Στη δίνη της επιβίωσης, φυσικής και οικονομικής, τα νοικοκυριά το 2020 εμφάνισαν τη χαμηλότερη μέση μηνιαία δαπάνη από το 2008, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) της ΕΛΣΤΑΤ. Στις 29 Σεπτεμβρίου, οπότε δόθηκαν στη δημοσιότητα, η πανδημία είχε μακάβριο απολογισμό 14.795 ανθρώπινων ζωών. Το αποτύπωμά της στην οικονομία –ειδικότερα στα φτωχά νοικοκυριά– είναι αρκετά βαρύ…

Η πανδημία φαίνεται ότι ανέτρεψε, αν και όχι από μόνη της, την πορεία της ήπιας ανάκαμψης, στην οποία εισήλθε η ελληνική οικονομία από το 2017. Το ΑΕΠ το 2020 μειώθηκε κατά 8,2% (σε σταθερές τιμές του 2015), φτάνοντας τα 168.463 εκατ. ευρώ (165.830 εκατ. σε αγοραίες τιμές), κυρίως λόγω της αρνητικής συμβολής των εξαγωγών υπηρεσιών και της υποχώρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Σύμφωνα με την ΕΟΠ 2020 επί δείγματος 6.256 ιδιωτικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας, εκτιμάται πως η συνολική ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών ανήλθε στα 65.145.489 χιλ. ευρώ, μειωμένη κατά 7,78% σε σχέση με το 2019, η μέση ετήσια δαπάνη για αγορές ανήλθε στα 15.981,96 ευρώ κι αντίστοιχα η μέση μηνιαία στα 1.331,83 ευρώ, μειωμένη κατά 9,9% (-7,8% σε πραγματικούς όρους) συγκριτικά με το 2019, κατά 37,2% συγκριτικά με 2008 ως έτος βάσης και κατά 4,3% συγκριτικά με τη μικρότερη μέση δαπάνη από το 2008 ως σήμερα, δηλαδή του 2016 (1.392,3 ευρώ). Χαρακτηριστικό της καθολικής έκτασης της κρίσης είναι πως καμία από τις 13 περιφέρειες της χώρας δεν παρουσίασε θετική μεταβολή στη μέση μηνιαία δαπάνη –το ποσοστό της μείωσης μεταξύ αυτών κυμάνθηκε από 8,1% έως 13,5%.

Το καταναλωτικό πρότυπο
Η ΕΟΠ δείχνει ότι το καταναλωτικό πρότυπο στη χώρα εξακολουθεί να καθορίζεται από τις επιπτώσεις της δεκαετούς κρίσης, καθώς η πανδημία ανέκοψε την τάση ανάκαμψης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών τα τελευταία χρόνια. Έτσι, το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών ενός μέσου νοικοκυριού εξακολούθησε να αφορά τρόφιμα και μη οινοπνευματώδη ποτά (23,1%), στέγαση (15,3%) και μεταφορές (12,3%), ενώ το μικρότερο μερίδιο, υπηρεσίες αναψυχής και αγαθά πολιτισμού (3,5%). Αναφορικά με τις ποσοστιαίες μεταβολές των δαπανών των νοικοκυριών συγκριτικά με το 2019 αξίζει να σημειώσουμε πως θετική τάση παρουσίασαν τα είδη διατροφής (4,2%), τα οινοπνευματώδη ποτά-καπνός (3,9%), η εκπαίδευση (2,6%), η υγεία (1,3%) και οι επικοινωνίες (0,8%). Αντίστοιχα, οι μεγαλύτερες αρνητικές ποσοστιαίες μεταβολές διαπιστώθηκαν στις κατηγορίες αναψυχής-πολιτισμού (36,4%), εστιατορίων-καφενείων-ξενοδοχείων (35,4%) και ειδών ένδυσης-υπόδησης (27,4%). Μάλιστα με έτος βάσης το 2008, τα αποτελέσματα των ποσοστιαίων μεταβολών της μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών για αγαθά και υπηρεσίες είναι απογοητευτικά: Η μικρότερη μείωση αφορά τα τρόφιμα-μη οινοπνευματώδη ποτά (-11,5%) και η μεγαλύτερη τα είδη ένδυσης-υπόδησης (-64,3%). Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι πως σε καμία κατηγορία αγαθών ή υπηρεσιών δεν διαπιστώθηκε θετική μεταβολή.

Τα ευρήματα της ΕΟΠ για την ιδιωτική κατανάλωση επιβεβαιώνουν γενικά την ισχύ του κυρίαρχου μοντέλου καταναλωτικής συμπεριφοράς των νοικοκυριών και το 2020, ήτοι την προτεραιότητα κάλυψης των βασικών αναγκών φυσικής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Ωστόσο, η μελέτη του ύψους και της διάρθρωσης των δαπανών των νοικοκυριών εμπλουτίζει τα συμπεράσματα, εφόσον ληφθούν υπόψιν ειδικά κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά με υπεύθυνο μισθωτό δαπάνησαν μηνιαίως το 2020 κατά μέσο όρο 1.677,27 ευρώ ή 25,9% περισσότερο της μέσης μηνιαίας δαπάνης, αλλά -7,6% συγκριτικά με το 2019. Ο αυτοαπασχολούμενος με μισθωτούς ή, αλλιώς, ο μεσαίος ή μεγάλος επιχειρηματίας δαπάνησε 2.499,39 ευρώ ή κατά 87,7% περισσότερο της μέσης μηνιαίας δαπάνη, αλλά κι αυτός κατά 22,5% χαμηλότερα απ’ ό,τι το 2019. Ο αυτοαπασχολούμενος χωρίς μισθωτούς δαπάνησε μηνιαίως 1.522,56 ευρώ ή 14,3% περισσότερα από τη μέση μηνιαία δαπάνη, αλλά κι αυτός κατά 18% λιγότερα συγκριτικά με το 2019. Η μικρότερη δαπάνη αφορά τους οικονομικά μη ενεργούς και ήταν 1.134,17 ευρώ, ανήλθε στο 85,2% της μέσης μηνιαίας κατανάλωσης και ήταν κατά 9,1% μικρότερη των δαπανών τους το 2019. Ας σημειωθεί πως, σύμφωνα με την κατάσταση απασχόλησης της ΕΛΣΤΑΤ, στα τέλη του 2020 οι άνεργοι και οι οικονομικά μη ενεργοί ήταν 3.998.993 άτομα και αναλογούσαν στο 50,75% του πληθυσμού.

Επίσης, το 2020 οι μέσες δαπάνες των νοικοκυριών του ενός ατόμου 65 ετών και άνω ανήλθαν στο 49% της μέσης μηνιαίας δαπάνης του νοικοκυριού της χώρας, ενώ τα νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με δύο παιδιά έως 16 ετών δαπάνησαν το 150,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης. Το χαμηλό επίπεδο της ζωής των νοικοκυριών από 65 ετών και άνω φαίνεται από την ταξινόμηση των δαπανών τους σε κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Ειδικότερα, οι συνταξιούχοι δαπανούν το 26,9% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για είδη διατροφής, το 21,5% για στέγαση και το 12,9% για υπηρεσίες κι αγαθά υγείας, ενώ για αναψυχή και πολιτισμό δαπανούν μόλις το 1,6% και για εστιατόρια-καφενεία- ξενοδοχεία το 5,2%. Επίσης προβληματική είναι η κατάσταση των νοικοκυριών με δύο παιδιά έως 16 ετών, αφού κι αυτά δαπανούν το 21,2% για είδη διατροφής, το 13,4% για στέγαση, το 14,4% για μεταφορές, το 7,4% για την υγεία και το 7,3% για την εκπαίδευση, ενώ για αναψυχή και πολιτισμό μόλις 5,1%.

Η μέση μηνιαία δαπάνη διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του υπευθύνου του νοικοκυριού. Τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 35-44 ετών δαπανούν κατά μέσο όρο τα περισσότερα, ήτοι το 130,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας. Τα νοικοκυριά με τη μικρότερη ποσοστιαία συμμετοχή (59,2%) ήταν το 2020 όσα είχαν υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω. Τα πρότυπα κατανάλωσης επηρεάζονται και από τον βαθμό αστικότητας των νοικοκυριών. Αναλυτικότερα, στις αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.085,33 ευρώ το μήνα, ενώ στις αστικές περιοχές 1.404,28 ευρώ. Συνεπώς τα αγροτικά νοικοκυριά δαπανούν κατά μέσο όρο 22,7% λιγότερα από τα αστικά νοικοκυριά. Τη μεγαλύτερη μέση μηνιαία δαπάνη έκαναν το 2020 τα νοικοκυριά της πρωτεύουσας (1.533,46 ευρώ) και τη μικρότερη τα νοικοκυριά της Στερεάς Ελλάδας (932,77 ευρώ).

Συμπερασματικά, τα νοικοκυριά των ανέργων και οικονομικά μη ενεργών, των νέων και των συνταξιούχων και γενικά των πιο φτωχών περιφερειών της χώρας υφίστανται τις επιπτώσεις των χρόνιων ανισοτήτων, καθώς διαβιούν με λιγότερα χρήματα και καταναλώνουν τα λιγότερα και απολύτως απαραίτητα προς επιβίωση αγαθά και υπηρεσίες.

Διατροφικές συνήθειες και ενεργειακή φτώχεια
Η μέση μηνιαία κατανάλωση τροφίμων, οινοπνευματωδών ποτών και καπνού από άποψη ποσότητας δε μεταβλήθηκε σημαντικά το 2020 συγκριτικά με το 2019. Η μόνη αξιοσημείωτη αύξηση ήταν των οινοπνευματωδών ποτών κατά 18,2%, πράγμα εξηγήσιμο, αν αναλογιστεί κανείς τις ανάγκες εκτόνωσης στα πολύμηνα lockdowns. Κατά τα άλλα οι μεγαλύτερες αυξήσεις κατανάλωσης διαπιστώθηκαν στα νωπά φρούτα-συντηρημένα και ξηρούς καρπούς (6,9%) και τα αυγά (6,3%), ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις, στο γάλα και τα τσιγάρα (-3,8%), στο ψωμί και τα ζυμαρικά (-2,4%).

Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική υστέρηση το 2020, κατά το 45,8% τα φτωχά νοικοκυριά πέρυσι δεν διατράφηκαν επαρκώς, δηλ. δεν έφαγαν κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα μη φτωχά νοικοκυριά εκτιμάται σε 5,3%. Από άποψη ενεργειακής επάρκειας πέρυσι ενισχύθηκαν οι τάσεις που διαπιστώθηκαν το 2018 και συνεχίστηκαν αμείωτες το 2019: Η μέση μηνιαία ποσότητα κατανάλωσης φυσικού αερίου, στερεών καυσίμων (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κ.ά.) και ηλεκτρικής ενέργειας στην κύρια κατοικία αυξήθηκε κατά 15,8%, 10,5% και 0,4% αντίστοιχα, ενώ η μέση μηνιαία ποσότητα υγραερίου και υγρών καυσίμων μειώθηκε κατά 8,5% και 4,4% αντίστοιχα. Και το 2020, το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας ταλαιπώρησε πολλά νοικοκυριά, αφού κατά το 45% δεν χρησιμοποίησαν επαρκώς την κεντρική θέρμανση. Μάλιστα, κατά το 17,1% τα νοικοκυριά δεν μπόρεσαν να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα. Το σχετικό ποσοστό στα φτωχά νοικοκυριά ανήλθε σε 39,1% και στα μη φτωχά νοικοκυριά στο 12,4%.

Υλική στέρηση και συνθήκες διαβίωσης
Μικρές αλλαγές συγκριτικά με το 2019 κατέγραψαν οι δείκτες συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών το 2020. Στις έξι από τις δέκα ανέσεις των νοικοκυριών στην κύρια κατοικία τους (π.χ. τηλεόραση, κινητό, Η/Υ κ.ά.) διαπιστώθηκε οριακή ή μικρή αύξηση του ποσοστού κατανομής στον πληθυσμό, σε τρεις κατηγορίες παρατηρήθηκε απόλυτη σταθερότητα, ενώ μόλις σε μία οριακή μείωση. Βάσει της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ για την Υλική Στέρηση και τις Συνθήκες Διαβίωσης (Σεπτέμβριος 2021), η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία επαρκούς διατροφής και πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση, έλλειψη βασικών αγαθών –πλυντηρίου ρούχων, έγχρωμης τηλεόρασης, τηλεφώνου, αυτοκινήτου–, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες αποπληρωμής πάγιων λογαριασμών) δεν αφορά μόνο το φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού.

Ενδεικτικά αναφέρεται πως το 96,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 40,8% των μη φτωχών δυσκολεύονται οικονομικά να καλύπτουν έκτακτες πλην αναγκαίες δαπάνες της τάξης των 395 ευρώ, κατά το 33,3% τα νοικοκυριά υποφέρουν από την επιβάρυνση του κόστους στέγασης (το σχετικό ποσοστό στα φτωχά νοικοκυριά είναι 83,4% και στα μη φτωχά 22,5%), κατά το 43,7% τα νοικοκυριά, που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο, δυσκολεύονται πάρα πολύ στην αποπληρωμή των δόσεών του, στο 50,1% τα φτωχά νοικοκυριά δυσκολεύονται να πληρώνουν έγκαιρα τους πάγιους λογαριασμούς τους (ρεύμα, νερό, φυσικό αέριο κ.ά.), ενώ κατά το 71,6% τα φτωχά νοικοκυριά δυσκολεύονται πολύ να τα βγάλουν πέρα με το μηνιαίο ή το εβδομαδιαίο εισόδημά τους. Σημειώνεται ότι το 8,6% των νοικοκυριών διαμένουν σε ενοικιασμένη στέγη που το ενοίκιό της απορροφά το 19,8% του προϋπολογισμού τους, ενώ η υλική στέρηση των παιδιών ηλικίας έως 17 ετών ανέρχεται σε 19,4% το 2020, (έναντι 11,9% το 2009). Ιδιαίτερη σημασία στις συνθήκες της υγειονομικής κρίσης έχει η διαπίστωση ότι το 25,6% των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω δεν υποβλήθηκαν σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία, όταν πραγματικά τη χρειάστηκαν! Τα σχετικά ποσοστά στο φτωχό και το μη φτωχό πληθυσμό είναι 51,2% και 20,9% αντίστοιχα.

Ανισότητα και κίνδυνος φτώχειας
Αναφορικά με τον κίνδυνο φτώχειας των νοικοκυριών, όπως και με την ανισότητα μεταξύ φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών, η έρευνα έδειξε πως ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 15,6% του πληθυσμού, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (17,1% το 2019). Ο δείκτης μειώνεται στο 11,9% του πληθυσμού (12,2% το 2019), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξαρτήτως του τρόπου κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, το κράτος ή άλλους φορείς κοκ).

Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 4,8 φορές μεγαλύτερο του μεριδίου της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,4 το 2019). Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού μείωσαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2019 κατά 2,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 13% προς επίρρωση των εκτιμήσεων πως τα φτωχά νοικοκυριά κατανάλωσαν πέρυσι μόλις για τα απαραίτητα άνευ δυνατοτήτων καταναλωτικής επέκτασης. Άλλωστε, η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 34,7% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 35,9% του μέσου προϋπολογισμού τους για είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 22,2%.

Σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη
Σε Ελλάδα, Ισπανία και Πολωνία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά τα είδη διατροφής, ενώ σε Αυστρία και Τσεχία αφορά τη στέγαση και στο Ηνωμένο Βασίλειο τις μεταφορές. Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 1% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών σε Πολωνία και Τσεχία έως 3,7% στην Ελλάδα. Επίσης, στην Ελλάδα καταγράφηκε η μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία (8%), ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο η μικρότερη (1,3%), γεγονός ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τα νοικοκυριά σε περίοδο υγειονομικής κρίσης.