Ζωονόσοι, μείωση ζωϊκού κεφαλαίου, ανησυχίες για ελλείψεις στην εισκόμιση γάλακτος, επίμονα υψηλές τιμές, περιορισμός της εγχώριας κατανάλωσης, στροφή σε φθηνότερα υποκατάστατα. Πρόκειται, άραγε, για δείγματα ότι η φέτα, η «πριγκίπισσα» των ελληνικών ΠΟΠ τυροκομικών, διάγει δύσκολους καιρούς; Οι απαντήσεις ποικίλλουν. Προς το παρόν οι ποσότητες αιγοπρόβειου και γίδινου γάλακτος είναι επαρκείς, οι προβλέψεις για περεταίρω άνοδο των τιμών διαψεύσθηκαν, οι εξαγωγές όχι μόνο βαίνουν ανοδικά αλλά αναπληρώνουν με το παραπάνω την όποια πτώση στην εγχώρια αγορά, ενώ νέες επενδύσεις στον κλάδο γεννούν αισιοδοξία για την επόμενη μέρα της ελληνικής τυροκομίας.
Τα γκρίζα σύννεφα δεν λείπουν από τον ορίζοντα. Όσο η ευλογιά των αιγοπροβάτων –που διαδέχθηκε την πανώλη– συνεχίζει να πλήττει κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις παρά τα αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό της, ο προβληματισμός εντείνεται. Ο αριθμός των θανατωμένων ζώων, λόγω ευλογιάς, που ως και τα μέσα του Νοεμβρίου ξεπερνούσαν τις 30.000, δεν έχει επηρεάσει δραστικά την παραγωγή γάλακτος, αφού το ζωικό κεφάλαιο ανέρχεται σε τουλάχιστον οκτώ εκατομμύρια παραγωγικά ζώα. Όμως, έχει ήδη λειτουργήσει αρνητικά για το διεθνές brand name της ελληνικής φέτας, δημιουργώντας τις πρώτες επιπτώσεις στις εξαγωγές, ιδίως σε χώρες εκτός ΕΕ.
Την ίδια στιγμή οι Έλληνες παραγωγοί, μέσω των θεσμικών τους οργάνων, απευθύνουν επίμονα εκκλήσεις στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, να αναζητήσει πιο αποτελεσματικές μεθόδους περιορισμού της ευλογιάς, αντιμετώπισης των υγειονομικών προκλήσεων και προστασίας των καταναλωτών. Διαμαρτύρονται για την απουσία εκπροσώπησης των κτηνοτρόφων, μεταποιητών, εμπορικών φορέων και ιδιωτών κτηνιάτρων από την Επιστημονική Επιτροπή του ΥπΑΑΤ για τη διαχείριση της νόσου, απαιτώντας να συμπεριληφθούν στα όργανα λήψης αποφάσεων.
Σε αυτό το κλίμα η φέτα στα ελληνικά σούπερ μάρκετ εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί, αν και η ακρίβεια έχει επηρεάσει δραστικά τις καταναλωτικές συνήθειες. Βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, οι ανατιμήσεις των τυριών στη διετία 2021-2023 ξεπερνάνε το 39%. Παρά τη μερική «διόρθωση» των τιμών φέτος (-2%), η φέτα παραμένει σήμερα τουλάχιστον 30% ακριβότερη απ’ ό,τι στις αρχές του 2022. Παρά τις πιέσεις στην αγοραστική τους δύναμη οι Έλληνες, πάντως, προτιμούν κατά πλειονότητα την επώνυμη ελληνική φέτα έναντι της φέτας ιδιωτικής ετικέτας, επιβραβεύοντας μάλιστα τις μάρκες σταθερής ποιότητας και παρουσίας.
Επιτροπή Ανταγωνισμού: Στα brands το 80% των πωλήσεων
Σύμφωνα με την πρόσφατη χαρτογράφηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τη φέτα, οι πωλήσεις της πέρυσι, βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι έντεκα μεγαλύτερες εταιρείες σούπερ μάρκετ, ανήλθαν σε 244,1 εκατ. ευρώ. Συγκριτικά με το 2022 ο τζίρος της αυξήθηκε κατά 13,8% (από 214,4 εκατ. ευρώ), ενώ το πρώτο εξάμηνο φέτος αυξήθηκε κατά 3% σε ετήσια βάση. Επί του συνόλου των πωλήσεων, το μερίδιο των τυποποιημένων προϊόντων φέτας αντιστοιχεί στο 29% και των ζυγιζόμενων στο 71%.
Η αγορά της φέτας χαρακτηρίζεται από έντονο κατακερματισμό, καθώς εμφανίζονται καταγεγραμμένοι 150 προμηθευτές του προϊόντος. Εξ αυτών το μερίδιο πωλήσεων των δεκατριών μεγαλύτερων αντιστοιχεί στο 70% του τζίρου του κλάδου τους. Από τον αριθμό των προμηθευτών και τη διάταξη των μεριδίων τους η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι η αγορά των προμηθευτών φέτας των σούπερ μάρκετ χαρακτηρίζεται από χαμηλή συγκέντρωση. Από αυτή την άποψη ο ανταγωνισμός των προμηθευτών της κρίνεται ότι λειτουργεί ικανοποιητικά, δηλαδή δεν τίθεται θέμα ολιγοπωλίων ή δεσπόζουσας θέσης κάποιας επιχείρησης.
Ο Αγροτικός Γαλακτοκομικός Συνεταιρισμός Καλαβρύτων είναι ο σημαντικότερος προμηθευτής φέτας των σούπερ μάρκετ, με μερίδιο περίπου 15%-20% και ως προς την αξία και τoν όγκο πωλήσεων. Αντίστοιχα η Optima (φέτα Ήπειρος) κατέχει μερίδιο 10%-15% και η Δωδώνη 10%-15% σε αξία και 5%-10% σε όγκο. Σύμφωνα πάντα με τη χαρτογράφηση της ανεξάρτητης αρχής, μερίδια κάτω του 5% κατέχουν άλλες δέκα εταιρείες, μεταξύ των οποίων οι Βαλμάς, Simos Food, Νταμπίζας, Ελληνικά Γαλακτοκομεία, Γαλακτοκομική Τριπόλεως, Βιομηχανία Γάλακτος Λέσβου και Καραλής.
Αυξάνει το μερίδιο της φέτας ιδιωτικής ετικέτας
Βάσει των συγκεντρωτικών στοιχείων του 2023, στα επώνυμα προϊόντα φέτας ανήκει το 80% του συνόλου των πωλήσεων φέτας και στα ιδιωτικής ετικέτας το υπόλοιπο 20%. Ωστόσο, η στροφή της ζήτησης στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ως γενική τάση αφορά και τη φέτα. Σε διάστημα σχεδόν ενάμιση χρόνου, από τον Φεβρουάριο του 2023 έως και τον Ιούνιο φέτος, ο όγκος των πωλήσεων επώνυμης φέτας μειώθηκε από περίπου 85% σε 79%, με αντίστοιχη αύξηση του όγκου πωλήσεων φέτας ιδιωτικής ετικέτας στο 21% από 15%.
Οι τιμές στη φέτα
Η μέση τιμή της επώνυμης ζυγιζόμενης φέτας εκτός καλαθιού νοικοκυριού κυμαίνεται στα 11,3-12,4 ευρώ το κιλό, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Σε παρόμοια κλίμακα κινούνται οι τιμές της ζυγιζόμενης φέτας ιδιωτικής ετικέτας εκτός καλαθιού. Οι χαμηλότερες τιμές του προϊόντος παρατηρούνται στην κατηγορία της ζυγιζόμενης φέτας ιδιωτικής ετικέτας, εντός καλαθιού νοικοκυριού, και κυμαίνονται μεταξύ 8,1 και 10,6 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Οι ακριβότερες τιμές του προϊόντος παρατηρούνται στην επώνυμη συσκευασμένη φέτα, εκτός καλαθιού νοικοκυριού, των οποίων ο μέσος όρος είναι τα 14,7 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.
Τα μερίδια των αλυσίδων
Στο σύνολο των πωλήσεων φέτας από την οργανωμένη λιανική το μεγαλύτερο μερίδιο κατέχει η ΕΥΣ (35%-40% σε αξία και σε ποσότητα) και ακολουθούν η ΑΒ-Βασιλόπουλος (15%-20% σε αξία και ποσότητα) και η Μετρό (10%-15% σε αξία και ποσότητα). Μερίδια 5%-10% κατέχουν οι Μασούτης, Lidl, Γαλαξίας και ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός. Μερίδια κάτω του 5% κατέχουν οι Market-In, Χαλκιαδάκης, Bazaar και ΣΥΝΚΑ.
Βάσει της αξίας πωλήσεων της φέτας ιδιωτικής ετικέτας, το μεγαλύτερο μερίδιο το κατέχει η Lidl (40-45%). Ακολουθούν οι ΑΒ Βασιλόπουλος (30%-35%), Market In (10%-15%) και Mασούτης (5%-10%). Τα μερίδια των υπόλοιπων αλυσίδων κυμαίνονται μεταξύ 0% και 5% (οι ΕΥΣ και Χαλκιαδάκης δεν συμμετείχαν με στοιχεία τους για τη φέτα ιδιωτικής ετικέτας).
Eπενδυτική κινητικότητα
Το 2024 ήταν ένα έτος σημαντικών επενδύσεων από τις ελληνικές τυροκομικές επιχειρήσεις, αλλά και ανακατατάξεων. Αναφέρουμε ενδεικτικά την επένδυση της γαλκτοβιομηχανίας Ηπείρου Καράλης, συνολικού ύψους 10 εκατ. ευρώ, η οποία έχει ενταχθεί στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, επιδοτούμενη με 7,5 εκατ. ευρώ. Επίσης, φέτος ολοκληρώθηκε και ξεκίνησε να λειτουργεί η νέα αναβαθμισμένη μονάδα παραγωγής φέτας και λευκών τυριών της ΜΕΒΓΑΛ, μια επένδυση ύψους 20 εκατ. ευρώ σε μία από τις πλέον σύγχρονες εγκαταστάσεις των Βαλκανίων, ενώ εξελίσσεται στη διετία 2024-2025 πρόσθετο επενδυτικό πλάνο της εταιρείας άνω των 15 εκατ. ευρώ. Με διψήφια ανάπτυξη κινούνται οι πωλήσεις φέτας της γαλακτοβιομηχανίας Δωδώνη, η οποία φέτος πέρασε και τυπικά εξ ολοκλήρου στον όμιλο Vivartia του επενδυτικού fund CVC. Η Δωδώνη ολοκλήρωσε το 2023 επενδύσεις ύψους άνω των 7,5 εκατομμυρίων ευρώ οι οποίες, όπως αναφέρεται στην τελευταία οικονομική έκθεση της εταιρείας, επέδρασαν περιοριστικά στο λειτουργικό κόστος συγκεκριμένων κατηγοριών εξόδων. Ωστόσο, στην ίδια έκθεση σημειώνεται ότι «οι ιστορικά υψηλές τιμές όλων των τύπων γάλακτος, της ενέργειας, των μεταφορών και των υλικών συσκευασίας, σε συνδυασμό με τη συνειδητή επιλογή της διοίκησης να μη μετακυληθεί το σύνολο του αυξημένου κόστους στον τελικό καταναλωτή, επηρέασαν αρνητικά το περιθώριο μικτού κέρδους της εταιρείας».
Επενδύσεις άνω των 10 εκατ. ευρώ υλοποιεί αυτό το διάστημα και ο Αγροτικός Γαλακτοκομικός Συνεταιρισμός Καλαβρύτων, ο οποίος επεκτείνεται, συνεργαζόμενος με περισσότερους από 1.200 παραγωγούς της Πελοποννήσου. Πάντως, η μεγαλύτερη επένδυση ευρύτερα στον κλάδο των λευκών τυριών, ύψους 70 εκατ. ευρώ, πραγματοποιήθηκε εκτός συνόρων, στην Κύπρο, από τη γαλακτοβιομηχανία Όλυμπος-Ελληνικά Τυροκομεία της οικογένειας Σαράντη και αφορά την παραγωγή χαλουμιού.
ΘΕΣΕΙΣ ΦΟΡΕΩΝ
Η φέτα ακρίβυνε γιατί αυξήθηκε η τιμή του γάλατος
Xρήστος Αποστολόπουλος, Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ)
«Η ευλογιά έχει δώσει άσχημα δείγματα. Ακόμα δε φαίνεται να έχει περιοριστεί, αν και έχουν ληφθεί μέτρα. Είναι ενεργή σε δεκατρείς περιοχές. Παρότι αυτό δεν επηρεάζει την ασφάλεια του προϊόντος, οι τρίτες χώρες έχουν δικαίωμα, βάσει του Παγκόσμιου Οργανισμού Κτηνιατρικής, να λαμβάνουν ιδιαίτερα μέτρα, χωρίς να δίνουν λόγο για το αν τεκμηριώνεται ή όχι ο κίνδυνος. Άρα υπάρχει κίνδυνος για τις εξαγωγές μας.
Η κατανάλωση φέτας πράγματι μειώνεται στην Ελλάδα, αλλά η φέτα ως προϊόν δεν εξαφανίζεται. Έχει αλλάξει η αναλογία μεταξύ της εγχώριας κατανάλωσης και των εξαγωγών. Προ δεκαπενταετίας οι εξαγωγές φέτας ήταν 30% επί του συνόλου της παραγωγής και σήμερα είναι 65%. Η ετήσια παραγωγή είναι λίγο πολύ σταθερή, γύρω στους 130.000 τόνους, με μικρές αυξομειώσεις.
Η μείωση της κατανάλωσης στην Ελλάδα προφανώς συνδέεται με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Από την άλλη πλευρά, η άνοδος των εξαγωγών οφείλεται και στην τάση των τυροκόμων μας να κερδίσουν τις σημαντικές αγορές του εξωτερικού, ακόμα και με τιμές που δεν είναι υψηλότερες από τις εγχώριες. Όταν βλέπει κανείς τη φέτα στο εξωτερικό να πωλείται ενίοτε φθηνότερα από ό,τι στην Ελλάδα, πρέπει να κοιτάξει τη μεγάλη εικόνα.
Υπάρχουν χώρες, όπως η Ιρλανδία, που δεν θέτουν όρους στον λιανέμπορο σχετικά με τον καθορισμό των τιμών, οπότε μπορεί λ.χ. να πουλά ακόμα και σε τιμές κάτω του κόστους, ώστε να προσελκύει πελάτες. Αλλά απομονωμένα τέτοια «στιγμιότυπα» ενδεχομένως παραπλανούν. Διότι οι ανατιμήσεις της φέτας, που ξεκίνησαν το 2022 στην Ελλάδα, οφείλονται στην αύξηση των τιμών της ενέργειας και των ζωοτροφών, άρα της πρώτης ύλης. Υπάρχει μεν μια μικρή αποκλιμάκωση, αλλά οι τιμές παραμένουν υψηλές. Η τιμή του γάλακτος έχει αυξηθεί άνω του 50% –ήταν κάτω του ενός ευρώ το λίτρο κι έχει ξεπεράσει το ενάμιση ευρώ. Λάβετε υπόψη σας ότι η πρώτη ύλη συμβάλλει στο 60% του κόστους παραγωγής της φέτας…
Η προστασία του προϊόντος από τη νοθεία θα μπορούσε να είναι απλή υπόθεση, εφόσον ζούμε στην εποχή της ψηφιοποίησης. Έπρεπε όλα τα δεδομένα να είναι ψηφιοποιημένα, ώστε οι αρχές να γνωρίζουν ηλεκτρονικά ανά πάσα στιγμή πότε έρχεται ένα βυτίο, πού πηγαίνει, για ποια χρήση κοκ –κι όχι μόνο με GPS στα οχήματα, αλλά με συστήματα στις δεξαμενές, στις παραγωγικές μονάδες κ.α., δηλαδή να ασκούν ηλεκτρονικά έλεγχο σε κάθε τυροκομείο».
Νοθεία και αισχροκέρδεια
Δημήτρης Μόσχος, Ταμίας της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Φέτας και αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, υπεύθυνος για την τυροκομία
«Το θέμα της ευλογιάς των αιγοπροβάτων είναι ένα από τα ζητήματα που αφορούν τη φέτα, όχι όμως το μοναδικό ούτε το σημαντικότερο σήμερα. Η εισκόμιση γάλακτος γίνεται κανονικά, μέτρα λαμβάνονται με τις απολυμάνσεις και δεν υπάρχει θέμα.
Άλλα είναι τα σημαντικά προβλήματα. Η βιομηχανία πιέζει για μείωση των τιμών παραγωγού, με το επιχείρημα ότι έχει μεγάλα αποθέματα φέτας από την προηγούμενη σεζόν εξαιτίας της ακρίβειας. Θέλει να κατεβάσει τις τιμές της, αλλά εφόσον το κόστος παραγωγής δεν αλλάζει, επιλέγει την τακτική των πιέσεων για τη μείωση των τιμών παραγωγού, πράγμα καταστροφικό μακροπρόθεσμα.
Παλιότερα η βιομηχανία του κλάδου έδινε προκαταβολές στον κτηνοτρόφο για το γάλα που επρόκειτο να της προμηθεύσει. Αυτό τελείωσε, βάσει της λογικής ότι «αν κολλήσει ευλογιά έστω ένα πρόβατο, το κοπάδι του παραγωγού θα χαθεί. Πώς θα πάρω τα λεφτά μου πίσω;». Όμως, ελλείψει άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων, οι επιπτώσεις θα φανούν στη μείωση της παραγωγής το 2025-2026. Ήδη το 2025 θα λείπουν περί τα 70.000 ζώα συγκριτικά με φέτος, καθώς περισσότερα από 33.000 έχουν θανατωθεί λόγω ευλογιάς και σχεδόν άλλα τόσα λόγω πανώλης. Οι απώλειες σε βάθος διετίας, μαζί με τα αιγοπρόβατα που χάθηκαν στην Θεσσαλία από τον Ντάνιελ, στον Έβρο και την Μαγνησία από τις πυρκαγιές και στην Φθιώτιδα πέρυσι από την ευλογιά, αγγίζουν τα 200.000 ζώα.
Ως προς το μέγεθος του ζωικού μας κεφαλαίου εκτιμούμε ότι υπάρχει απόσταση μεταξύ του πραγματικού και του δηλωμένου πληθυσμού των αιγοπροβάτων. Βλέπετε, υπάρχουν οι αετονύχηδες που, για να βάλουν στο χέρι τις επιδοτήσεις, εμφανίζουν ζώα και βοσκοτόπια ανύπαρκτα. Αλλά το χρήμα που εισπράττουν, λείπει από τον παραγωγό. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι ο πραγματικός αριθμός των παραγωγικών ζώων σήμερα είναι γύρω στα δώδεκα εκατομμύρια κι όχι στα δεκαέξι, όπως δηλώνεται.
Με μια μικρή μείωση της πρωτογενούς παραγωγής γάλατος, περίπου 2% του αιγοπρόβειου και 4% του γίδινου, πώς δικαιολογείται η αύξηση των εισαγωγών αιγοπρόβειου γάλακτος κατά 36% την τελευταία χρονιά;! Ο ΕΔΟΦ έχει καταγγείλει κατά καιρούς τις νοθείες, αλλά υπάρχει ατιμωρησία! Λείπουν οι έλεγχοι, λείπει το ελεγκτικό προσωπικό, λείπει το κυρωτικό πλαίσιο! Π.χ. ενώ διαπιστώνονται κρούσματα νοθείας στη φέτα και στη διεθνή και στην εγχώρια αγορά, οι ένοχοι καταφέρνουν και «πέφτουν στα μαλακά», βάζοντας στον πειρασμό της νοθείας περισσότερους.
Ως ΕΔΟΦ εκτιμούμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στη διάθεση της φέτας σχετίζεται με τη νοθεία, η οποία στην Ελλάδα αφορά κυρίως τη μαζική εστίαση, όπου η σερβιριζόμενη «φέτα» αντί ΠΟΠ είναι λευκό τυρί. Υπήρχε νόμος που προέβλεπε ότι η μερίδα ελληνικής σαλάτας έπρεπε να έχει 33 γραμμάρια φέτας. Καταργήθηκε κι αυτός. Η ασυδοσία κυριαρχεί. Παλιότερα εκτιμάτο ότι το 36% της εγχώριας κατανάλωσης φέτας γινόταν από τη μαζική εστίαση. Αυτό το κομμάτι πλέον έχει καταληφθεί από το λευκό τυρί…
Η κατανάλωση της φέτας στην Ελλάδα έχει μειωθεί, λόγω των ανατιμήσεων του προϊόντος, αλλά αυτό σχετίζεται λιγότερο με τις ανατιμήσεις της πρώτης ύλης ή την αύξηση του παραγωγικού κόστους της βιομηχανίας και περισσότερο με την αισχροκέρδεια!
Ως ΕΔΟΦ έχουμε προτείνει τη μείωση του ΦΠΑ στο προϊόν από το 13% στο 6%, ώστε να πέσει η τιμή του στη λιανική έως 10% και να γίνει πιο προσιτό στον καταναλωτή. Η τιμή της φέτας που βγαίνει από την τυροκομική μονάδα κυμαίνεται 7,80 με 8 ευρώ το κιλό. Ε δεν δικαιολογείται να φτάνει στο ράφι ως και τα 16 ευρώ το κιλό! Το άνοιγμα της ψαλίδας παραείναι μεγάλο…».