Οι ελληνικές εισαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών εξακολουθούν να αυξάνονται με ρυθμό ανησυχητικό και καλπάζοντα: Στη δεκαετία του ‘90 (1990-2000) ο όγκος των εισαγωγών αυξήθηκε κατά 172% ή με μέσο ετήσιο ρυθμό 17,2%, έτσι που από 164,2 χιλ. τόνους το 1990 ξεπέρασε τους 450 χιλ. τόνους το 2000, συνολικής αξίας άνω των 100 δισ. δρχ.!
Οι ελληνικές εισαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών εξακολουθούν να αυξάνονται με ρυθμό ανησυχητικό και καλπάζοντα: Στη δεκαετία του ‘90 (1990-2000) ο όγκος των εισαγωγών αυξήθηκε κατά 172% ή με μέσο ετήσιο ρυθμό 17,2%, έτσι που από 164,2 χιλ. τόνους το 1990 ξεπέρασε τους 450 χιλ. τόνους το 2000, συνολικής αξίας άνω των 100 δισ. δρχ.!
Εάν δε, αυτή η εξέλιξη συσχετιστεί με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια μεγάλη χώρα παραγωγής και εξαγωγής νωπών και επεξεργασμένων φρούτων και λαχανικών, τότε η περίπτωση των αυξανόμενων εισαγωγών προσλαμβάνει ανησυχητικές και θλιβερές διαστάσεις για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού αγροτικού τομέα. Αν λάβουμε δε υπόψη ότι ο τομέας φρούτων και λαχανικών έχει σημαντικό βάρος στην γεωργική παραγωγή και κυρίως στις εξαγωγές (πάνω από το 37-38% της αξίας των ελληνικών εξαγωγών γεωργικών προϊόντων αφορά σε φρούτα και λαχανικά) καθώς και στη μεταποίηση, εμπορία κλπ., τότε το μέλλον διαφαίνεται σκοτεινό.
Σχετικά με τα παραπάνω είναι αναγκαίο να αναφέρουμε τις εξής εξελίξεις στον τομέα φρούτων και λαχανικών κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (1990-2000):
α) Η παραγωγή στο σύνολό της παρέμεινε σχεδόν στάσιμη με μικρές αυξομειώσεις σε ορισμένα προϊόντα που σε κάποιο βαθμό επηρέασαν τις εισαγωγές και εξαγωγές αυτών των προϊόντων.
β) Ο τομέας φρούτων και λαχανικών ελάχιστα έχει αναδιοργανωθεί και βελτιωθεί προς την κατεύθυνση της παραγωγικότητας, της ποιότητας, του κόστους, της οργάνωσης στην παραγωγή και εμπορία, με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτος στον εξωτερικό ανταγωνισμό.
γ) Μικρά βήματα έχουν πραγματοποιηθεί από τα ειδικά γεωπονικά κέντρα για τη βελτίωση της ποιότητας, της παραγωγής νέων καλύτερων ποικιλιών, της διεύρυνσης της παραγωγικής εποχικότητας κ.λπ., ώστε η εσωτερική προσφορά να ανταποκρίνεται με την ποσοτικά και ποιοτικά αυξανόμενη ζήτηση, οπότε το κενό συμπληρώνεται από εισαγωγές.
δ) Οι εξαγωγές, τόσο των φρούτων όσο και των λαχανικών, έμειναν συνολικά στάσιμες καθ΄ όλη την τελευταία δεκαετία, μ’ ένα ετήσιο ρυθμό αύξησης μόλις 2%, δίχως να επωφεληθούν από τη ζήτηση της σημαντικής σε όγκο κοινοτικής αγοράς
ε) Οι εισαγωγές αντίθετα, εξαιτίας των διαρθρωτικών αδυναμιών του τομέα, σημείωσαν συνεχή αύξηση κυρίως από τις ανταγωνίστριες χώρες της Ε.Ε.: αύξηση εισαγωγών πάνω από 600% από Ε.Ε., 135% από Τρίτες χώρες και πάνω από 170% συνολικά. Επίσης, αύξηση σημείωσαν και οι εισαγωγές μεταποιημένων φρούτων και λαχανικών (υπερδιπλασιάσθηκαν).
στ) Τέλος, εξαιτίας όλων αυτών των εξελίξεων, το εμπορικό ισοζύγιο φρούτων – λαχανικών δεν σημείωσε καμία θετική βελτίωση αλλά παρέμεινε στάσιμο.
Ποια είδη επιβαρύνουν το ισοζύγιο και γιατί;
Κατ' αρχάς, το ποσοστό συμμετοχής των φρούτων στις συνολικές εισαγωγές νωπών φρούτων-λαχανικών παρέμεινε στο τέλος της δεκαετίας -σε σχέση με το 1990- σταθερό στο 40%. Το ίδιο ποσοστό (60%) διατήρησαν και οι εισαγωγές λαχανικών.
Ποια όμως είναι τα είδη φρούτων που κυριαρχούν στις αντίστοιχες εισαγωγές, ποιες είναι οι μεταβολές που σημειώθηκαν και σε ποια είδη οφείλεται κυρίως η συνολική αύξηση;
Ο όγκος των εισαγωγών φρούτων στη δεκαετία του ‘90 αυξήθηκε κατά 160% (από 65,4 χιλ. τόνους σε πάνω από 170 χιλ. τόνους το 2000), ενώ από την Ε.Ε. οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 22 φορές (!) ή από 5,1 χιλ. τόνους σε 120 χιλ. τόνους το 2000. Από Τρίτες χώρες μειώθηκαν κατά 15,6%. Επομένως η καθοριστική και ισχυρότερη πίεση προήλθε από την Ε.Ε., το μερίδιο της οποίας από 8% το 1990 διογκώθηκε σε 70% το 2000. Η αξία τους σε σύνολο αυξήθηκε από 16,5 δισ. δρχ. σε πάνω από 55 δισ. δρχ. το 1999.
Σε ό,τι αφορά στη σύνθεση των εισαγωγών φρούτων, στο τέλος της δεκαετίας του ‘90, το 55% αντιπροσώπευαν οι εισαγωγές μπανάνας (έναντι 70% το 1990), το 9% περίπου τα μήλα, το 4% οι νωπές ντομάτες, το 2,3% τα καρπούζια, το 1,5% τα σταφύλια, το 2% τα πορτοκάλια, το 6,5% τα λεμόνια, το 0,7 % τα μανταρίνια, και το υπόλοιπο 15-17% άλλα φρούτα όπως ακτινίδια, καρποί, κεράσια, ή χυμός πορτοκαλιού (10%). Μεγάλες αυξήσεις κατά τη δεκαετία αυτή σημείωσαν οι μπανάνες (100%), τα σταφύλια (10 φορές), οι νωπές ντομάτες, τα μήλα, τα πορτοκάλια, τα λεμόνια (10 φορές), τα μανταρίνια (18 φορές), τα ακτινίδια, τα εξωτικά φρούτα κ.α.
Συμπερασματικά διαπιστώνεται ότι οι αδικαιολόγητα μεγάλες αυξήσεις στην εισαγωγή φρούτων, κάλυψαν μια ζήτηση που δεν μπόρεσε να καλύψει η εγχώρια παραγωγή (εκτός από τις μπανάνες), λόγω ανεπάρκειας σε ανταγωνιστικότητα, ποιότητα, εποχικότητα, ποικιλίες κ.ά. Ακόμα και στις μπανάνες θα μπορούσε ένα σημαντικό μέρος να καλυφθεί από μια εγχώρια παραγωγή, αν βέβαια οι έρευνες των ινστιτούτων είχαν καταφέρει να δώσουν θετικά αποτελέσματα σε νέες γηγενείς ποικιλίες μπανάνας. Κοντολογής, αν ο τομέας διέθετε την αναγκαία ανταγωνιστικότητα η χώρα δεν θα προσέφευγε σε τόσο μεγάλες εισαγωγές φρούτων τα οποία ήδη παράγονται στο έδαφός της και η οικονομία δεν θα είχε δαπανήσει γι' αυτές τις αχρείαστες εισαγωγές τουλάχιστον 40-45 δισ. δρχ. το χρόνο.
Διπλασιάστηκε η αξία των εισαγωγών λαχανικών
Οι ποσότητες εισαγόμενων λαχανικών αυξήθηκαν στη δεκαετία του ΄90 κατά 150%, ενώ από Ε.Ε. κατά 270% και από Τρίτες χώρες 75%. Η αξία τους διπλασιάστηκε (από 17 δισ. το 1990 σε 37 δις. το 2000). Κύριοι παράγοντες αυτής της εξέλιξης είναι: α) η αδυναμία εγχώριας προσφοράς σε εποχές υψηλής ζήτησης (π.χ. πρώιμες πατάτες, ντομάτες την άνοιξη και το χειμώνα, σπαράγγια, φράουλες, κρεμμύδια, πιπεριές, λάχανα τύπου Βρυξελλών, κουνουπίδια) β) οι φθηνότερες τιμές για λαχανικά νωπά ή κατεψυγμένα για την μεταποίηση (π.χ. μανιτάρια, σπαράγγια, αρακάς κ.λπ.) γ) η έλλειψη προσφοράς σε ανταγωνιστικές τιμές ποιότητα και ποσότητα για την κατανάλωση (π.χ. σκόρδα, κρεμμύδια, καρότα κ.ά.)
Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί και ο παράγοντας των σούπερ μάρκετ. Η εξάρτηση σημαντικού τμήματος του ελληνικού λιανεμπορίου από ξένες πολυεθνικές εταιρείες οδηγούν στην προώθηση και στην ελληνική αγορά λαχανικών (νωπών, κατεψυγμένων ή μεταποιημένων) από την υπόλοιπη Ευρώπη ή και από Τρίτες χώρες.
Τέλος, λόγω της ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. το ποσοστό προέλευσης των εισαγωγών λαχανικών από τις χώρες της Ε.Ε. αυξήθηκε από 35% (1990) σε 55% (2000), ενώ και εκείνο των Τρίτων χωρών (ανατ. Ευρώπη, Αφρική, Κίνα κλπ) διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα (45% το 2000).
Σε ό,τι αφορά στη σύνθεση των αντίστοιχων εισαγωγών, οι πατάτες (πρώιμες αλλά και χειμερινές) διατηρούν το πιο υψηλό ποσοστό που ανάλογα με την εγχώρια προσφορά, τις τιμές κ.λπ. κυμαίνεται από 50-70% του συνόλου. Κυρίως προέρχονται από Αίγυπτο και από χώρες της Κοινότητας. Ακολουθούν σε μικρότερες ποσότητες και ποσοστά άλλα λαχανικά όπως: μανιτάρια (περίπου 7-8χιλ.τόνοι), κρεμμύδια και σκόρδα σε μερικές χιλιάδες τόνους, νωπές ντομάτες κυρίως από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αρακάς (νωπός ή κατεψυγμένος από ανατ. Ευρώπη και Ε.Ε.), πιπεριές, κουνουπίδι, λάχανα τύπου Βρυξελλών, μπάμιες κατεψυγμένες και χυμοί λαχανικών κυρίως σε κονσέρβες για λιανική κατανάλωση ή τη βιομηχανία.
Εισαγωγές επεξεργασμένων φρούτων – λαχανικών
Εκτός από τις αυξημένες εισαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών (170% στη δεκαετία του ‘90) δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε με λίγα λόγια και τις εισαγωγές επεξεργασμένων φρούτων και λαχανικών, οι οποίες στη δεκαετία που πέρασε αυξήθηκαν κατά 110% ή από 70 χιλ. τον. σε πάνω από 150 χιλ. τον. Πρόκειται για φρούτα και λαχανικά σε κονσέρβες, κατεψυγμένα, χυμούς κ.ά., τα οποία διοχετεύτηκαν στην εσωτερική αγορά είτε από το εμπόριο είτε από τη βιομηχανία.
Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε τα σημαντικότερα όπως: α) τοματοπολτός, χυμός τομάτας, άλλα προϊόντα τομάτας (σε ποσότητες μεταξύ 16 και 20 χιλ. τόνους) β) χυμός πορτοκαλιού, κυρίως από Βραζιλία, συμπυκνωμένος για περαιτέρω παρασκευή διαφόρων τύπων χυμού εσπεριδοειδών (από 7,5 χιλ. τόνους το 1990 σε 16-17 χιλ.τον. το 1999/2000), γ) παρασκευασμένα φρούτα (κυρίως σε κονσέρβες αλλά και αποξηραμένα) που από 3,3 χιλ. τον. το 1990 έφθασαν τους 10 χιλ. τον. το 1999, δ) γλυκά κουταλιού (γύρω στους 2000 τόνους ετησίως), ε) αράπικα φιστίκια (από 3 χιλ. τόνους το 1990 μειώθηκαν στους 1,0-1,2 χιλ. τόνους το 1999), στ) παρασκευασμένα λαχανικά (κονσέρβες, αποξηραμένα, κατεψυγμένα) σε λίγες χιλ. τόνους.
Συμπέρασμα: Δεν δικαιολογείται μια τόσο μεγάλη αύξηση των εισαγωγών, δεδομένου ότι το 75-80% αυτών των προϊόντων μπορεί να παράγονται στη χώρα μας. Οι κυριότερες λοιπόν αιτίες βρίσκονται στην μειωμένη ανταγωνιστικότητα του τομέα να ανταποκριθεί στη εσωτερική ζήτηση σε ποσότητα, ποιότητα, εποχικότητα, τιμές, ποικιλίες κλπ. Ο νοών νοείτο!
Ελλάδα: Εισαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών 1990-1999
Έτη |
Σύνολο (σε τόνους) |
Από Ε.Ε. (σε τονους) |
Από Τρίτες Χώρες (σε τόνους) |
Αξία (σε χιλ. ΕCU) |
Αξία σε εκ. δρχ. |
1990 |
164.207 |
40.637 |
123.570 |
100.148 |
34.551 |
1991 |
278.155 |
81.461 |
196.694 |
134.649 |
46.454 |
1992 |
235.576 |
54.266 |
181.310 |
126.474 |
43.634 |
1993 |
212.269 |
74.261 |
138.008 |
111.716 |
37.980 |
1994 |
310.199 |
144.526 |
165.673 |
174.220 |
59.235 |
1995 |
309.264 |
133.639 |
175.625 |
200.740 |
68.250 |
1996 |
363.690 |
163.324 |
200.366 |
233.826 |
79.500 |
1997 |
355.419 |
212.906 |
142.513 |
243.795 |
84.109 |
1998 |
366.837 |
214.969 |
151.868 |
246.204 |
84.940 |
1999 |
406.722 |
246.606 |
160.115 |
269.268 |
92.898 |
2000 (*) |
(454.000) |
(282.200) |
(168.000) |
(296.000) |
(104.000) |
1999/90 |
148% |
507% |
130% |
169% |
169% |
(*) Εκτιμήσεις
Πηγή: EUROSTAT και ΕΣΥΕ
Ελλάδα: Eισαγωγές νωπών φρούτων 1990-1999
Έτη |
Σύνολο (σε τόνους) |
Από Ε.Ε. (σε τόνους) |
Από Τρίτες Χώρες (σε τόνους) |
Αξία (σε χιλ. ECU) |
1990 |
65.359 |
5.113 |
60.246 |
48.523 |
1991 |
65.333 |
7.851 |
57.482 |
51.310 |
1992 |
88.801 |
6.078 |
82.723 |
68.274 |
1993 |
86.321 |
17.278 |
69.043 |
60.708 |
1994 |
116.099 |
47.754 |
68.345 |
99.601 |
1995 |
130.125 |
73.644 |
56.481 |
113.969 |
1996 |
158.045 |
95.248 |
62.797 |
144.071 |
1997 |
153.374 |
92.350 |
61.024 |
151.213 |
1998 |
156.568 |
111.059 |
45.509 |
152.466 |
1999 |
166.682 |
115.856 |
50.826 |
162.335 |
1999/90 |
155% |
2166% |
– 15,6% |
235% |
Ελλάδα: Eισαγωγές νωπών λαχανικών από 1990-1999
Έτη |
Σύνολο (σε τόνους) |
Από Ε.Ε. (σε τόνους) |
Από Τρίτες Χώρες (σε τόνους) |
Αξία (σε χιλ. ΕCU) |
1990 |
98.848 |
35.524 |
63.324 |
51.625 |
1991 |
212.822 |
73.610 |
139.212 |
83.339 |
1992 |
146.775 |
48.188 |
98.587 |
58.200 |
1993 |
125.948 |
56.983 |
68.965 |
51.008 |
1994 |
194.100 |
96.772 |
97.328 |
74.619 |
1995 |
179.139 |
59.995 |
119.144 |
86.741 |
1996 |
205.645 |
68.076 |
137.569 |
89.755 |
1997 |
202.045 |
120.556 |
81.489 |
92.582 |
1998 |
210.269 |
103.910 |
106.359 |
93.738 |
1999 |
240.040 |
130.750 |
109.289 |
106.933 |
1999/90 |
143% |
268% |
73% |
107% |