χυμούς, δηλαδή αυτούς που, αμέσως μετά το στύψιμο των φρούτων, παστεριοποιούνται και βγαίνουν στη διανομή. Έτσι, το 2013 προχωρήσαμε στην παραγωγή τέτοιων χυμών.

Είναι κρίμα!

    σ. σ.: Να υποθέσω ότι οι μη συμπυκνωμένοι χυμοί, αν και συμβατοί με το υπερισχύον διεθνώς υγιεινό πρότυπο διατροφής, λόγω της διαφοράς τιμής τους, είναι …ασύμβατοι με την καχεξία του καταναλωτικού εισοδήματος στη χώρα;

Γ. Τ.: Κι όμως, από την εμφάνισή τους το 2013 μέχρι σήμερα τα μερίδιά τους, αν και μιλούμε για περιορισμένο αριθμό κωδικών απ’ όλες τις εταιρείες του κλάδου, είναι γύρω στο 25% της αγοράς της κατηγορίας. Είναι η μόνη ανοδική υποκατηγορία της… Οι καταναλωτές και χωρίς ενημέρωση ξέρουν τελικά να επιλέγουν και μας το δείχνουν! Είναι κρίμα με τόσο ποιοτικά φρούτα να μην είμαστε διεθνώς ως χώρα στην πρωτοπορία της προσφοράς μη συμπυκνωμένων χυμών. Το έλλειμμα εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι γενικευμένο. Εκτός λαμπρών εξαιρέσεων δεν έχουμε κουλτούρα διεθνών πωλήσεων –ποτέ δεν είχαμε. Είναι πάμπολλα τα παραδείγματα εγχώριων εταιρειών τροφίμων με ποιοτικά ανώτερα προϊόντα από πολλές διεθνείς ανταγωνίστριές τους, που τις μαραζώνει η κρίση, επειδή έμαθαν ανέκαθεν να πουλάνε μόνο στην Ελλάδα. Τώρα όλοι επείγονται να γίνουν εξωστρεφείς. Αλλά με το πιστόλι της κρίσης στον κρόταφο, αυτό σημαίνει περισσότερο άγχος και λιγότερα αποτελέσματα. Οι συναλλαγές με το εξωτερικό είναι πολύ σύνθετη και απαιτητική υπόθεση. Απαιτεί επενδύσεις, συνέπεια, υπομονή και χρόνο. Οι βιασύνες για γρήγορη αποτελεσματικότητα είτε απογοητεύουν είτε οδηγούν σε επιλογές χωρίς μέλλον για τα brands. Είναι πραγματικά κρίμα.

Εξωφρενικό, άδικο, παράλογο

    σ. σ.: Είπατε, πάντως, πως υπάρχουν αγορές, που δεν πρόκειται να πουλήσετε ποτέ, εξαιτίας των απαγορευτικών από άποψη ανταγωνιστικότητας κοστολογίων σας…

Γ. Τ.: Μα δεν υπονόησα ότι η εξωστρέφεια είναι μόνο θέμα συναλλακτικής κουλτούρας! Τρία παραδείγματα αρκούν νομίζω, για να καταλάβετε τι εννοώ: Πρώτο, έστω εξάγω στη Σαγκάη. Το κοντέινερ ξεκινά από τη Χίο, πηγαίνει στον Πειραιά και κατόπιν στον εξαγωγικό προορισμό του. Ε λοιπόν μην εκπλαγείτε, αν σας πω ότι το μεταφορικό κόστος από τη Χίο στον Πειραιά είναι ακριβώς το ίδιο μ’ εκείνο του ναύλου από τον Πειραιά στη Σαγκάη! Δεν είναι εξωφρενικό; Δεύτερο, ως νησιωτική εταιρεία αδυνατούμε να επενδύσουμε, όπως θα θέλαμε, σε φωτοβολταϊκά συστήματα, ώστε να έχουμε φθηνότερη ενέργεια, επειδή δεν υπάρχει ενεργειακή διασύνδεση της νησιωτικής με την ηπειρωτική Ελλάδα! Δεν είναι άδικο; Τρίτο, ετησίως επενδύουμε ένα σημαντικό κονδύλι στην παρουσία μας σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις, εφόσον αυτό είναι το κατεξοχήν εργαλείο μιας μικρής εθνικής επιχείρησης για να διασυνδεθεί με το διεθνές πελατολόγιο. Το ξέρετε, μήπως, ότι η προϋπόθεση συμμετοχής στο εθνικό πρόγραμμα χρηματοδότησης για την προώθηση των εξαγωγών, μέσω των διεθνών διοργανώσεων, είναι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να έχουν κερδοφόρα αποτελέσματα τουλάχιστον στις δύο τελευταίες χρήσεις; Δηλαδή, χρηματοδοτείται η εξωστρεφής προβολή μας όχι για να καταφέρουμε να γίνουμε κερδοφόροι, αλλά εφόσον είμαστε κερδοφόροι;! Δεν είναι παράλογο;

Η Χίος δεν θα πάψει ποτέ να είναι μυροβόλος

    σ. σ.: Τι ποσότητες πρώτης ύλης παράγει πια αυτός ο Κάμπος της Χίου, ώστε «σηκώνει» την κάλυψη της εγχώριας και διεθνούς ζήτησης των προϊόντων σας;

Γ. Τ.: Την καλλιεργητική παράδοση του Κάμπου στα εσπεριδοειδή –άνω των 150 χρόνων– τη συνεχίζουν σήμερα περίπου 300 Χιώτες καλλιεργητές, μεγάλοι και μικροί περιβολάρηδες. Φυσικά ο όγκος της παραγωγής τους είναι ασύγκριτα μικρότερος από της Αργολίδας, της Κορινθίας και της Λακωνίας, οι οποίες, άλλωστε, προμηθεύουν το μεγαλύτερο μέρος των ποσοτήτων φρούτων που χυμοποιούμε. Ωστόσο, η παράδοση της βιομηχανίας μας –πολύ πριν περάσει το εργοστάσιο στην εταιρεία– ήταν να αγοράζει πάντα μέχρι και το τελευταίο φρούτο από τους Χιώτες καλλιεργητές, καλοπληρώνοντάς τους, προκειμένου να μην πάψει ποτέ μα ποτέ η Χίος να είναι μυροβόλος την εποχή της ανθοφορίας του κάμπου. Αυτή την παράδοση, λοιπόν, που την εγκαινίασε η οικογένεια Χανδρή, ιδρύοντας το εργοστάσιο για την κάλυψη των σχετικών επισιτιστικών αναγκών των υπερωκεανίων της και προς χάριν της προκοπής της Χίου –και το οποίο δώρισε κατόπιν στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Εσπεριδοκαλλιερητών Χίου πριν περάσει το 2009 καταχρεωμένο στα χέρια μας–, εμείς τη συνεχίζουμε, αγοράζοντας την τοπική παραγωγή σε τιμές υπερδιπλάσιες των τιμών άλλων παραγωγικών περιοχών της χώρας. Συνεπώς η επωνυμία μας καθορίστηκε από ένα κοινωνικό χρέος τιμής. Τώρα ελπίζω ότι τουλάχιστον οι αναγνώστες σας δεν θα μου επαναλαμβάνουν την ίδια ερώτηση…