Χαμηλές τιμές, μεγάλη ποικιλία προϊόντων,δώρα και προσφορές για κάθε αγορά και τεράστιοι χώροι πάρκινγκ είναι τα "βαριά όπλα" των μεγάλων αλυσίδων, σύμφωνα με τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας που πραγματοποίησε η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου στην Χαλκίδα, με θέμα "τις επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης από την εγκατάσταση και λειτουργία υπεραγορών λιανικού εμπορίου". Οπως διαπιστώνεται στην έρευνα την επεκτατική πολιτική των μεγάλων αλυσίδων στα μικρά αστικά κέντρα της περιφέρειας διευκολύνουν η έλλειψη σχεδίων χρήσης γης, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τις υπεραγορές, που χαρακτηρίζεται αναποτελεσματικό από τις συνδικαλιστεικές οργανώσεις των εμπόρων, καθώς και η "χαλαρή" εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Χαμηλές τιμές, μεγάλη ποικιλία προϊόντων, δώρα και προσφορές για κάθε αγορά, τεράστιοι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων. Αυτά είναι τα «βαριά όπλα» των μεγάλων αλυσίδων στην «έφοδό» τους για την κατάκτηση και της ελληνικής υπαίθρου μετά την «άλωση» των αγορών των μεγαλουπόλεων. Την επεκτατική πολιτική τους διευκολύνουν η έλλειψη σχεδίων χρήσης γης, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τις υπεραγορές που χαρακτηρίζεται αναποτελεσματικό από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εμπόρων, καθώς επίσης και η «χαλαρή» εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Κι οι μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις; Προσπαθούν να «ξορκίσουν το κακό» με αμυντικές πρακτικές, ζητώντας από την πολιτεία τη λήψη διοικητικών μέτρων, όπως αυστηρότερο έλεγχο τιμών, περιορισμό της έκτασης των υπερκαταστημάτων στις μικρές τοπικές αγορές, ενεργοποίηση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας κλπ.
Τα παραπάνω είναι τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας που πραγματοποίησε η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) στη Χαλκίδα, με θέμα τις «επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης από την εγκατάσταση και λειτουργία υπεραγορών λιανικού εμπορίου».
Οι ερευνητές επέλεξαν τη Χαλκίδα για την έρευνά τους, θεωρώντας την ως μία τυπική μέτριου μεγέθους επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, με περιορισμένο καταναλωτικό κοινό. Θέλησαν, λοιπόν, να διερευνήσουν τους λόγους του αυξημένου ενδιαφέροντος που δείχνουν τα τελευταία χρόνια οι μεγάλες αλυσίδες για επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε τέτοιες πόλεις, τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στις τοπικές κοινωνίες η λειτουργία υπεραγορών και η περαιτέρω συγκέντρωση του λιανικού εμπορίου σε λίγα χέρια, η μετατόπισή του πολλές φορές έξω από το ιστορικό κέντρο αυτών των πόλεων, αλλά και το βάθος των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στις συνήθειες του καταναλωτικού κοινού της ελληνικής επαρχίας.
Η Χαλκίδα δεν ήταν καθόλου τυχαία επιλογή, καθώς εδώ τα φαινόμενα συγκεντροποίησης του εμπορίου είναι ιδιαίτερα έντονα. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Μητρώου Επιχειρήσεων της ΕΣΥΕ, την πενταετία 1995-2000 έκλεισαν περισσότερα από τα μισά παντοπωλεία που λειτουργούσαν στην πρωτεύουσα της Εύβοιας (από τα 116 έμειναν μόνο τα 52). Το ίδιο διάστημα τα σούπερ μάρκετ σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν και από 5 το 1995 έφτασαν τα 46 το 2000. Δηλαδή, στη Χαλκίδα, μία πόλη μετρίου μεγέθους για τα ελληνικά δεδομένα, με 47.500 κατοίκους (απογραφή ΕΣΥΕ), αντιστοιχεί σχεδόν ένα σούπερ μάρκετ σε κάθε 1.000 κατοίκους!
Ραγδαίες αλλαγές
Εξάλλου, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΕΣΕΕ, οι καταναλωτικές συνήθειες αλλάζουν ραγδαία τα τελευταία χρόνια και μαζί αλλάζει το προφίλ και η δομή του λιανεμπορίου στη χώρα μας. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, τα τελευταία 15-20 χρόνια ο αριθμός των παντοπωλείων περιορίστηκε από 80.000 σε 25.000 (έκλεισαν περίπου το 70% των καταστημάτων του είδους), τα οποία λειτουργούν σε απομακρυσμένες συνοικίες των πόλεων και σε χωριά.
Το ζητούμενο της έρευνας ήταν να δείξει πόσο βαθιές είναι οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες στην επαρχία και πόσο επιδρούν σε αυτές η επέκταση των αλυσίδων στα μικρά αστικά κέντρα. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις απαντήσεις των νοικοκυριών της ευβοϊκής πρωτεύουσας που έλαβαν μέρος στην έρευνα είναι εντυπωσιακά:
- Το 54% των καταναλωτών προτιμά να αγοράζει τα είδη διατροφής από τα σούπερ μάρκετ, ενώ σε ποσοστό μόλις 22% επιμένουν στο παραδοσιακό παντοπωλείο.
- Επίσης, η πλειονότητα των καταναλωτών αγοράζει από τα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα τα είδη καθαρισμού (το 67%), τα καλλυντικά (το 73%) και τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά (το 68%).
- Αντίθετα, σε ποσοστό 79% οι καταναλωτές προτιμούν να αγοράζουν τα είδη ένδυσης και υπόδησης από τα μικρά καταστήματα, ενώ τα μικρού μεγέθους καταστήματα φαίνεται να απορροφούν το 87% της κατανάλωσης στα είδη κιγκαλερίας και το 81% στα είδη ελευθέρου χρόνου. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των κλάδων είναι ο μεγάλος κατακερματισμός τους και τα μικρά μερίδια των αλυσίδων σε πανελλαδικό επίπεδο.
Ο ανταγωνισμός των τιμών (74%) και η πληθώρα των προϊόντων (90%) φαίνεται ότι είναι οι κυριότεροι λόγοι που έχουν στρέψει την πλειονότητα των καταναλωτών προς τα πολυκαταστήματα. Αρνητικά αξιολογήθηκε από τους καταναλωτές η «απρόσωπη κατανάλωση» που προωθείται σε αυτά, ενώ ως μεγαλύτερο μειονέκτημα των πολυκαταστημάτων εμφανίζεται η εξυπηρέτηση των πελατών (45%).
Αντίθετα, η «προσωποποιημένη κατανάλωση» και η εξυπηρέτηση αξιολογούνται ως το σημαντικότερο πλεονέκτημα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (91%), ενώ σημαντικό ποσοστό του δείγματος (84%) αξιολογεί θετικά την ποιότητα των προϊόντων που προμηθεύονται από τα μικρά καταστήματα. Επίσης, θετικά αξιολογείται η συνεισφορά των μικρών επιχειρήσεων στην τόνωση της τοπικής αγοράς (84%) και στις νέες θέσεις εργασίας που προσφέρουν (42%).
Η υπεροχή των αλυσίδων στις τιμές και την ποικιλία «αποτελούν ήδη βασικές παραμέτρους που προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της καταναλωτικής συμπεριφοράς μιας σημαντικής μερίδας των νοικοκυριών», υπογραμμίζουν οι ερευνητές. Από την άλλη μεριά εκτιμούν ότι «τίποτε δεν διασφαλίζει ότι στο μέλλον τα στοιχεία όπου πλεονεκτούν περισσότερο οι ΜΜΕ θα εξακολουθούν να αποτελούν αποκλειστικά γνωρίσματά τους, καθώς τα περισσότερα είναι κυρίως υποκειμενικού χαρακτήρα (πχ ποιότητα, φήμη). Υπάρχουν τρόποι μεταστροφής των αντιλήψεων αυτών -πχ οργανωμένο μάρκετινγκ, το οποίο μια υπεραγορά μπορεί να υλοποιήσει με καλύτερες προϋποθέσεις από μια ΜΜΕ».
Ρυθμιστές τα νέα πρότυπα κατανάλωσης
Η έρευνα στα νοικοκυριά της Χαλκίδας ανέδειξε σημαντικές διαφοροποιήσεις στα πρότυπα κατανάλωσης. Κύριοι διαχωριστικοί παράγοντες αποτελούν το επίπεδο εκπαίδευσης και η ηλικία των ερωτώμενων. Η διαφοροποίηση αυτή, τονίζουν οι ερευνητές, αντικατοπτρίζει δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας (διάρθρωση αγοράς εργασίας, ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας κλπ). Όμως «τα χαρακτηριστικά αυτά αναδεικνύονται σε ρυθμιστές των προοπτικών των εμπορικών επιχειρήσεων και θα πρέπει να μελετηθούν σε βάθος και να αξιολογηθούν από τους επιχειρηματίες και τους φορείς χάραξης της πολιτικής».
Πιο συγκεκριμένα:
- Τα άτομα με ανώτατη μόρφωση προτιμούν σε ποσοστό 74% να αγοράζουν τα είδη διατροφής από τα μεγάλα καταστήματα. Αντίθετα, το 40% των απόφοιτων γυμνασίου αγοράζουν τα είδη διατροφής από τα μικρά και μεσαία καταστήματα. Η ομάδα των ατόμων με ανώτατη εκπαίδευση δείχνει επίσης εντονότερη προτίμηση, 85%, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ομάδες όσον αφορά την προμήθεια των ειδών καθαρισμού από τα πολυκαταστήματα.
- Σε ό,τι αφορά τη «δυναμική» της κατανάλωσης των επιμέρους ομάδων με διαφορετικό επίπεδο εκπαίδευσης, καταγράφηκε εντονότερη στροφή της κατανάλωσης σε μικρά καταστήματα στους απόφοιτους λυκείου από τις άλλες ομάδες. Οι απόφοιτοι δημοτικού και γυμνασίου είναι εκείνοι που στρέφονται λιγότερο προς τα μικρά καταστήματα, αλλά ταυτόχρονα και αυτοί που δηλώνουν περισσότερο από τις άλλες ομάδες ότι έχουν μειώσει την κατανάλωση από τα μικρά και μεσαία καταστήματα.
Τα αποτελέσματα αυτά, τονίζουν οι ερευνητές, αποτυπώνουν δύο διαφορετικές αλλά ισότροπες τάσεις:
- Η «ορθολογική» τάση -των καλά πληροφορημένων για την κατάσταση στην αγορά καταναλωτών (με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και νέοι στην ηλικία)- φαίνεται να στρέφεται προς τα πολυκαταστήματα γιατί προσφέρουν «μεγάλη ποικιλία» και «καλές τιμές».
- Στα καταστήματα αυτά στρέφονται όμως και οι «αδύναμοι» της αγοράς (καταναλωτές με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και μεγαλύτεροι στην ηλικία), εξαιτίας πιθανόν του περιορισμένου διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Ενισχυτικό των τάσεων για τη διαμόρφωση των δύο εξαιρετικά διαφοροποιημένων καταναλωτικών ομάδων στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας είναι η ροπή των συνταξιούχων (το 58%) και εν μέρει των ανέργων και των ατόμων που ζητούν εργασία (20% και 29% αντίστοιχα) για αγορές των ειδών διατροφής και των διαρκών καταναλωτικών προϊόντων από μικρά και μεσαία καταστήματα. Προφανώς η εν λόγω ομάδα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις προϋποθέσεις της επίσημης καταναλωτικής πίστης και στρέφεται στα μικρότερα καταστήματα και σε άτυπες μορφές καταναλωτικής πίστης (στο «βερεσέ», στο «τεφτέρι» του μπακάλη).
Τα αποτελέσματα αυτά της έρευνας, τονίζει η ΕΣΕΕ, αναδεικνύουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η μικρή και μεσαία επιχείρηση στην «τοπική κοινωνία» και ιδιαίτερα σε μειονεκτικές ομάδες του πληθυσμού.
Η επιθετική στρατηγική της υπεραγοράς
Γιατί μια μεγάλη αλυσίδα να επιλέξει μια μέτρια σε πληθυσμό πόλη, όπως είναι η Χαλκίδα, για να ιδρύσει ένα τεραστίων διαστάσεων κατάστημα; Γιατί να πραγματοποιήσει μια τόσο μεγάλη επένδυση σε μια πόλη με πληθυσμό 50.000 κατοίκους, όταν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη υπάρχουν συνοικίες με πληθυσμό πολλαπλάσιο εκείνου της Χαλκίδας; Μήπως, λοιπόν, η έρευνα της ΕΣΕΕ βασίζεται σε μια υπόθεση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Κάθε άλλο.
Η μέχρι τώρα πρακτική έδειξε ότι τα επαρχιακά αστικά κέντρα αποτελούν στόχο των μεγάλων αλυσίδων. Απλά, για να ξεπεραστεί ο σκόπελος του μικρού πληθυσμού «η υπεραγορά οφείλει να αναπτύξει διακριτή και σαφή στρατηγική για την ευόδωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας της επένδυσης». Ο στόχος της στρατηγικής αυτής είναι σίγουρα η προσέλκυση του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους των καταναλωτών στη νεοσύστατη υπεραγορά. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, θα πρέπει μεσοπρόθεσμα να εξαλειφθούν κυριολεκτικά από την αγορά οι κυριότεροι φορείς του ανταγωνισμού. Ως προς αυτό, σε μία επαρχιακή πόλη του μεγέθους της Χαλκίδας, υπάρχουν αρχικά δύο ευνοϊκές προϋποθέσεις:
- οι μικρές αποστάσεις,
- η χρήση ΙΧ αυτοκινήτων και η διάθεση μεγάλων χώρων στάθμευσης που συνήθως συνοδεύουν τέτοιες επενδύσεις.
Το πλεονέκτημα της εγγύτητας της υπεραγοράς με τον τόπο κατοικίας της πλειονότητας των καταναλωτών πρακτικά δεν υφίσταται σε περιοχές όπως η Αθήνα, όπου πολλοί από αυτούς εξυπηρετούνται σε καθημερινή βάση από τα σούπερ μάρκετ της περιοχής τους, σημειώνουν οι ερευνητές.
Οι δύο προαναφερόμενες προϋποθέσεις δίνουν, λοιπόν, ένα καλό εφαλτήριο στο θέμα της πρόσβασης του συνόλου σχεδόν του καταναλωτικού κοινού της Χαλκίδας και των γύρω περιοχών (Θήβα, Λιβαδειά), αλλά και μεγάλου μέρους των νομών Εύβοιας και Βοιωτίας στην υπεραγορά. Από εκεί και πέρα, επειδή η υπεραγορά της Χαλκίδας θα απευθυνθεί σε σχετικά μικρότερο αριθμό καταναλωτών σε σχέση με τις μεγαλουπόλεις, θα επιδιώξει τη συγκέντρωση της μεγαλύτερης κατά το δυνατόν μάζας τους. Θα ακολουθήσει μια εξαιρετικά επιθετική στρατηγική στην πολιτική τιμών. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο επιδιώκει την εξάλειψη των κυριότερων φορέων του ανταγωνισμού. Έτσι, ενώ μέχρι τώρα είχαμε μια συμπληρωματική λειτουργία μεταξύ πχ σούπερ μάρκετ (προγραμματισμένες αγορές) και μικρών καταστημάτων (πιο καθημερινές ανάγκες), η στόχευση θα είναι να καταστεί εμφανώς ασύμφορη η σχέση αυτή δια μέσου των τρόπων και των μέσων που ήδη έχουν αναφερθεί, δηλαδή:
- Εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
- Ποικιλία καταναλωτικών αγαθών, δώρα, μύρια αγορών, πρακτικές πωλήσεων.
- Διασφάλιση χώρων στάθμευσης.
- Κοντινές αποστάσεις ώστε να επιδιωχθεί μια στρατηγική μεταβολής της καταναλωτικής συμπεριφοράς στην κατεύθυνση του ορθολογισμού και του προγραμματισμού των αγορών.
Αυτή η επιθετική στρατηγική στο επίπεδο τιμών μπορεί, σύμφωνα με τους ερευνητές, να διασφαλιστεί ακόμη και έναντι μεγαλύτερων αγορών, όπως τα σούπερ μάρκετ, λόγω του ύψους των διαθέσιμων κεφαλαίων. Η πτώση του ποσοστού κέρδους μπορεί να αντισταθμιστεί από την αντίρροπη δράση της ταχύτερης κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Αυτό είναι και το επιχειρηματικό ρίσκο που αναλαμβάνεται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εξάλειψη του βασικού ανταγωνισμού, σε επίπεδο μη επιβίωσης των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, εκτός από στόχος (το να κατακτηθεί η αγορά) γίνεται και βασικό μέσο (στην άσκηση τιμολογιακής πολιτικής), γεγονός που καθιστά την επιθετική αυτή στρατηγική απαραίτητο όρο για την ίδια τη βιωσιμότητα της επένδυσης.
Η προοπτική ότι θα ακολουθηθεί μια αντίστοιχη στρατηγική σε περίπτωση υλοποίησης μιας τέτοιας επένδυσης στη Χαλκίδα, φαίνεται ότι είναι σε γνώση ενός σημαντικού αριθμού ντόπιων επιχειρηματιών. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι, πέρα από το συντριπτικό ποσοστό (76%) που θεωρεί ότι θα πληγούν κυρίως οι μικρές επιχειρήσεις, υπάρχει και ένας σημαντικός αριθμός (40%) που πιστεύει ότι κυρίως θα θιγούν οι μεσαίου τύπου αλυσίδες σούπερ μάρκετ, οι οποίες ακολουθούν ήδη μια χαμηλότερη τιμολόγηση των προϊόντων που διαθέτουν στην αγορά.
Οι συνέπειες στον εμπορικό κόσμο
Εκείνοι που σε πρώτο χρόνο θα πληγούν από τις επιπτώσεις μιας τέτοιας επένδυσης είναι κυρίως οι μεσαίου τύπου εμπορικές επιχειρήσεις που απασχολούν μισθωτή εργασία. Ο μόνος τρόπος που θα έχουν για να αντιμετωπίσουν τον ισχυρό ανταγωνισμό και τη μείωση των μεριδίων τους στην αγορά (άρα και του κύκλου εργασιών τους), είναι να στραφούν στην ορθολογικότερη οργάνωση, να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα της εργασίας, αλλά και την έντασή της, με στόχο τον περιορισμό του κόστους. Αυτό πρακτικά σημαίνει απολύσεις και τη δημιουργία «οικονομικότερων» θέσεων μερικής απασχόλησης όπου είναι δυνατό.
Στη σχετική ερώτηση των ερευνητών προς τους εμπόρους της Χαλκίδας για το «τι θεωρούν ως πλέον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης της κατάστασης», τα χαμηλότερα ποσοστά τα συγκέντρωσε η απάντηση υπέρ της έντασης του ανταγωνισμού στις τιμές και της αύξησης των θέσεων εργασίας, ενώ περίπου το 50% των ερωτηθέντων αντιμετωπίζει θετικά την προοπτική των συνενώσεων. Επιπλέον:
- Το 22% δηλώνει ότι το κλείσιμο της επιχείρησης είναι αναμενόμενη εξέλιξη στο άμεσο μέλλον.
- Το 62% βλέπει τη λύση στον αυτοματισμό και στον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού εξοπλισμού.
- Το 30% μιλάει άμεσα για απολύσεις προκειμένου να περιοριστεί το κόστος.
- Το 56% θεωρεί ότι λύσεις ενδέχεται να βρεθούν με την αναμόρφωση της διοικητικής οργάνωσης της επιχείρησης και τις συνενώσεις.
Πάντως, το 83% των ερωτηθέντων θεωρεί αναπόφευκτη τη μείωση του συνολικού αριθμού των καταστημάτων και το κλείσιμο μονάδων, λόγω της οικονομικής ύφεσης, ανεξάρτητα αν θα ιδρυθεί υπεραγορά ή όχι στην περιοχή τους.
Πιο ανθεκτικές θα φανούν σε πρώτο χρόνο οι επιχειρήσεις που δεν απασχολούν μισθωτή εργασία, οι οποίες είναι συνήθως μικρές επιχειρήσεις που καλύπτουν το κενό της αγοράς σε ό,τι αφορά άμεσες ανάγκες της καθημερινότητας και ως εκ τούτου επηρεάζονται λιγότερο άμεσα από τις συνέπειες του ανοίγματος μιας υπεραγοράς. Οι δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτές θα έρθουν αργότερα και θα οφείλονται στον περιορισμό της ζήτησης, καθώς θα έχει αυξηθεί η τοπική ανεργία και η μερική απασχόληση και ως εκ τούτου το διαθέσιμο εισόδημα.
Από την έρευνα προέκυψε ότι λιγότερο ευάλωτες επιχειρήσεις είναι τα εμπορικά καταστήματα που διαθέτουν αγαθά για την ικανοποίηση ειδικών καταναλωτικών γούστων, όπως πχ τα καταστήματα ειδών ένδυσης και υπόδησης ή ειδών κιγκαλερίας. Όμως και αυτοί οι κλάδοι θα μετρήσουν τελικώς απώλειες λόγω της γενικότερης μείωσης της κατανάλωσης και της διάθεσης από την υπεραγορά ομοειδών προϊόντων σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές, οι οποίες θα γίνουν περισσότερο ελκυστικές εξαιτίας των εισοδηματικών περιορισμών που θα προκύψουν.
Μύθος η αύξηση της απασχόλησης
Η ΕΣΕΕ χαρακτηρίζει «μύθο» τον ισχυρισμό ότι η εγκατάσταση υπεραγορών αυξάνει την απασχόληση. Όπως υποστηρίζει, στηριζόμενη σε δεδομένα διεθνών ερευνών, μια νέα θέση μερικής απασχόλησης σε υπερκαταστήματα καταστρέφει 2-3 θέσεις πλήρους απασχόλησης σε επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους. Δηλαδή, η αύξηση της απασχόλησης που υπόσχονται συνήθως τα υπερκαταστήματα έχει άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Άλλωστε οι επιχειρήσεις αυτού του είδους μπορούν να χρησιμοποιούν εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης καθώς το συγκριτικό τους πλεονέκτημα δεν βρίσκεται στον τομέα «εξυπηρέτηση» (που απαιτεί ειδικά εκπαιδευμένο και έμπειρο προσωπικό), αλλά στους τομείς «τιμή» και «ποικιλία».
Οι θέσεις της ΕΣΕΕ
Μόλις 10 αλυσίδες σούπερ μάρκετ ελέγχουν πάνω από το 85% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου στην Ελλάδα. Μάλιστα, το ποσοστό των ξένων αλυσίδων ξεπερνά το 42%. Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονισθεί ότι οι δύο μεγαλύτερες αλυσίδες της χώρας, που ανήκουν σε ξένους ομίλους παγκόσμιας εμβέλειας, ελέγχουν γύρω στο 38% της ελληνικής αγοράς (Καρφούρ Μαρινόπουλος και Α-Β Βασιλόπουλος), ποσοστό που τελικά υπερβαίνει το 40% αν προστεθεί και η εκπτωτική αλυσίδα Lidl.
Ο χώρος του λιανεμπορίου στην Ελλάδα, επισημαίνει η ΕΣΕΕ, χαρακτηρίζεται από
- τον έντονο ανταγωνισμό στην κορυφή,
την είσοδο δυτικοευρωπαϊκών κολοσσών στην αγορά,
την κυριαρχία των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ και
την ταυτόχρονη συρρίκνωση των μικρών επιχειρήσεων.
Η παγκοσμιοποίηση όμως έφερε σε θέση άμυνας το ελληνικό λιανεμπόριο, που ως πρόσφατα λειτουργούσε ως ένα είδος «ολιγαρχίας», καθώς «διαπιστώνεται μια αδυναμία αυτών των ολιγαρχιών να αντιμετωπίσουν αυτοδύναμα και με επιτυχία τη διείσδυση και εξάπλωση των ευρωπαϊκών αλυσίδων, σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογείται ο φόβος αφελληνισμού του λιανεμπορίου».
Η ραγδαία εξάπλωση των πολυκαταστημάτων την τελευταία εικοσαετία, έφερε ήδη τα πρώτα σημάδια κορεσμού στην Αττική. Οπότε δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια προσπάθεια από τη μεριά των μεγάλων αλυσίδων να επεκταθούν στην επαρχία.
Το χαρακτηριστικό που σημαδεύει το ελληνικό λιανεμπόριο τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την έλευση ξένων συμφερόντων στην εγχώρια αγορά, είναι ο έντονος πόλεμος τιμών, που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι χαμηλότερες του κόστους.
Οι πολυεθνικές παραγωγικές εταιρείες, επισημαίνει η ΕΣΕΕ, μέχρι σήμερα ακολουθούσαν διαφορετική εμπορική πολιτική από χώρα σε χώρα. Σε φθηνές χώρες, όπως η Ελλάδα, εφάρμοσαν στρατηγική παροχών και εκπτώσεων. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, εν τούτοις, στο εξής θα αλλάξουν τακτική, εφαρμόζοντας την προώθηση ενός ενιαίου τιμοκαταλόγου σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Θα θελήσουν, λοιπόν, οι ελληνικές αλυσίδες να πωλήσουν τα προϊόντα τους σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες των θυγατρικών εταιρειών των πολυεθνικών; Θα έχουν περιθώρια αντίδρασης;
Επομένως, καταλήγει η ΕΣΕΕ, ο ανταγωνισμός αναμένεται να ενταθεί ακόμη περισσότερο, καθώς θα αλλάξουν ριζικά οι σχέσεις μεταξύ πολυεθνικών προμηθευτών και εγχώριων λιανεμπορικών επιχειρήσεων, αλλά και οι συσχετισμοί μεταξύ ελληνικών και ξένων αλυσίδων.
Η Συνομοσπονδία εμφανίζεται εξαιρετικά ανήσυχη για τις επιπτώσεις που θα έχει η πλήρης κυριαρχία των υπεραγορών στις τοπικές αγορές (απασχόληση, κλείσιμο μικρομεσαίων, περιβάλλον κλπ) και ζητά από την πολιτεία και τους τοπικούς φορείς να αναλάβουν δράση για την προστασία των συμφερόντων εμπόρων και καταναλωτών. Η εγκατάσταση μεγάλων σούπερ μάρκετ ακόμα και σε πόλεις μεσαίου μεγέθους, υποστηρίζει η ΕΣΕΕ, θέτει σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας της μικρής και μεσαίας εμπορικής επιχείρησης. Ενώ εκ πρώτης όψεως μοιάζει ότι θα ενισχύσει το εισόδημα των καταναλωτών, τελικά θα οδηγήσει στην αύξηση της ανεργίας, στην επιδείνωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της εργασίας και στη μετατροπή θέσεων πλήρους απασχόλησης σε μερικής, στη μείωση του εισοδήματος, στην υποβάθμιση του κέντρου της πόλης κλπ.
Οι ανησυχίες αυτές εκφράστηκαν και στην έρευνα που πραγματοποίησε η ΕΣΕΕ σε συνδικαλιστές του κλάδου σε όλη την Ελλάδα. Το 84% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η επέκταση των πολυκαταστημάτων θα πλήξει κυρίως τις μικρές επιχειρήσεις. Υπάρχει, όμως, και ένα 50% που πιστεύει ότι θα πληγούν όλες οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους, ενώ μόνο το 34% είναι πεπεισμένο ότι από την εξέλιξη αυτή θα βγουν ζημιωμένοι και οι καταναλωτές. Αντίθετα, πάνω από το 50% των συνδικαλιστών πιστεύει ότι οι καταναλωτές ίσως ωφεληθούν εν μέρει από την ίδρυση τέτοιων πολυκαταστημάτων.
Η ταυτότητα της έρευνας
Η έρευνα της ΕΣΕΕ πραγματοποιήθηκε στη Χαλκίδα μεταξύ του Ιανουαρίου και του Μαρτίου του 2004. Διεξήχθη σε 200 μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, καθώς και σε 200 νοικοκυριά. Το 67% των ερωτώμενων ήταν παντρεμένοι με παιδιά, το 52% απόφοιτοι λυκείου, το 62% γυναίκες. Το 44% δήλωσαν άνεργοι ή άεργοι, γεγονός εν μέρει αναμενόμενο, αφού περίπου τα 2/3 του δείγματος ήταν γυναίκες καταναλώτριες -δηλαδή κατά κανόνα νοικοκυρές.
Εκτός της παρούσης έρευνας, πραγματοποιήθηκε και μια ακόμη, συμπληρωματική, σε συνδικαλιστές εκπροσώπους του εμπορίου σε πανελλαδική κλίμακα. Παράλληλα, διενεργήθηκαν μια σειρά συνεντεύξεων με εκπροσώπους των σούπερ μάρκετ που λειτουργούν ήδη στην περιοχή της Χαλκίδας και με εργαζόμενους σε πολυκαταστήματα.
Όροι χορήγησης αδειών λειτουργίας υπεραγορών
Η αρμοδιότητα χορήγησης αδειών λειτουργίας υπεραγορών στα μεγάλα καταστήματα έχει εκχωρηθεί, σύμφωνα με το νόμο 2323/1995 (Υπαίθριο Εμπόριο και άλλες διατάξεις), στην οικεία νομαρχιακή αυτοδιοίκηση. Οι υπεραγορές λιανικού εμπορίου είναι υποχρεωμένες να προμηθεύονται τη σχετική άδεια, όταν η επιφάνεια πωλήσεών τους είναι:
- Άνω των 200 τμ στα νησιά, με εξαίρεση:
- Τα νησιά Χίο, Κω, Λέσβο, Σάμο, Λήμνο, Σύρο, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά και Λευκάδα, όπου απαιτείται άδεια για καταστήματα άνω των 600 τμ.
Τα νησιά Κρήτη, Ρόδο και Κέρκυρα, όπου απαιτείται άδεια για καταστήματα άνω των 2.000 τμ.
Επιπλέον, τίθενται πληθυσμιακά κριτήρια, που ισχύουν για όλη την Ελλάδα. Έτσι, απαιτείται η έκδοση άδειας για καταστήματα:
- Άνω των 1.000 τμ σε δήμους με πληθυσμό λιγότερους από 30.000 κατοίκους, εφόσον η υπεραγορά βρίσκεται σε απόσταση μέχρι 10 χλμ από το κέντρο του δήμου με τον μεγαλύτερο πληθυσμό.
- Άνω των 2.000 τμ σε δήμους με πληθυσμό από 30.000-100.000 κατοίκους, εφόσον η υπεραγορά βρίσκεται σε απόσταση μέχρι 10 χλμ από το κέντρο του δήμου με τον μεγαλύτερο πληθυσμό.
- Στα πολεοδομικά συγκροτήματα των τέως Διοικήσεων Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης δεν ισχύουν οι παραπάνω περιορισμοί.
Όπως ορίζεται στον ίδιο νόμο, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας από το Νομαρχιακό Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν μεταξύ άλλων και τα εξής κριτήρια:
- Οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για την περιοχή, οι επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στην τοπική αγροτική οικονομία.
Ο κίνδυνος διαρροής εισοδήματος από την περιοχή.
Η εξυπηρέτηση των καταναλωτών και ιδίως η επίδραση στο επίπεδο τιμών της περιοχής.
Ο χωροταξικός σχεδιασμός και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Οι επιπτώσεις στην απασχόληση.
Η ΕΣΕΕ θεωρεί ελλιπή και αναποτελεσματικά τα κριτήρια αυτά, επισημαίνοντας ιδιαίτερα ότι η έλλειψη κυρώσεων για τις επιχειρήσεις που αποφεύγουν να ζητήσουν τη σχετική άδεια οδηγεί σε καταστρατήγηση της διάταξης. Ζητά «την καθιέρωση ενός πλαισίου που θα επιτρέπει την ισόρροπη ανάπτυξη όλων των επιχειρήσεων σε ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισμού, χωρίς φαινόμενα δημιουργίας μονοπωλίων». Η ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης, τονίζει, θα πρέπει να ασχοληθεί με το σχέδιο νόμου για την «Εμπορική Πολεοδομία» που έχει καταρτίσει η Συνομοσπονδία, το οποίο αν υιοθετηθεί «θα φέρει ισορροπία ανάμεσα στη νέα τάση της ίδρυσης υπερκαταστημάτων και στον κοινωνικό ιστό της κάθε περιοχής». Παράλληλα ζητά την κινητοποίηση των αρμόδιων τμημάτων του υπουργείου με σκοπό τη διενέργεια αυτεπάγγελτων ελέγχων των εναρμονισμένων πρακτικών των υπερκαταστημάτων και τον κολασμό τους από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.