Σήμερα η ζήτηση φρέσκων ψαριών ικανοποιείται κατά 50% από τις ιχθυαγορές και τα ιχθυοπωλεία, κατά 30% από τους χονδρεμπόρους και κατά 20% από τα σούπερ μάρκετ. Αν και το παραδοσιακό ιχθυοπωλείο παραμένει ο μεγάλος ανταγωνιστής του σούπερ μάρκετ, θεωρείται βέβαιο ότι το μερίδιο διανομής του τελευταίου θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Το ποσοστό της συμμετοχής των φρέσκων ψαριών στις ετήσιες πωλήσεις κάθε καταστήματος φτάνει έως 2%. Το ψάρι με τη μεγαλύτερη ζήτηση είναι η τσιπούρα (50% των πωλήσεων). Την τελευταία 15ετία η παραγωγή των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών σχεδόν πενταπλασιάστηκε.

Η πτώση των τιμών στα φρέσκα ψάρια ευνοεί την ανάπτυξη της διανομής τους από τα σούπερ μάρκετ, σε μια εποχή που η ιχθυοπαραγωγή παρουσιάζει κατακόρυφη ανάπτυξη. Την τελευταία 15ετία η παραγωγή των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών σχεδόν πενταπλασιάστηκε.

Οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ προχωρούν πλέον στη δημιουργία τμημάτων πώλησης φρέσκων ψαριών σε όλο και περισσότερα καταστήματά τους. Το εμπόριο των φρέσκων ψαριών είναι αρκετά δύσκολο και με πολλές ιδιαιτερότητες. Η τιμή αγοράς και διάθεσης, η ποικιλία των ψαριών, η ασφάλεια της ποιότητας και η συντήρησή τους αποτελούν ζητήματα που απασχολούν καθημερινά τους υπεύθυνους αυτών των τμημάτων.

Το παραδοσιακό ιχθυοπωλείο παραμένει ο μεγάλος ανταγωνιστής του σούπερ μάρκετ, αφού, όπως διαπιστώνεται, η προσωπική γνωριμία του ιχθυοπώλη με τον καταναλωτή παρέχει ισχυρότερες εγγυήσεις για την ποιότητα και την προέλευση των ψαριών. Για το λόγο αυτό οι μεγάλες αλυσίδες εισάγουν τέτοια τμήματα μόνο στις περιοχές όπου η σχέση πελάτη-ιχθυοπώλη δεν είναι έντονα αναπτυγμένη.

Ωστόσο Θεωρείται βέβαιο ότι τα επόμενα χρόνια τα σούπερ μάρκετ θα αυξήσουν το μερίδιό τους στη διανομή των φρέσκων ψαριών, δεδομένου ότι, εξασφαλίζοντας χαμηλότερες τιμές από τους παραγωγούς, προσελκύουν όλο και περισσότερους καταναλωτές, ενώ ταυτόχρονα ως κέντρα αγορών ανταποκρίνονται περισσότερο στην κάλυψη των αναγκών του σύγχρονου τρόπου ζωής από ό,τι τα παραδοσιακά σημεία πώλησης.

Η ζήτηση προσανατολίζεται στα σούπερ μάρκετ

Όπως υπολογίζεται, σήμερα η ζήτηση φρέσκων ψαριών ικανοποιείται κατά 50% από τις ιχθυαγορές και τα ιχθυοπωλεία, κατά 30% από τους χονδρεμπόρους και κατά 20% από τα σούπερ μάρκετ. Οι υπεύθυνοι των σχετικών τμημάτων των σούπερ μάρκετ εκτιμούν ότι πολλές φορές οι πωλήσεις τους κινούνται πάνω από τις αρχικές προβλέψεις.

Σύμφωνα με τον κ. Παναγιώτη Πουλακίδη, υπεύθυνο αγορών φρέσκων ψαριών της ΜΕΤΡΟ, σε τρία καταστήματα της οποίας λειτουργούν τέτοια τμήματα πωλήσεων, το ποσοστό της συμμετοχής των φρέσκων ψαριών και των οστρακοειδών στις ετήσιες πωλήσεις κάθε καταστήματος κυμαίνεται από 0,4% έως 1%, ανάλογα με την περιοχή στην οποία βρίσκεται, ενώ η συμμετοχή των αντίστοιχων κατεψυγμένων προϊόντων φτάνει στο 1,1%. Το ψάρι με τη μεγαλύτερη ζήτηση είναι η τσιπούρα, με πωλήσεις που αντιστοιχούν περίπου στο ήμισυ του τζίρου της κατηγορίας –το υπόλοιπο καλύπτεται από όλα τα άλλα είδη.

Σημαντική παρουσία στη συγκεκριμένη κατηγορία έχει η αλυσίδα καταστημάτων Βερόπουλος, η οποία διαθέτει φρέσκα ψάρια σε 11 από τα 270 καταστήματά της (8 στην Ελλάδα και 3 στα Σκόπια). Μάλιστα η συμμετοχή των φρέσκων ψαριών στο συνολικό τζίρο της φτάνει το 2%, όπως μας πληροφορεί ο κ. Γιώργος Πετρουλάκης, υπεύθυνος του τμήματος αλλοιώσιμων προϊόντων της αλυσίδας. Η Βερόπουλος διαθέτει φρέσκα ψάρια ελληνικής παραγωγής κατά 40% και εισαγόμενα κατά 60% (Σενεγάλης, Μαρόκου, Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας, Τουρκίας). Ο κ. Πετρουλάκης επισημαίνει ότι ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη διαμόρφωση της τιμής του προϊόντος, η οποία εξαρτάται από τις διατιθέμενες ποσότητες.

Η αλυσίδα Ξυνός δημιουργεί σημεία πώλησης ψαριών σε όλο και περισσότερα καταστήματά της στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο υπεύθυνος του τμήματος αλλοιώσιμων προϊόντων της εταιρείας, κ. Γιώργος Καφετζής, τονίζει ότι υπάρχουν αρκετά προβλήματα προς επίλυση, καθώς η αγορά των φρέσκων ψαριών δεν είναι ακόμα ιδιαίτερα γνωστή στα σούπερ μάρκετ.

Πτώση στην τιμή των ψαριών

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, η τιμή των ψαριών παρουσιάζει μείωση την τελευταία δεκαετία. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ευρεία χρήση των νέων τεχνολογιών ιχθυοκαλλιεργειών, η οποία οδήγησε στη βελτίωση της παραγωγής. Επίσης οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων του κλάδου, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ανταγωνισμού.

Γενική πτώση τιμών παρατηρήθηκε και στην αγορά των ευρύαλων ψαριών, κάτι που συνδέεται με την κατακόρυφη αύξηση της προσφοράς προϊόντων ιχθυοκαλλιεργειών και συνεπώς του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο κατηγοριών.

Πρώτες στην Ευρώπη οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες

Οι ελληνικές εταιρείες ιχθυοκαλλιεργειών παρουσιάζουν έντονη επενδυτική δραστηριότητα την τελευταία διετία, επικεντρωμένη στη βελτίωση των παραγωγικών μονάδων τους, στην επέκτασή τους στη διεθνή αγορά, στην οργάνωση των δομών τους και κυρίως στη συγκέντρωση του κλάδου μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων.

Η δραστηριότητα αυτή, άγνωστη μέχρι την προηγούμενη δεκαετία, εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς, δίνοντας στον κλάδο των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών την πανευρωπαϊκή πρωτιά. Κανένας άλλος κλάδος δεν παρουσιάζει τέτοια πρόοδο.

Στο πλαίσιο μιας έντονα διεθνοποιημένης αγοράς, οι τάσεις συγκέντρωσης της παραγωγής στον κλάδο θα συνεχιστούν τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Οι εταιρείες στοχεύουν στην περαιτέρω ανάπτυξη των μεγεθών τους με νέες εξαγορές στους τομείς της παραγωγής και των υπηρεσιών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, oι θαλασσοκαλλιέργειες στην Ελλάδα ανέρχονται σε 269 από 170 που ήταν το 1990 και από 12 που ήταν το 1985! Στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες υπάρχουν: 175 μονάδες στην Τουρκία, 66 στην Ιταλία και 49 στην Ισπανία.

Σήμερα οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες παράγουν περίπου 200 εκατ. γόνους τσιπούρας και λαβρακίου, ποσό που αποτελεί το 50% της ευρωπαϊκής παραγωγής, ενώ η παραγωγή όλων των μεσογειακών χωρών ανέρχεται σε 445 εκατ. γόνους.

Ο ρυθμός αύξησης, σε αντίθεση με άλλα χερσαία εκτρεφόμενα είδη, σχεδόν πενταπλασιάστηκε κατά την περίοδο 1984 – 1999. Η παραγωγή κατά την παραπάνω περίοδο ανήλθε από 4,44 εκατ. μετρικούς τόνους σε 20,05 εκατ. μετρικούς τόνους, ενώ η αξία των προϊόντων από 6,71 δισ. δολάρια σε 29,04 δισ. δολάρια. Η εγχώρια αγορά στα δύο είδη αναπτύχθηκε ραγδαία κυρίως την τελευταία δεκαετία.

Στη Μεσόγειο η παραγωγή τσιπούρας το 2000 αυξήθηκε στους 63.000 τόνους, ενώ η παραγωγή λαβρακίου στους 49.000 τόνους. Αντίθετα η τιμή συμπιέστηκε στα 4,64 ευρώ/kg έναντι των 6,22 ευρώ/kg το 1995 για την τσιπούρα και στα 5,38 ευρώ/kg έναντι των 6,72 ευρώ/kg το 1995 για το λαβράκι.

Μια νέα ευκαιρία για την ελληνική θαλασσοκαλλιέργεια αποτελεί το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και το νέο επιχειρησιακό πρόγραμμα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας για την περίοδο 2000-2006. Τα προβλεπόμενα κονδύλια συνολικού ύψους περίπου 80 δισ. δρχ. και οι θεσμοθετημένοι κανόνες δίνουν τεράστιες δυνατότητες ορθής διαχείρισης των πόρων, ώστε να συνεχίσει η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια τη δημιουργική πορεία της.