Τα ελληνικά νοικοκυριά πέρυσι δαπάνησαν περισσότερα χρήματα για ν’ αγοράσουν μικρότερες ποσότητες βασικών ειδών διατροφής και ενεργειακών αγαθών, δηλαδή στην πλειονότητά τους αδυνατούν να τα καταναλώσουν στις ποσότητες που τους εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση.

Η σύγκριση με το παρελθόν εξακολουθεί να είναι απογοητευτική, καθώς η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών της χώρας είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη του 2008 κατά 24,5%,
σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ετήσιας Έρευνας των Οικογενειακών Προϋπολογισμών το 2022 της ΕΛΣΤΑΤ.

Οι επιπτώσεις των διαδοχικών κρίσεων μεταξύ 2008 και 2022 άφησαν διακριτό αποτύπωμα στα εισοδήματα, την απασχόληση και την οικονομία διεθνώς. Το 2021 οι οικονομικοί ταγοί θεώρησαν πως η ανάκαμψη από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας είχε ξεκινήσει. Όμως το 2022 διέψευσε τις προσδοκίες τους, αφού ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, η εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού και η υιοθέτηση αυστηρής νομισματικής πολιτικής εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών αποτέλεσαν τους παράγοντες που διαμόρφωσαν ένα παγκόσμιο περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας.

Παρ’ όλα αυτά η ελληνική οικονομία διατήρησε την αναπτυξιακή δυναμική της το 2022 (ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ 5,9% έναντι 8,4% το 2021). Σε σταθερές τιμές το ΑΕΠ το 2022 ανήλθε στα 192.067 εκατ. ευρώ (208.029 εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές) έναντι 181.343 εκατ. ευρώ το 2021 (181.675 εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές), στηριγμένο κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και δευτερευόντως στις επενδύσεις. Από την άλλη πλευρά, ο γενικός πληθωρισμός επιταχύνθηκε πολύ το 2022 εξαιτίας της μεγάλης ανόδου των διεθνών τιμών της ενέργειας, μειώνοντας το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών και υπονομεύοντας τις προοπτικές της οικονομίας. Συγκεκριμένα, το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 7,4% το 2022 σε σχέση με το 2021, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε οριακά (-0,1%). Οι συνέπειες των προαναφερόμενων μεταβολών, ενσωματωμένες στη ζωή των νοικοκυριών, αποτυπώθηκαν στην ετήσια Έρευνα των Οικογενειακών Προϋπολογισμών για το 2022 (ΕΟΠ 2022) της ΕΛΣΤΑΤ.

ΕΟΠ 2022
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ΕΟΠ 2022 επί δείγματος 6.196 ιδιωτικών νοικοκυριών, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε στα 19.204,08 ευρώ (1.600,34 ευρώ το μήνα), καταγράφοντας αύξηση σε τρέχουσες τιμές 12,7% συγκριτικά με το 2021. Αντίστοιχα, σε σταθερές τιμές του 2021 η μέση ετήσια δαπάνη ανήλθε στα 18.366,40 ευρώ, αυξημένη κατά 4,6% σε σχέση με το έτος βάσης ή κατά 837,68 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του 2022, που ήταν 7,2%. Η μέση ετήσια δαπάνη ανά άτομο το 2022 ανήλθε στα 7.516,32 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 12,7% (847,32 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση με το 2021 (6.669 ευρώ).

Ωστόσο, για να εκτιμηθεί σωστά το επίπεδο κατανάλωσης των νοικοκυριών δεν αρκεί η σύγκριση απλώς με τις τρέχουσες τιμές της περσινής χρονιάς, αλλά με όλων των ετών από το 2008. Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 2022 η μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών σε σχέση με το 2008 (2.120,40 ευρώ) ήταν της τάξης του 24,5% και σε σχέση με το 2010 (1.956,41 ευρώ) της τάξης του 18,2%. Οι τεράστιες αποκλίσεις του ύψους δαπανών μόλις σε μια δεκαπενταετία σκιαγραφούν τις προσπάθειες των νοικοκυριών να αντιπαρέρχονται πρώτα την οικονομική κρίση, μετά την ισχνή ανάκαμψη των επόμενων χρόνων και κατόπιν τις οικονομικές επιπτώσεις αφενός της υγειονομικής κρίσης και αφετέρου της γεωπολιτικής (ρωσο-ουκρανικός πόλεμος) και ενεργειακής κρίσης τη διετία 2021-2022, που αποχαλίνωσαν τον πληθωρισμό. Αποτυπώνονται δε στην κατανομή των δαπανών τους.

Κατανομή των δαπανών
Οι υψηλότερες δαπάνες του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών το 2022, σε τρέχουσες τιμές, αφορούν τα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,9%), τη στέγαση (14,5%) και τις μεταφορές (13,3%), ενώ οι χαμηλότερες (3,4%) αφορούν τις υπηρεσίες εκπαίδευσης. Αναλυτικότερα, η αύξηση της μηνιαίας δαπάνης συγκριτικά με το 2021 κατευθύνθηκε προς εστιατόρια, καφενεία, ξενοδοχεία κατά 30,9%, στην αναψυχή και στον πολιτισμό κατά 30,3% και στις μεταφορές κατά 17,8%. Η μεγαλύτερη θετική μεταβολή στην ποσοστιαία συμμετοχή των διαφόρων δαπανών σε σταθερές τιμές 2022 σε σχέση με την έρευνα του 2021 διαπιστώθηκε στις δαπάνες για εστιατόρια, καφενεία, ξενοδοχεία (1,4%), ενώ η μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση συμμετοχής διαπιστώθηκε στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (-1,1%). Βεβαίως, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά συγκριτικά με την προηγούμενη έρευνα (2021), διαπιστώθηκε μια αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές) στο κρέας κατά 11,1%, στα λαχανικά κατά 10%, στα είδη διατροφής κατά 9,9% κ.ά., ενώ οι αντίστοιχες μειώσεις αφορούσαν ζάχαρη, σιρόπια, σοκολάτες (-0,3%) και καφέ-τσάι-κακάο (-0,1%).

Σε σχέση με το 2008 η μείωση των μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών για αγαθά και υπηρεσίες, σε τρέχουσες τιμές, αφορά όλες τις κατηγορίες. Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε στη δαπάνη για είδη ένδυσης-υπόδησης (-55,7%) και η μικρότερη στα είδη διατροφής και τα μη οινοπνευματώδη ποτά (-4,0%). Οι μεταβολές αυτές διατηρήθηκαν σε παρόμοια επίπεδα μέχρι και το 2021 και ήταν αναμενόμενες, αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία του τμήματος μελετών συστημικής τράπεζας, οι πραγματικές αμοιβές ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα, μετά τις απώλειες που υπέστησαν την περίοδο 2010-2014 (-20,1% σε τρέχουσες τιμές και -25,1% σε σταθερές), παρέμειναν κατά μέσο όρο στάσιμες μεταξύ 2015 και 2020, ενώ, μετά την αύξησή τους κατά 1,9% το 2021, συρρικνώθηκαν κατά 7,1% το 2022. Συνεπώς μεταξύ 2008 και 2022 η καταγραφόμενη τάση στις αγορές βασικών κατηγοριών προϊόντων και υπηρεσιών ως ποσοστό της μέσης μηνιαίας δαπάνης επί του οικογενειακού προϋπολογισμού δείχνει αύξηση στα βασικά αγαθά για την κοινωνική αναπαραγωγή (κατά 4,5% στα είδη διατροφής, 2,7% στη στέγαση, 0,9% στην υγεία, 0,4% στα οινοπνευματώδη ποτά και 0,3% στην εκπαίδευση). Αντίθετα, μείωση ποσοστών διαπιστώθηκε στην ένδυση-υπόδηση (3,4%), στα διαρκή αγαθά (2,6%) και στα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (1,6%).

Τα πρότυπα κατανάλωσης
Η κατανάλωση του κοινωνικά παραγόμενου προϊόντος αφορά την εξυπηρέτηση των ατομικών αναγκών, τα δε πρότυπα κατανάλωσης προσδιορίζουν τον τρόπο και το επίπεδο ικανοποίησής τους. Σύμφωνα με την ΕΟΠ 2022, τη μεγαλύτερη μέση μηνιαία δαπάνη αποσπούν τα είδη διατροφής και τα μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ ακολουθούν οι δαπάνες για στέγαση και μεταφορές.

Διαφορετικά πρότυπα κατανάλωσης παρατηρούνται ανάλογα με τον τύπο του νοικοκυριού. Ειδικότερα, τα μονομελή νοικοκυριά ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω δαπανούν κατά μέσο όρο το 45,9% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας ή 734,39 ευρώ, ενώ τα νοικοκυριά που αποτελούνται από το ζεύγος κι ένα παιδί έως 16 ετών δαπανούν κατά μέσο όρο το 149% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας. Ανάλογα με τη θέση στην εργασία του υπεύθυνου του νοικοκυριού η μέση μηνιαία δαπάνη του μισθωτού σταθμίστηκε στα 1.600,34 ευρώ, του αυτοαπασχολούμενου με μισθωτούς σε 2.016,41 ευρώ, του αυτοαπασχολούμενου χωρίς μισθωτούς σε 1.771,09 ευρώ, ενώ του οικονομικά μη ενεργού ή άνεργου σταθμίστηκε στα 1.125,15 ευρώ.

Ανάλογα με την ηλικία του υπευθύνου του νοικοκυριού, τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 35-44 ετών δαπανούν κατά μέσο όρο το μεγαλύτερο ποσό (2.114,94 ευρώ), ενώ με υπεύθυνο από 75 ετών και άνω δαπανούν το λιγότερο (955,39 ευρώ). Επιπλέον, ανάλογα με τον βαθμό αστικότητας τα νοικοκυριά των αγροτικών περιοχών δαπανούν κατά μέσο όρο 1.322,53 ευρώ το μήνα, αρκετά λιγότερα (21,2%) από τα 1.677,66 ευρώ που δαπανούν τα νοικοκυριά των αστικών περιοχών. Επίσης, σύμφωνα με τις περιφερειακές διαιρέσεις, τα νοικοκυριά που εδρεύουν στην Περιφέρεια Αττικής δαπανούν κατά μέσο όρο το 116,2% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ εκείνα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας δαπανούν αντίστοιχα το 72%. Συμπερασματικά, τα νοικοκυριά που ζορίζονται περισσότερο να ανταπεξέλθουν στις δαπάνες επιβίωσης, τουλάχιστον στην πλειονότητά τους, είναι αυτά με υπεύθυνο άνεργο ή μισθωτό, εκείνα που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με ένα παιδί και τα νοικοκυριά των ηλικιωμένων, ενώ η έντονη είναι η διαφορά του επιπέδου κατανάλωσης μεταξύ νοικοκυριών της επαρχίας και των αστικών κέντρων.

Κατανάλωση ποσοτήτων και ποιότητα ζωής
Όσο περισσότερο η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών μιας κοινωνίας κι οι σχετικές μεταβολές της αναφέρονται στις βασικές για την κοινωνική αναπαραγωγή κατηγορίες αγαθών, τόσο πιο προφανή γίνονται η οικονομική στενότητα των νοικοκυριών, η ανισότητα κι ο υψηλός κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Όπως προαναφέρθηκε, το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά τα είδη διατροφής (20,9%). Το έτσι ή αλλιώς ασθενικό διαθέσιμο εισόδημα της συντριπτικής πλειονότητας των νοικοκυριών το 2022 δοκιμάστηκε επιπλέον από τον υψηλό πληθωρισμό, με αποτέλεσμα –πέραν της αύξησης των δαπανών– τη μείωση των αγοραζόμενων ποσοτήτων ειδών διατροφής. Συγκεκριμένα, συγκριτικά με το 2021 μειώσεις ποσοτήτων διαπιστώθηκαν σε ελαιόλαδο (-10,8%), γιαούρτι (-7%), ψάρια (-6,7%), γάλα (-5,5%), φρούτα (-4,2%), κρέας (-2,2%), τυριά (-2%), ψωμί (-1,5%), ζυμαρικά (-1,3%), λαχανικά (-1,3%) και ρύζι (-1,1%). Μειώσεις καταγράφηκαν και στη μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που καταναλώθηκε στις κύριες κατοικίες των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, η ηλεκτρική ενέργεια μειώθηκε κατά 11,5%, το υγραέριο κατά 11,1% και τα υγρά καύσιμα κατά 1,4%, ενώ καταγράφηκε αύξηση 37% στην κατανάλωση καυσόξυλων, πέλετ και άλλων φτηνών και πιο ρυπογόνων καύσιμων υλών.

Συνθήκες διαβίωσης
Μικροδιαφορές σε σχέση με το 2021 διαπίστωσε η ΕΟΠ 2022 αναφορικά με το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών, που σχετίζεται με τις μεταβολές στην κατοχή ή την πρόσβαση σε αγαθά άνεσης στις κύριες κατοικίες τους. Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι η μόνη αρνητική μεταβολή αφορά το ποσοστό των νοικοκυριών που χρησιμοποιούν κεντρική θέρμανση, έπεσε από το 57,9% το 2021 στο 56,8% το 2022, πράγμα δηλωτικό των δυσκολιών διαβίωσης που εξακολουθούν να βασανίζουν τα νοικοκυριά μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων χρόνων.

Ανισότητα και κίνδυνος φτώχειας
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ΕΟΠ 2022, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 17,4% του πληθυσμού της Ελλάδας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως των αγαθών την αγορά (17,1% το 2021), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,4% του πληθυσμού (12,2% το 2021), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης των αγαθών. Σύμφωνα με την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών το 2022 της ΕΛΣΤΑΤ (βάσει των εισοδημάτων του 2021 και της αναθεώρησης του ορισμού), η φτώχεια «αγκάλιασε» το 26,3% του πληθυσμού της χώρας ή διαφορετικά 2.722.000 άτομα, μέγεθος κατά 2% μικρότερο του σταθμισμένου το 2021 (28,3%). Το «κατώφλι της φτώχειας» σταθμίστηκε στα 5.712 ευρώ ετησίως (476 ευρώ τον μήνα) για μονοπρόσωπα νοικοκυριά και σε 11.995 ευρώ (1.000 ευρώ τον μήνα) για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 9.520 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 18.563 ευρώ. Βάσει των προαναφερθέντων, τα νοικοκυριά που βρέθηκαν πέρυσι σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 742.235 σε σύνολο 4.049.102 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.945.199 στο σύνολο των 10.399.329 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιοί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.

Σύμφωνα με τις συμπληρωματικές έρευνες του πεδίου Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της ΕΛΣΤΑΤ και συγκεκριμένα σύμφωνα με την έρευνα για την εισοδηματική ανισότητα, αναδείχθηκε ότι το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού έχει 5,3 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20%. Επίσης, το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα κατέχει το 10,3% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος (άνοδος 0,7% συγκριτικά με το 2021), το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα κατέχει το 45,3% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος (μείωση 0,4% συγκριτικά με το 2021) και το 50% του πληθυσμού μεσαίου εισοδήματος κατέχει το 44,4% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος (μείωση 0,2% συγκριτικά με το 2021).

Αναφορικά με την έρευνα για τις υλικές στερήσεις, η ΕΛΣΤΑΤ διαπίστωσε πως το 73% των φτωχών και το 28,4% των μη φτωχών νοικοκυριών δυσκολεύθηκαν να καλύψουν τις ανάγκες τους με το μηνιαίο ή το εβδομαδιαίο εισόδημά τους. Επιπλέον, το 50,7% των φτωχών και το 30,1% των μη φτωχών νοικοκυριών δυσκολεύτηκαν στην εξόφληση των λογαριασμών ενέργειας και νερού. Αντίστοιχα το 38,7% των φτωχών και το 14,1% των μη φτωχών δήλωσαν αδυναμία χρήσης ικανοποιητικής θέρμανσης, το 60,9% των φτωχών και το 24,7% των μη φτωχών νοικοκυριών δυσκολεύθηκαν πολύ στην αποπληρωμή των δανείων τους κ.ά. Αξιοποιώντας δε το όριο φτώχειας του 2008 και σταθμίζοντας τα εισοδήματα ως προς την αγοραστική τους δύναμη, διαπιστώνεται πως η φτώχεια το 2022 παρουσίασε δραματική επιδείνωση, με τον κίνδυνο φτώχειας να αγγίζει όχι το 18,8% αλλά το 32% του πληθυσμού.

Συμπερασματικά, τα ελληνικά νοικοκυριά το 2022 δαπάνησαν περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν μικρότερες ποσότητες των βασικών ειδών διατροφής και των ενεργειακών αγαθών. Δηλαδή στην πλειονότητά τους τα νοικοκυριά αδυνατούν να καταναλώσουν αγαθά του κοινωνικού πλούτου στις ποσότητες που τους εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή διαβίωση, αφού ο πληθωρισμός εκτινάσσει τις τιμές των προϊόντων και της ενέργειας στα ύψη. Η κατάσταση αυτή διεύρυνε τις ανισότητες μεταξύ φτωχότερων και πλουσιότερων νοικοκυριών, ενώ διαχρονικά παγιώνεται μια συνθήκη φτωχοποίησης της πλειονότητας των νοικοκυριών. Η σύγκριση με το παρελθόν εξακολουθεί να είναι απογοητευτική, αφού η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών στην Ελλάδα παραμένει χαμηλότερη από την αντίστοιχη του 2008 κατά 25% ή κατά 520 ευρώ, επιβεβαιώνοντας ότι οι πληγές των πολιτικών της «εσωτερικής υποτίμησης» την εποχή της οικονομικής χρεοκοπίας της χώρας παραμένουν ανεπούλωτες.