Σχολιάζοντας τις ανακοινώσεις του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης για την ανασυγκρότηση του γεωργικού τομέα στη Θεσσαλία, οι οργανώσεις των παραγωγών τονίζουν ότι πρέπει να επιταχυνθεί η πίστωση των αποζημιώσεων στους λογαριασμούς των δικαιούχων.

Ο κ. Παύλος Σατολιάς, πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), δηλώνει στο «σελφ σέρβις» ότι βασικό προαπαιτούμενο είναι να «να βρεθεί το υπερβάλλον ποσό εκτός ΕΛΓΑ για το ζωικό κεφάλαιο και τη φυτική παραγωγή, προκειμένου να καλυφθεί η ζημιά εις ολόκληρον. Διαφορετικά δεν θα δούμε ανάταξη της παραγωγής στη Θεσσαλία». Προσθέτει ότι «ήδη ο ΕΛΓΑ έχει καταγράψει απώλειες άνω των 70.000 αιγοπροβάτων, ενώ οι ζημιές στις καλλιέργειες φαίνονται ξεκάθαρα από τις σχετικές δηλώσεις στο Οργανωμένο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου του οργανισμού πληρωμών κοινοτικών ενισχύσεων ΟΠΕΚΕΠΕ. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να αξιοποιηθούν και οι δορυφορικές λήψεις του συστήματος «Κοπέρνικος» της ΕΕ». Εξάλλου, ο κ. Σατολιάς υπενθυμίζει τις μακροχρόνιες καθυστερήσεις καταβολής της κρατικής αρωγής κυρίως σε ό,τι αφορά το πάγιο κεφάλαιο: «Εκκρεμούν ακόμα αιτήματα αποζημιώσεων, κατατεθειμένων και εγκεκριμένων προ τριετίας, μετά τις καταστροφές του Ιανού. Ακόμα δεν έχουν ικανοποιηθεί. Αν δεν καλυφθούν πλήρως και άμεσα με κρατικές ενισχύσεις οι απώλειες εισοδήματος, υποδομών και μηχανημάτων, ο αγροτικός κόσμος δεν θα ξανασταθεί στα πόδια του».

Ο πρόεδρος της ΕΘΕΑΣ επιβεβαιώνει τις θέσεις της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου ότι είναι εφικτή η άμεση αποκατάσταση των ετήσιων καλλιεργειών από την προσεχή σεζόν. Αντιθέτως, οι δενδρώδεις καλλιέργειες χρειάζονται πέντε ή έξι χρόνια για να ανακάμψουν. Τα σοβαρότερα προβλήματα εντοπίζονται, όντως, στις πλημμυρισμένες περιοχές γύρω από τη λίμνη Κάρλα. «Εκεί που ο κάμπος ήταν 180.000 στρέμματα και η λίμνη 30.000, τώρα η λίμνη έχει έκταση 210.000 στρέμματα. Θα χρειαστούν τουλάχιστον ενάμισι έως δύο χρόνια μόνο για την αποστράγγιση του νερού, εάν φυσικά δεν υπάρξουν άλλες κακοκαιρίες ακραίας έντασης…».

Όπως εξηγεί ο κ. Σατολιάς, «επειδή στη Θεσσαλία δραστηριοποιούνται επαγγελματίες αγρότες, που συνεργάζονται απευθείας με τον δευτερογενή τομέα, τη μεταποίηση, αν βοηθηθούν από το κράτος και τους δοθούν κίνητρα, θα ανακάμψουν σύντομα». Σχετικά με τη σύσταση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τη Θεσσαλία τονίζει ότι «είναι μια ευκαιρία να δουλέψουμε σε επιστημονικές ομάδες, να εξαχθούν συμπεράσματα και να οργανώσουμε την αγροτική οικονομία του αύριο, βάσει ενός πρότυπου πιλοτικού προγράμματος ανάκαμψης και αναδιοργάνωσης του αγροτικού τομέα, με βελτιωμένες μεθόδους και με νέες καλλιέργειες, βασισμένες στη χρήση νέων τεχνολογιών. Αυτό προϋποθέτει συμπράξεις, στο πλαίσιο των συνεταιρισμών. Είναι μειονέκτημα της χώρας και των αγροτών η έλλειψη συνεργασίας. Γιατί η συνεργασία με ορθολογικό τρόπο αποφέρει καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα», καταλήγει ο κ. Σατολιάς.

Απώλεια 15% της ετήσιας παραγωγής φέτας
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, κ. Παναγιώτης Πεβερέτος, αναγνωρίζει ότι το βασικότερο άμεσο πρόβλημα στην παραγωγή αφορά τη φέτα. «Οι άμεσες απώλειες υπολογίζουμε ότι είναι 50-60 χιλ. τόνοι αιγοπρόβειου γάλακτος από τους 200 χιλ. τόνους της ετήσιας θεσσαλικής παραγωγής, που γίνεται τυρί φέτα. Αυτό σημαίνει απώλεια περίπου του 15% της παραγωγής φέτας». Οι απώλειες φέτος των αιγοπροβάτων, κατά τις εκτιμήσεις του συνδέσμου, ανέρχονται σε περίπου 120 χιλ. ζώα, αν συνυπολογιστούν κι εκείνες εξαιτίας των πυρκαγιών σε Έβρο, Φθιώτιδα, Εύβοια και Ρόδο. «Δεν έχουν εκτιμηθεί στο σύνολό τους οι ζημιές, δεδομένου ότι ακόμα πεθαίνουν ζώα, προσβεβλημένα από ασθένειες, λόγω της παραμονής τους στα νερά –κυρίως πνευμονίες–, ενώ πολλά αποβάλλουν. Καθώς τα μαντριά έχουν καταρρεύσει και πολλά ζώα θα γεννήσουν σε εγκαταστάσεις χωρίς ηλεκτρικό και νερό, δεν ξέρουμε τι απόδοση θα έχουν οι γέννες», λέει. Ο κ. Πεβερέτος προβλέπει ανατιμήσεις στη φέτα από την επόμενη τυροκομική σεζόν, αλλά, όπως λέει, σήμερα είναι αδικαιολόγητες, δηλαδή είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα κερδοσκοπίας, λαμβανομένων υπόψιν των αποθεμάτων.

Οι απώλειες θα είναι σημαντικές και στο χοιρινό κρέας, καθώς έχουν καταστραφεί μεγάλες μονάδες, δυναμικού 25-30 χιλ. χοιρινών. Ωστόσο, οι επιπτώσεις στις τιμές λιανικής δεν αναμένονται σημαντικές, εφόσον το 75% της εγχώριας ζήτησης χοιρινού καλύπτεται από εισαγωγές. Πρόβλημα αναμένεται κυρίως με τις τιμές του αιγοπρόβειου κρέατος, αφού η επάρκεια της εγχώριας αγοράς φτάνει το 90%.