Στη «ζεστή» αγορά έστρεψε η οικονομική κρίση τους καταναλωτές για τις αγορές μπίρας, αυξάνοντας τα μερίδια των σούπερ μάρκετ έναντι της «κρύας» αγοράς, της οποίας οι πωλήσεις καταρρέουν. Όπως αναφέρεται σε έρευνα της Stochasis, η κρίση περιόρισε την επιτόπια κατανάλωση, με αποτέλεσμα η σχέση «ζεστής» προς «κρύα» αγορά να αυξάνεται υπέρ της πρώτης, που εμφανίζεται σήμερα να κατέχει το 60% της ζήτησης!

Σύμφωνα με την έρευνα, κατά το 50% τα προϊόντα της κατηγορίας διατίθενται σε φιάλη, κατά το 40% σε κουτί και το υπόλοιπο 10% αντιστοιχεί στη διάθεση μπίρας από βαρέλι. Ωστόσο, η «κρύα» αγορά ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων της κατηγορίας σε αξία, καθότι οι μπίρες από εστιατόρια, μπαρ, καφετέριες, ξενοδοχεία κά διατίθενται σε σαφώς υψηλότερες τιμές από αυτές του λιανεμπορίου, πολύ δε περισσότερο του οργανωμένου λιανεμπορίου.

Κατά τη Stochasis, οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ως σημαντικό κανάλι διανομής της κατηγορίας, διαθέτουν μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη, λόγω του μεγέθους τους, του υψηλού βαθμού συγκέντρωσης της αγοράς και της άμεσης επαφής τους με τους καταναλωτές, που τους δίνει τη δυνατότητα να «κατευθύνουν» τις πωλήσεις, μέσω της τοποθέτησης των προϊόντων σε συγκεκριμένες θέσεις εντός των καταστημάτων και πάνω στα ράφια. Διαπραγματευτική δύναμη έχουν και οι χονδρέμποροι, καθώς διαθέτουν ανεπτυγμένα δίκτυα διανομής και, σε αρκετές περιπτώσεις, σταθερή πελατεία. Η διαπραγματευτική δυνατότητα των χώρων μαζικής εστίασης και διασκέδασης συναρτάται με το μέγεθός τους και την ικανότητά τους να διαμορφώνουν τη ζήτηση συγκεκριμένων brand.

Η κατανάλωση μεταξύ 2009 και 2013
Ενδιαφέρον έχουν ορισμένα από τα ευρήματα της έρευνας, σχετικά με την εγχώρια κατανάλωση. Σύμφωνα λοιπόν με τη Stochasis, στην εγχώρια αγορά παράγονται 3.803 χιλιάδες εκατόλιτρα μπίρας, όταν στη Γερμανία η παραγωγή φθάνει τα 94.365 χιλιόλιτρα και στην Ιταλία τα 13.265 χιλιόλιτρα. Η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση μπίρας στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 35 λίτρα, όταν στη Γερμανία είναι 107 λίτρα και στην Ιταλία 29 λίτρα. Η υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση καταγράφεται στην Τσέχικη Δημοκρατία: είναι τα 144 λίτρα τον χρόνο!

Μεταξύ 2009 και 2013 η κατά κεφαλήν κατανάλωση την ΕΕ εμφάνισε αργά, αλλά σταθερά μείωση, από τα 75 λίτρα στα 71 λίτρα. Ωστόσο, στην Ελλάδα παρέμεινε σταθερή. Μια τετραμελής οικογένεια στην Ελλάδα δαπανά 27,84 ευρώ το μήνα για την κατανάλωση αλκοόλ και εξ αυτών τα 5,87 ευρώ για μπίρα. Ο μέσος όρος των μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών για την αγορά οινοπνευματωδών ποτών φθάνει τα 17,55 ευρώ –εξ αυτών στη μπίρα αναλογούν τα 4,24 ευρώ. Σχετικά με την εξέλιξη της κατανάλωσης, επισημαίνεται ότι από το 2009 καταγράφηκε μια μικρή άνοδος, εφόσον η σχετική δαπάνη είχε προσδιοριστεί στα 3,93 ευρώ.

Η πορεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή αναφορικά με το προϊόν εμφάνισε πτώση το 2013, μετά τη συνεχόμενη άνοδό του μεταξύ 2009 και 2012. Την ίδια πορεία ακολούθησε και ο ΔΤΚ των σερβιριζόμενων ποτών, ενώ ο δείκτης για τα μη-σερβιριζόμενα αλκοολούχα κατέγραψε πολύ μικρότερη πτώση. Σε ό,τι αφορά τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη ζήτηση της μπίρας, συγκριτικά με τα λοιπά οινοπνευματώδη ποτά, στην έρευνα αναδεικνύονται τρεις ως οι πλέον σημαντικοί: η τιμή διάθεσης, το εύρος της ποικιλίας σε σήματα και γεύσεις του προϊόντος και ο αλκοολικός βαθμός των προσφερομένων προϊόντων.