Η σχέση καθενός μας με την «ελληνική κουζίνα» είναι πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα σχέση βιωματική: οι γευστικές μνήμες και προτιμήσεις, η τελετουργία της, η μαγεία των αναλογιών της και η μύηση στα μυστικά τους, η σχέση της απόλαυσης των αισθήσεων με το μεράκι του ανθρώπου που κάνει τέχνη τη μπουκιά του και τόσα άλλα...

Η ελληνική κουζίνα είναι μια τεράστια πολιτισμική σύνθεση όπου, με κέντρο τις διατροφικές ανάγκες του ανθρώπου, συνδράτουν η εδαφοκλιματική μοναδικότητα του τόπου και των γεννημάτων του με την ιστορία των ηθών και του πνεύματος των ανθρώπων, αναδημιουργώντας ακατάπαυστα στον χρόνο αυτό που ονομάζουμε μεσογειακή διατροφή. Όλα τούτα είναι ασφαλώς αδύνατο να τα αποδώσει κάποιος μέσω της τυποποιημένης μαζικής εκπαίδευσης στη μαγειρική, από την οποία κατακλύζεται τα τελευταία χρόνια η αγορά της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας. Με μία, ίσως, χαρισματική εξαίρεση: τον Ηλία Μαμαλάκη!

Πράγματι, ο Μαμαλάκης, έχοντας κλείσει μια εικοσαετία πληθωρικής και πολυσχιδούς ενασχόλησης με την κουλτούρα κι όχι απλώς με τις τεχνικές της ελληνικής κουζίνας, είναι ένα πρόσωπο ταυτισμένο με την ιδέα της, κάτι σαν ο καθολικός πρεσβευτής της. Ως τέτοιος χαίρει ευρείας αναγνώρισης από την κοινή γνώμη, την οποία γοητεύει και επηρεάζει –πολύ περισσότερο, εφόσον είναι οικείος κι αγαπητός από όλες πλέον τις ηλικίες Ελλήνων– και αυτή τον εμπιστεύεται για τη γνώση, την αμεσότητα, την αξιοπιστία, το χιούμορ, την αυθεντικότητά του. Η συνεργασία της θεσσαλονικιώτικης εταιρείας Flavour Factory μαζί του ήταν αποτέλεσμα πολύχρονης ωρίμασης, προκειμένου να δημιουργηθεί μια καινούργια σειρά προϊόντων, φτιαγμένων με την έμπνευση και την αισθαντικότητα, τη γνώση και τη σοφία του Ηλία Μμαλάκη.

Μάρκετινγκ: Η ιδεώδης σύμπτωση
Στην προκειμένη περίπτωση το πρόσωπό του δεν είναι απλώς ένα ισχυρό σήμα για τη διαφημιστική προώθηση ενός ορισμένου τροφίμου, που το συστήνει για την ποιότητά του, αλλά είναι συνταγές φτιαγμένες από τον ίδιο «στην κουζίνα του», με άλλα λόγια, εδέσματα που θα τα πρόσφερε σαν οικοδεσπότης. Και επικοινωνιακά, τουλάχιστον, δίνει προκαταβολικά ισχυρό πλεονέκτημα στα προϊόντα της σειράς το αίσθημα του μέσου καταναλωτή ότι, ψωνίζοντάς τα, θα κάνει την τιμή στον εαυτό του να τρώει «από τα χέρια του Μαμαλάκη» σαν να ήταν προσκεκλημένος του…

Άλλο τόσο επικοινωνιακά είναι περίπου αναμενόμενης δραστικότητας το να συμπίπτουν το κύρος του προσώπου, εκφρασμένο στο προϊόν-δημιούργημά του, με το όνομα του brand –Η κουζίνα του Ηλία– και με το σήμα του –δηλαδή, με το φωτογραφικό στιγμιότυπο του Μαμαλάκη την ώρα της δημιουργίας του προϊόντος. Από άποψη μάρκετινγκ πρόκειται για την ιδεώδη σύμπτωση του να μην είναι επινόημα η περσόνα-φορέας του brand, αλλά να είναι ο πραγματικός δημιουργός του. Τούτο, άλλωστε, προϋποθέτει τη ρητή δέσμευση του προϊόντος ότι δικαιώνει, έτσι, την εκφρασμένη εμπιστοσύνη του κοινού σε αυτόν που το εγγυάται με το κύρος της υπογραφής του. Πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη, επώνυμη σειρά τροφίμων, που υπογράφεται από Έλληνα γευσιγνώστη κατά τα διεθνή σχετικά πρότυπα, όνειρο ζωής κάθε επαγγελματία των γεύσεων και της μαγειρικής τέχνης.

Εκλεκτές γεύσεις προσιτές σε όλους
Όπως μας εξηγεί η κυρία Κατερίνα Κυριακούδη, διευθύντρια μάρκετινγκ της Flavour Factory, «πρόκειται για προϊόντα χαρακτηριστικά για την ελληνικότητά τους. Είναι φτιαγμένα από βασικά υλικά των παραδόσεων της ελληνικής κουζίνας, όπως η ψητή μελιτζάνα, η κάπαρη, το κεφαλοτύρι, η πιπεριά, το σκόρδο, ο δυόσμος ή ο μαϊντανός. Φροντίσαμε ταυτόχρονα η γενικότερη αισθητική των συσκευασιών τους να παραπέμπει στην παραδοσιακή ελληνική κουζίνα.

Ως και το λογότυπο «Η Κουζίνα του Ηλία» θυμίζει τις παλιές επιγραφές των επαρχιακών παντοπωλείων, προσθέτοντας μια νότα νοσταλγικού ρομαντισμού για το αυθεντικά ελληνικό, όπως υπάρχει στη συλλογική μας μνήμη. Προπάντων οι ονομασίες των προϊόντων ανά είδος φροντίσαμε να είναι ακριβώς στη γλώσσα του κ. Μαμαλάκη, όταν απευθύνεται στο κοινό του, τονίζοντας έτσι την αμεσότητα και τον οικείο χαρακτήρα της σειράς. Έτσι, για παράδειγμα, αντί του απλώς πληροφοριακού «σάλτσα ντομάτας με μελιτζάνα» προτιμήσαμε το «Σάλτσα Ντοματούλας με Μελιτζάνα»…».

Πρόκειται για προϊόντα γκουρμέ ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, τι τιμή έχουν κι αν τη δικαιολογούν υπό συνθήκες που η μπουκιά των Ελλήνων έχει γίνει πικρή εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, ρωτήσαμε τη συνομιλήτριά μας. Όπως μας είπε, «είναι προϊόντα για κάθε νοικοκυριό κι αυτό ήταν η κοινή επιθυμία της Flavour Factory και του κ. Μαμαλάκη, όπως, άλλωστε και η σεμνή είσοδος της σειράς στην αγορά.

Μόνο που επειδή, ταυτόχρονα, επιθυμούσαμε εξ αρχής να διατηρήσουμε στη γεύση τους τη γνησιότητα της σπιτικής κουζίνας – πόσω μάλλον της κουζίνας του κ. Μαμαλάκη!– χρησιμοποιούμε κατά τις υποδείξεις του αγνά υλικά και χωρίς φειδώ. Και με όλα τούτα οι τιμές τους δεν υπερβαίνουν τα άνω όρια των τιμών των μαζικών προμηθευτών σαλτσών και πέστο, δηλαδή των ανταγωνιστών μας στο ράφι. Μένει, λοιπόν, τα προϊόντα της Κουζίνας του Ηλία να κερδίσουν το στοίχημα της καθιέρωσής τους με την αυθεντικότητα των γεύσεών τους, όπως ακριβώς το επιθυμεί ο δημιουργός τους…».

Ευοίωνες προοπτικές
Όταν διαβάζεται τούτο το κείμενο, η εν λόγω σειρά θα έχει κλείσει ή θα κλείνει τον πρώτο κύκλο της τοποθέτησής της στα ράφια της οργανωμένης λιανικής, που άνοιξε στις αρχές του Νοεμβρίου. Η πρόθεση της Flavour Factory είναι να στηρίξει επικοινωνιακά την οικογένεια των γεύσεων της Κουζίνας του Ηλία κυρίως στο σημείο πώλησης, με in store προβολές, γευστικές δοκιμές και φυλλάδια συνταγών αντίστοιχων με τις συνταγές που υπογράφει ο Ηλίας Μαμαλάκης στις ετικέτες των προϊόντων.

«Αυτό που πραγματικά μας ενδιαφέρει είναι ο καταναλωτής να γνωρίσει, να αγαπήσει και να εντάξει στην καθημερινότητά του τα προϊόντα της σειράς, ταυτίζοντάς τα με το σπιτικό, το γευστικό φαγητό», εξηγεί η κυρία Κυριακούδη. Στο ίδιο πλαίσιο, όπως μας πληροφόρησε, η Flavour Factory και ο Ηλίας Μαμαλάκης ήδη μελετούν την επέκταση της σειράς με νέες προτάσεις και σε διαφορετικές προϊοντικές κατευθύνσεις. Η Flavour Factory, με είκοσι χρόνια παρουσίας στον χώρο των τροφίμων, αρχικά έγινε γνωστή με την καθιέρωση των επώνυμων προϊόντων διεθνούς κουζίνας.

«Η Flavour Factory άλλαξε τα δεδομένα στο ελληνικό σούπερ μάρκετ σε ό,τι αφορά τις γεύσεις της διεθνούς κουζίνας, δημιουργώντας νέα πρότυπα κατανάλωσης. Εκπαίδευσε τον Έλληνα καταναλωτή σε νέες ποιοτικές γεύσεις και οργάνωσε το ράφι της διεθνούς κουζίνας με ποιοτικές έθνικ επιλογές», τονίζει η κυρία Κυριακούδη. Ωστόσο, την τελευταία πενταετία η Flavour Factory αναπτύσσει με επιτυχία και δικά της brands σε ευρύτερης κατανάλωσης κατηγορίες τροφίμων πέραν της διεθνούς κουζίνας, όπως τα σνακ, τα αρτοσκευάσματα και τις ρυζογκοφρέτες.

Με το λανσάρισμα σήμερα της νέας σειράς παραδοσιακών ελληνικών προϊόντων Η Κουζίνα του Ηλία, η εταιρεία αφενός διευρύνει τον ορίζοντα δράσης της στην εγχώρια αγορά, απευθυνόμενη πέραν των ειδικών ομάδων κοινού σε όλους τους φίλους του καλού ελληνικού φαγητού, και αφετέρου της δίνεται η ευκαιρία να αξιοποιήσει προοπτικά τις εμπειρίες από το άνοιγμα της αγοράς των προϊόντων διεθνούς κουζίνας, κινούμενη εξαγωγικά η ίδια, με εκλεκτά χαρακτηριστικά προϊόντα της εθνικής μας κουζίνας.