Με την υιοθέτηση αυστηρότερων κανόνων ελέγχου και σήμανσης των γενετικά τροπο-ποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ) σε ό,τι αφορά τη γεωργία, τη βιομηχανία και την εισαγωγή τροφίμων και ζωοτροφών, η Ευρώπη και ως εκ τούτου και η Ελλάδα εμφανίζο-νται θωρακισμένες έναντι των σχετικών βιοτεχνολογικών εφαρμογών. Ωστόσο, παρά το αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο και την πανευρωπαϊκή αντίθεση των καταναλωτών στα μεταλλαγμένα προϊόντα, κανείς δεν μπορεί να αγνοεί την ύπαρξή τους, να εμποδίσει τη διακίνησή τους και εν τέλει να τα εξαιρεί από την αλυσίδα της διατροφής.
Με την υιοθέτηση αυστηρότερων κανόνων ελέγχου και σήμανσης των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ) σε ό,τι αφορά τη γεωργία, τη βιομηχανία και την εισαγωγή τροφίμων και ζωοτροφών, η Ευρώπη και ως εκ τούτου και η Ελλάδα εμφανίζονται θωρακισμένες έναντι των σχετικών βιοτεχνολογικών εφαρμογών. Ωστόσο, παρά το αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο και την πανευρωπαϊκή αντίθεση των καταναλωτών στα μεταλλαγμένα προϊόντα, κανείς δεν μπορεί να αγνοεί την ύπαρξή τους, να εμποδίσει τη διακίνησή τους και εν τέλει να τα εξαιρεί από την αλυσίδα της διατροφής.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στην Ελλάδα η ύπαρξη γενετικά τροποποιημένων τελικών προϊόντων ανέρχεται στο ποσοστό του 2%-3% επί του συνόλου των διακινούμενων προϊόντων, από το οποίο ένα μικρό μόνο μέρος βρίσκεται στο λιανεμπορικό ράφι προς αγορά και βρώση από τους καταναλωτές, ενώ δεν υφίσταται καμία καλλιέργεια ΓΤΟ.
Η πολιτεία, η βιομηχανία, το εμπόριο αλλά και οι εταιρείες αγροτικής βιοτεχνολογίας παίρνουν θέση στο θέμα των μεταλλαγμένων, το οποίο παρά τις αιτιάσεις των οικολογικών οργανώσεων αποτελεί ένα ζήτημα προβληματισμού.
Η νομοθεσία για τα μεταλλαγμένα προϊόντα
Οι νέοι Ευρωπαϊκοί Κανονισµοί για τα μεταλλαγμένα τρόφιμα και ζωοτροφές, της σήμανσης και της ιχνηλασιμότητάς τους, υιοθετήθηκαν στις 2 Ιουλίου του 2003 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τέθηκαν σε ισχύ τον Οκτώβριο του 2003, τροποποιώντας ουσιαστικά το προηγούμενο καθεστώς της σήμανσης και θέτοντας νέους κανόνες σε ό,τι αφορά τη διακίνησή τους στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η εφαρμογή τους ξεκίνησε στις 18 Απριλίου του 2004. Το νέο νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο ενσωματώθηκε άμεσα στο εθνικό δίκαιο κάθε χώρας-μέλους της ΕΕ, θέτει πρότυπα παγκόσμιας σημασίας, δεδομένου ότι εφαρμόζεται στην πιο μεγάλη αγορά παγκοσμίως, ενώ οι παράμετροί του θεωρούνται οι αυστηρότερες εν ισχύ διεθνώς.
Σημειώνεται ότι, εκτός από τη σήμανση και τον έλεγχο των τελικών προϊόντων που προορίζονται για κατανάλωση από ανθρώπους, οι νέοι Κανονισμοί θέτουν κανόνες σήμανσης και για τις ζωοτροφές, γεγονός εξαιρετικής σημασίας αν ληφθεί υπ' όψιν ότι η ευρωπαϊκή κτηνοτροφία απορροφά το 80% των συνολικών εισαγωγών σόγιας και καλαμποκιού που πραγματοποιεί η ΕΕ. Χαρακτηριστικό της διαφοροποιημένης ευρωπαϊκής οπτικής για τα μεταλλαγμένα προϊόντα είναι το γεγονός ότι αντίστοιχου είδους σημάνσεις στις ζωοτροφές δεν υπάρχουν στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στη Λατινική Αμερική.
Αναλυτικότερα, οι βασικές αρχές της νέας νομοθεσίας ορίζουν ότι:
- Όλα τα προϊόντα στα οποία εργαστηριακά ανιχνεύεται ότι περιέχουν γενετικά τροποποιημένο υλικό ή προέρχονται από μεταλλαγμένο οργανισμό σε ποσοστό άνω του 0,9% πρέπει να φέρουν ανάλογη σήμανση -σημειώνεται ότι προηγουμένως το όριο ήταν 1%. Σε κάθε περίπτωση η συγκεκριμένη ρήτρα αφορά τους εγκεκριμένους προς εισαγωγή γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, οι οποίοι εμπεριέχονται στον κατάλογο του Κανονισμού 1829/2003. Για τους μη εγκεκριμένους η σήμανση είναι πέρα από κάθε ανίχνευση απολύτως απαραίτητη.
- Η σήμανση απαιτείται ακόμα και στις περιπτώσεις που το μεταλλαγμένο DNA δεν ανιχνεύεται εργαστηριακά, όπως συμβαίνει με τα παράγωγα προϊόντα (έλαια, άλευρα, λεκιθίνη κτλ).
- Η σήμανση αφορά και τις ζωοτροφές που περιέχουν ή προέρχονται από γενετικά τροποποιημένα συστατικά.
Σημαντική προσθήκη στην ευρωπαϊκή νομοθεσία αποτελεί το σύστημα της "ιχνηλασιμότητας", το οποίο δεν αφορά μόνον την υπόθεση των γενετικά τροποποιημένων συστατικών των τροφίμων, αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων για τη διατροφική ασφάλεια. Σύμφωνα µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή "η ιχνηλασιμότητα ορίζεται ως η ικανότητα να ανιχνεύονται οι μεταλλαγμένοι οργανισμοί και τα παραγόμενα από αυτούς προϊόντα σε όλα τα στάδια της παραγωγικής και τροφικής αλυσίδας, διευκολύνοντας τους ελέγχους και τη δυνατότητα απόσυρσης των προϊόντων αν καταστεί αναγκαίο. Το σύστημα της ιχνηλασιμότητας έχει σχεδιασθεί για να διευκολύνει την ακριβή σήμανση των τελικών προϊόντων, µε σκοπό να παράσχει τα μέσα για εποπτεία και ελέγχους της σήμανσης".
Το σύστημα της ιχνηλασιμότητας επιβάλλει σε αυτούς που εισάγουν στην αγορά εγκεκριμένα μεταλλαγμένα προϊόντα να ενημερώνουν εγγράφως τους παραλήπτες τους σχετικά µε το γεγονός ότι το προϊόν τους περιέχει ή προέρχεται από ή παράγεται από μεταλλαγμένους οργανισμούς, καθώς και για τους ειδικούς κωδικούς που αφορούν την ταυτότητα κάθε μεταλλαγμένου προϊόντος. Αυτή η πληροφορία πρέπει να μεταβιβάζεται σε κάθε επόμενο παραλήπτη του προϊόντος ως τον καταναλωτή του. Τα στοιχεία των συναλλαγών πρέπει να κρατούνται από τους υπευθύνους για μια περίοδο πέντε χρόνων.
Τι επιτρέπεται και τι συμβαίνει στην ΕΕ
Αναφορικά με την εισαγωγή προϊόντων στα κράτη-μέλη της ΕΕ ο κατάλογος των εγκεκριμένων μεταλλαγμένων σπόρων, πρώτων υλών ή παραγωγών αυτών είναι σχετικά περιορισμένος και επικεντρώνεται στα είδη σόγιας, καλαμποκιού, ελαιοκράμβης (κυρίως για την παραγωγή ζωοτροφών) και βαμβακιού. Σε ό,τι αφορά ωστόσο την καλλιέργεια τα όρια είναι ακόμη πολύ περιορισμένα, δεδομένου του ότι επιτρέπεται η καλλιέργεια 17 και μόνον γενετικά τροποποιημένων υβριδίων καλαμποκιού στα εδάφη της ΕΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία των εισαγωγών, το 80% των εισαγόμενων μεταλλαγμένων πρώτων υλών (κυρίως σόγιας) απορροφάται για την παραγωγή ζωοτροφών.
Σύμφωνα με άλλη πρόσφατη μελέτη (στοιχεία του Ελληνικού Συνδέσμου Αγροτικής Βιοτεχνολογίας – ΕΣΑΒ), το 75% της κατανάλωσης σόγιας στην Ευρώπη αφορά σε γενετικά τροποποιημένο προϊόν.
Όσον αφορά την καλλιέργεια για εμπορικούς σκοπούς -πάντα στο πλαίσιο των κανόνων που θέτει η κοινοτική νομοθεσία και μεταξύ των εγκεκριμένων κατηγοριών υβριδίων- μόνον η Ισπανία φαίνεται να έχει υιοθετήσει μέχρι στιγμής την πρακτική της γενετικά τροποποιημένης καλλιέργειας, διαθέτει δε σε αυτήν περίπου το 10% του συνόλου της έκτασης των καλλιεργειών καλαμποκιού.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την επίσημη διαβεβαίωση των αρμόδιων αρχών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καμία γενετικά τροποποιημένη καλλιέργεια για εμπορικούς σκοπούς δεν έχει πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον Ελληνικό Σύνδεσμο Αγροτικής Βιοτεχνολογίας (ΕΣΑΒ). Mε την επιβολή του moratorium σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε ό,τι αφορά τις μεταλλαγμένες καλλιέργειες, οι ελάχιστες άδειες πειραματισμού που είχαν χορηγηθεί από το ΥΠΕΧΩΔΕ την περίοδο 1997-98 δεν συνεχίστηκαν, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της ΕΕ όπου η διενέργεια τέτοιων πειραμάτων συνεχίστηκε για τις κυριότερες καλλιέργειες κάθε χώρας.
Όσον αφορά τις υποθέσεις "επιμόλυνσης" των συμβατικών καλλιεργειών, που απασχόλησαν τις αρχές προ διετίας, το υπουργείο υπενθυμίζει ότι ανιχνεύτηκαν απειροελάχιστες ενδείξεις μεταλλαγμένων σπόρων σε μείγμα συμβατικής ποικιλίας. Το φαινόμενο, εκτός από περιορισμένο, δεν θεωρήθηκε επιστημονικά και πρακτικά ικανό να καταστήσει τις συμβατικές καλλιέργειες ευάλωτες σε "επιμολύνσεις" από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς.
Ως προς τις εισαγωγές γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών, το υπουργείο -ειδικότερα ο τομέας βιοτεχνολογίας- έχει δημιουργήσει μηχανισμούς σχετικά με τον έλεγχο κατά την εισαγωγή, ενώ για την εσωτερική διακίνηση αρμόδιος για τους σχετικούς ελέγχους είναι ο ΕΦΕΤ.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία αναφορικά με τα εισαγόμενα τρόφιμα, οι δημόσιες αρχές διαπιστώνουν ελάχιστες εισαγωγές κυρίως από χώρες εκτός ΕΕ. Αν και δεν διαθέτουν συγκριτικά στοιχεία σε σχέση με τις εισαγωγές των συμβατικών προϊόντων για κατανάλωση από ανθρώπους -δεδομένου ότι η νέα νομοθεσία διαμορφώνει και νέους κανόνες ορισμού της μεταλλαγμένης τροφής-, διαβεβαιώνουν ότι πρόκειται για απειροελάχιστη ποσότητα, η οποία ούτως ή άλλως χαρακτηρίζεται κατά την εισαγωγή και συνοδεύεται από σήμανση.
Στις ζωοτροφές το ποσοστό των εισαγόμενων γενετικά τροποποιημένων καρπών (σόγια, καλαμπόκι, ελαιοκράμβη) είναι σαφώς υψηλότερο, αλλά υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (όπου το 80% των διακινούμενων ΓΤΟ αφορούν ζωοτροφές). Επισήμως η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δεν διαθέτει συγκριτικά στοιχεία έναντι των εισαγωγών συμβατικών ζωοτροφών. Σύμφωνα με πληροφορίες και εκτιμήσεις, το ποσοστό των εισαγόμενων γενετικά τροποποιημένων ζωοτροφών αγγίζει το 50% έναντι των εισαγόμενων συμβατικών. Σημειώνεται ωστόσο ότι οι εισαγόμενες ζωοτροφές αποτελούν ούτως ή άλλως μικρό κομμάτι επί της συνολικής κατανάλωσης στην εγχώρια κτηνοτροφία.
ΕΦΕΤ: Μικρή διείσδυση στη χώρα μας
Σύμφωνα με τον κ. Νίκο Κατσαρό, πρόεδρο του ΕΦΕΤ, οι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν μετά την επίσημη υιοθέτηση της νέας αυστηρότερης κοινοτικής νομοθεσίας (18-04-2004) έως σήμερα αποδεικνύουν μικρή διείσδυση προϊόντων που φέρουν ίχνη μεταλλαγμένου υλικού άνω του 0,9%.
Ειδικότερα, ο ΕΦΕΤ προέβη σε δειγματοληπτικούς ελέγχους με την αρωγή των εργαστηριακών μελετών του Γενικού Χημείου του Κράτους, αλλά και μέσω του συστήματος της ιχνηλασιμότητας (της πιστοποίησης μέσω παραστατικών). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ελέγχων, σε ποσοστό 97% τα δείγματα αντιστοιχούσαν σε συμβατικά προϊόντα. Στο υπόλοιπο το 3%, όπου εντοπίστηκαν ίχνη μεταλλαγμένων υλικών, κατά τον μέγιστο βαθμό αυτά αφορούσαν παράγωγα μεταλλαγμένων οργανισμών (άλευρα, έλαια) και όχι συστατική μεταλλαγμένη ύλη. Ήδη ο ΕΦΕΤ έχει διαπιστώσει την κυκλοφορία 130 αγαθών καθημερινής διατροφής που, εντοπιζόμενα κυρίως μέσω του συστήματος της ιχνηλασιμότητας, έχουν χαρακτηριστεί ως μεταλλαγμένης σύστασης και φέρουν ήδη τη σχετική σήμανση. Επιπλέον ο ΕΦΕΤ καταρτίζει ήδη Μητρώο Επιχειρήσεων που εισάγουν, διακινούν, συσκευάζουν ή παράγουν προϊόντα μεταλλαγμένης σύστασης.
Δεδομένου ότι ήδη σε κάποιες ευρωπαϊκές αγορές η συμβατική βιομηχανία τροφίμων σπεύδει να σημάνει ως μη μεταλλαγμένα τα τελικά προϊόντα της, στο πλαίσιο της όξυνσης του ανταγωνισμού στο επίπεδο της ασφάλειας τροφίμων, ο κ. Κατσαρός επισημαίνει ότι νομοθετικά τουλάχιστον η ΕΕ έχει σαφώς τοποθετηθεί για τη σήμανση μόνον των μεταλλαγμένων και όχι για το αντίστροφο. Ωστόσο, συμπληρώνει ότι αναμένεται να λάβει θέση με ειδικό κανονισμό, ώστε από το 2005 να αποφευχθεί ο "ανταγωνισμός τις ετικέτας".
Όσον αφορά την ελληνική αγορά, ο κ. Κατσαρός δηλώνει ότι έχουν παρατηρηθεί μεμονωμένες περιπτώσεις σήμανσης "καθαρού" προϊόντος. Αναφέρει χαρακτηριστικά κάποιες περιπτώσεις βιολογικών προϊόντων (που εξ ορισμού δεν μπορούν να είναι μεταλλαγμένα), τα οποία έφεραν σήμανση-ετικέτα που δήλωνε ότι δεν είναι γενετικά τροποποιημένα. Εκτός από τις περιπτώσεις όπου βιομηχανίες υιοθετούν τη μέθοδο πιστοποίησης και διασφάλισης του προϊόντος μέσω ιχνηλασιμότητας (πχ ΔΕΛΤΑ), δεν έχει παρατηρηθεί σήμανση μη μεταλλαγμένου προϊόντος από την εγχώρια βιομηχανία.