Η μέση ετήσια δαπάνη για αγορές λιανικής ανά νοικοκυριό και άτομο πέρυσι αυξήθηκε μεν συγκριτικά με το 2022, σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2023 της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά απέχει κατά 20,5% από το επίπεδό της το 2008! Στις περισσότερες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών διαπιστώθηκε περιστολή της μέσης δαπάνης, με μόνη εξαίρεση τις δαπάνες για αγορές ειδών διατροφής που αυξήθηκαν (0,3%) παρότι η μέση μηνιαία κατανάλωσή τους μειώθηκε λίγο ή περισσότερο ανάλογα με την κατηγορία προϊόντων. Επίσης, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού πέρυσι ήταν 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού έναντι 5,39 το 2022.

Σύμφωνα με τους θεσμικούς οικονομικούς ταγούς, το 2023 η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με επιβραδυνόμενο αλλά ικανοποιητικό ρυθμό. Ωστόσο, η επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων, δηλαδή του ελλείμματος του εξωτερικού τομέα της οικονομίας και του δημοσιονομικού, δημιουργεί ερωτηματικά για το κατά πόσον η ελληνική οικονομία θα επανέλθει στην προ πανδημίας και ρωσοουκρανικού πολέμου κατάσταση. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές το 2023 ήταν 2% έναντι 5,6% το 2022, ενώ προβλέπεται η ανάπτυξή του με ρυθμό 2,3% φέτος και 2,5% το 2025.

Σε τρέχουσες τιμές το ΑΕΠ το 2023 ανήλθε στα 374.159 εκατ. ευρώ (312.528 εκατ. ευρώ σε σταθερές). Θετικά στη μεγέθυνση της οικονομίας συνέβαλαν κυρίως οι εξαγωγές, η ιδιωτική κατανάλωση (1,8% έναντι 7,4% το 2022) και οι επενδύσεις (4% έναντι 11,7% το 2022), αν και σημαντικά μειωμένες συγκριτικά με το 2022. Όμως, παρά τα σχετικά θετικά σημάδια από τα δημοσιονομικά μεγέθη της οικονομίας, η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε το 2023 εξαιτίας της πληθωριστικής κρίσης και των ανατιμήσεων, ενώ οι προσδοκίες τους για το μέλλον έχουν αρνητικό πρόσημο για δεύτερο συνεχόμενο έτος, καθώς το 53,7% των νοικοκυριών εκτιμούσαν ότι η κατάστασή τους θα επιδεινωθεί φέτος.
Οι μέσοι μισθοί το 2023 αυξήθηκαν συγκριτικά με το 2022 από τα 1.190 ευρώ στα 1.251 ευρώ. Οι αμοιβές ανά μισθωτό αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 5,5% (έναντι 2,8% το 2022), η παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο κατά 1% (έναντι 3% το 2022) και το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατά 4,5% (έναντι -0,2% το 2022). Πάντως, σύμφωνα με την Eurostat, η πραγματική καταναλωτική δυνατότητα των ελληνικών νοικοκυριών το 2023 ήταν από τις χειρότερες στην ΕΕ, αφού στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης η χώρα μας ήταν μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία. Προς επίρρωση της δύσκολης κατάστασης των ελληνικών νοικοκυριών, σύμφωνα με το ΕΝΑ (Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών), με μισθό μέχρι 500 ευρώ ζει το 12,37% των εργαζομένων, με μισθό μέχρι 800 ευρώ ζει το 30,9% και μισθό μέχρι 1.000 ευρώ το 53,7% του συνόλου των, πράγμα που δείχνει ότι ο διάμεσος μισθός (ο μισθός που αμείβονται περισσότεροι από τους μισούς μισθωτούς) είναι κάτω από τα 1.000 ευρώ. Οι συνέπειες των προαναφερόμενων αποτυπώνονται στην ετήσια Έρευνα των Οικογενειακών Προϋπολογισμών για το 2023 της ΕΛΣΤΑΤ.

Η δαπάνη αυξήθηκε μεν, αλλά…
Σύμφωνα λοιπόν με την Έρευνα των Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2023 επί δείγματος 5.832 ιδιωτικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε σε 20.223,36 ευρώ (1.685,28 ευρώ τον μήνα), καταγράφοντας ετήσια αύξηση 5,3% (από 1.600,34 ευρώ τον μήνα) συγκριτικά με το 2022. Σε σταθερές τιμές η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 1,7% ή κατά 347,16 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, που σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή το 2023 ήταν 3,5%. Η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο ανήλθε στα 8.358,24 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 11,2% (841,92 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση με το 2022 (7.516,32 ευρώ). Ωστόσο, για να εκτιμηθεί ολοκληρωμένα η πορεία του επιπέδου κατανάλωσης των νοικοκυριών δεν αρκεί η σύγκριση μόνο με την περσινή χρονιά, αλλά απαιτείται η ένταξη των τρεχουσών δαπανών σε μια συγκριτική απεικονιστική σειρά με τις αντίστοιχες δαπάνες την περίοδο 2008-2023. Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της έρευνας για το 2023, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών πέρυσι ήταν μειωμένη κατά 13,9% συγκριτικά με το 2010 και κατά 20,5% συγκριτικά με το 2008! Οι περισσότερες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν συγκριτικά ποσοστιαία μείωση της μέσης δαπάνης [η μεγαλύτερη στα είδη ένδυσης-υπόδησης (-54,7%) και η μικρότερη στη στέγαση (-5,2%)], ενώ η μόνη κατηγορία που παρουσίασε αύξηση δαπανών ήταν των ειδών διατροφής (0,3%). Οι αποκλίσεις από το επίπεδο των δαπανών τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης είναι ακόμα τεράστιες, αν και σταδιακά –ιδιαίτερα μετά το 2020– μειώνονται. Δεν παύουν όμως να αποκαλύπτουν, συχνά με δραματικό τρόπο, τις ατελέσφορες προσπάθειες των νοικοκυριών να ανταποκριθούν στις αναγκαίες δαπάνες κοινωνικής αναπαραγωγής. Η επανάληψη αυτής της διαπίστωσης σε κάθε έρευνα τα τελευταία 16 χρόνια αποτυπώνει παραστατικά το μέγεθος του προβλήματος και κυρίως την αναποτελεσματικότητα των οικονομικών πολιτικών να ενισχύσουν τα εισοδήματα των νοικοκυριών, μέσω της ένταξής τους στο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Κατανομή των δαπανών
Το επίπεδο των δαπανών των νοικοκυριών για αγαθά και υπηρεσίες το 2023 καθόρισε και τον τρόπο κατανομής τους μεταξύ των βασικών κατηγοριών. Για ακόμη μία χρονιά το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορούσε τα τρόφιμα και τα μη οινοπνευματώδη ποτά (20,7%). Ακολούθησαν η στέγαση (14,1%) κι οι μεταφορές (13,1%), ενώ οι χαμηλότερες τιμές αφορούσαν τις υπηρεσίες εκπαίδευσης και τα οινοπνευματώδη ποτά-καπνό (3,4%). Σε ό,τι αφορά τα έξοδα για είδη διατροφής συγκριτικά με την έρευνα του 2022 διαπιστώνονται μεγάλες αυξήσεις της μέσης μηνιαίας δαπάνης, κυρίως λόγω των μεγάλων ανατιμήσεων, στα έλαια και λίπη (11,9%), σε ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι, σιρόπια, σοκολάτες (9,8%), στα φρούτα (7,2%), στα λαχανικά (6,6%), στα γαλακτοκομικά και τα αυγά (6,6%), σε μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμούς φρούτων και λαχανικών (6,1%), στα λοιπά είδη διατροφής (6%), στο κρέας (3,3%) και σε αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (1,2%), ενώ μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές) διαπιστώθηκε στα ψάρια (-3,9%) και σε καφέ, τσάι και κακάο (-1,2). Ωστόσο, ίσως το πιο ανησυχητικό εύρημα της φετινής έρευνας, αλλά ταυτόχρονα δηλωτικό της πραγματικής κατάστασης των νοικοκυριών, είναι πως η αύξηση της δαπάνης συνδυάστηκε με μείωση της μέσης μηνιαίας κατανάλωσης ειδών διατροφής-οινοπνευματωδών ποτών και καπνού, μεταξύ 2022 και 2023. Σε όλες τις κατηγορίες της ομάδας ειδών διατροφής και οινοπνευματωδών ποτών διαπιστώθηκαν μειώσεις: Ελαιόλαδο -13,6%, οινοπνευματώδη ποτά -12,7%, ψάρια -11,8%, ρύζι -10,7%, τυρί -6,1%, κρέας -6,1%, αυγά -5,3%, γάλα -5,2%, ζυμαρικά -5,2%, ψωμί-είδη αρτοποιίας -4,3%, φρούτα -4%, λαχανικά -3,4%, τσιγάρα -2,5% και γιαούρτι -1,1%. Η συμπεριφορά των νοικοκυριών ήταν ορθολογική αναφορικά με την επιλογή ενεργειακής πηγής, αφού επέλεξαν να καταναλώνουν τις συγκριτικά φτηνότερες. Έτσι, η μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που καταναλώθηκε πέρυσι στην κύρια κατοικία αυξήθηκε κατά 11,7% στο υγραέριο και κατά 7,2% στο φυσικό αέριο, ενώ μειώθηκε κατά 9,2% στην ηλεκτρική ενέργεια, κατά 4,2% στα υγρά καύσιμα και κατά 3,8% στα στερεά καύσιμα (καυσόξυλα, παλέτες, πυρήνας κ.ά.).

Οι μεγαλύτερες αυξητικές μεταβολές δαπανών συγκριτικά με το 2022 παρουσιάστηκαν στις κατηγορίες «εστιατόρια, καφενεία, ξενοδοχεία» (15,9%) και «αναψυχή» και «πολιτισμός» (7%), πράγμα δηλωτικό τόσο της ανατίμησης των υπηρεσιών τους όσο και της σημασίας τους για τη ζήτηση, ενώ η σημαντική ποσοστιαία αύξηση των δαπανών υγείας (6,3%) μαρτυρά αφενός τη μείωση της κρατικής συμμετοχής σε αυτές και αφετέρου την ανάγκη των νοικοκυριών για περισσότερες και ποιοτικά καλύτερες υπηρεσίες υγείας.

Πρότυπα κατανάλωσης
Ο τρόπος κατανομής των μηνιαίων κατηγοριών δαπανών των νοικοκυριών για αγαθά και υπηρεσίες δημιουργεί διαφορετικά πρότυπα κατανάλωσης, που κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τον τύπο του νοικοκυριού ή τον βαθμό αστικότητας ή την περιφέρεια. Το γενικό συμπέρασμα είναι πως η μεγαλύτερη δαπάνη στους περισσότερους τύπους νοικοκυριών αφορούσε τα είδη διατροφής, με την εξαίρεση των μονογονεϊκών νοικοκυριών με ένα ή περισσότερα παιδιά έως και 16 ετών και των ατομικών νοικοκυριών προσώπων ηλικίας μέχρι 65 ετών, που δαπάνησαν τα περισσότερα για τη στέγασή τους. Τα νοικοκυριά του ενός ατόμου ηλικίας 65 ετών και άνω δαπανούν κατά μέσο όρο το 50,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ τα νοικοκυριά του ενός ζευγαριού με δύο παιδιά έως 16 ετών δαπανούν κατά μέσο όρο το 161,6% της μέσης μηνιαίας δαπάνης, τα νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο δαπανούν κατά μέσο όρο το 70,8%, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς το 236,3% της μέσης μηνιαίας δαπάνης.

Η μέση μηνιαία δαπάνη διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του υπευθύνου του νοικοκυριού. Στο πλαίσιο αυτό, τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 35-44 ετών δαπάνησαν κατά μέσο όρο περισσότερο. ειδικότερα, τα νοικοκυριά αυτά δαπάνησαν κατά μέσο όρο το 127,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας (έναντι 132,2% το 2022), ενώ τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω είχαν τη μικρότερη ποσοστιαία συμμετοχή (60,9%) το 2023 (έναντι 59,7% το 2022). Ανάλογα με τον βαθμό αστικότητας τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπάνησαν το 2023 κατά μέσο όρο 1.386,73 ευρώ το μήνα, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές, 1.769,24 ευρώ. Αναλυτικότερα, τα νοικοκυριά της Περιφέρειας Αττικής δαπάνησαν κατά μέσο όρο το 115,3% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ εκείνα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος το 69,5% αυτής. Το 2023 σε σύγκριση με το 2022 τα νοικοκυριά της Περιφέρειας Πελοποννήσου αύξησαν τις δαπάνες του κατά μέσο όρο 13,6%, ενώ εκείνα της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, κατά 12,6%. Μείωση κατά 2,9% παρατηρήθηκε στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.

Συνθήκες διαβίωσης, ανισότητες και κίνδυνος φτώχειας
Σύμφωνα με την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2023 (με περίοδο αναφοράς του εισοδήματος το 2022), ο δείκτης S80/S20 αυξήθηκε κατά 0,03 ποσοστιαίες μονάδες (συγκριτικά με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2021) και ανήλθε σε 5,28, δηλαδή το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν 5,28 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Οι διαφορές στα εισοδήματα καθορίζουν διαχρονικά και τις διαφορές στις καταναλωτικές δαπάνες. Σύμφωνα με την έρευνα των Οικογενειακών Προϋπολογισμών, το 2023 το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (έναντι 5,39 το 2022). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,49, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη) έναντι 4,21 το 2022. Επιπλέον, τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους συγκριτικά με το 2022 κατά 8,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού, κατά 15,7%. Τέλος, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανήλθε στο 33,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανήλθε στο 13,5%.

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, o πληθυσμός που βρέθηκε σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 2023 ανήλθε στο 26,1% του πληθυσμού της χώρας (2.658.400 άτομα), παρουσιάζοντας μείωση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022 (26,3%). Επιπλέον, το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον επτά από έναν κατάλογο δεκατριών αγαθών και υπηρεσιών (ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις-«Ευρώπη 2030») ανήλθε σε 13,5%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον τέσσερα από έναν κατάλογο εννιά αγαθών και υπηρεσιών (ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές στερήσεις-«Ευρώπη 2020») ανήλθε σε 16,6%. Σύμφωνα με την ΕΟΠ, το 2023 ο κίνδυνος φτώχειας απείλησε το 18,7% του πληθυσμού της χώρας, εφόσον στον υπολογισμό του δείκτη ληφθεί υπόψιν μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (έναντι 17,4% το 2022), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,8% του πληθυσμού (13,4% το 2022), εφόσον ληφθούν υπόψιν όλες οι καταναλωτικές δαπάνες ανεξαρτήτως του τρόπου κτήσεως των αγαθών (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.ά.).

Συνοψίζοντας, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές το 2023 ανήλθε στα 20.223,36 ευρώ (1.685,28 το μήνα), αυξημένη σε τρέχουσες τιμές κατά 5,3% συγκριτικά με το 2022, το 50% των νοικοκυριών δαπάνησαν περισσότερα από 1.315 ευρώ το μήνα, ενώ τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπάνησαν το 16,8% του προϋπολογισμού τους κατά μέσο όρο για ενοίκιο. Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 23.325,96 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 14.052,24 ευρώ. Επίσης, το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής, μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανήλθε στο 55,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανήλθε στο 24,8%. Ενταγμένη στη χρονική ακολουθία η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2023 διαπιστώθηκε ότι ήταν μειωμένη κατά 20,5% συγκριτικά με το 2008. Εν κατακλείδι, αν και οι τιμές των μέσων μηνιαίων δαπανών πέρυσι ήταν αυξημένες συγκριτικά με το 2022, η κατάσταση των νοικοκυριών σε πραγματικούς όρους χειροτέρεψε εξαιτίας της ανεπάρκειας των εισοδημάτων σε σχέση με τα επίπεδα των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών, ενώ η ανισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών νοικοκυριών διευρύνθηκε περαιτέρω.