Το ευρώ θα εμπνεύσει στους Έλληνες την εμπιστοσύνη να το χρησιμοποιούν ως μέσο αποθήκευσης αξιών, κάτι που δεν ίσχυε με τη δραχμή, η οποία είχε χάσει την αξιοπιστία της λόγω των αλλεπάλληλων υποτιμήσεων.

Το ευρώ θα εμπνεύσει στους Έλληνες την εμπιστοσύνη να το χρησιμοποιούν ως μέσο αποθήκευσης αξιών, κάτι που δεν ίσχυε με τη δραχμή, η οποία είχε χάσει την αξιοπιστία της λόγω των αλλεπάλληλων υποτιμήσεων.

Οι κοινωνικές και οι πολιτικές διαστάσεις της εισαγωγής του ευρωνομίσματος θα φανούν μετά την πάροδο αρκετών μηνών, ίσως και ετών. Και ο λόγος είναι απλούστατα ότι η δραχμή υπήρξε στην ουσία ένα «κουτσό» νόμισμα, με την έννοια ότι επιτελούσε έργο απλού συναλλακτικού μέσου και όχι μέσου μακροπρόθεσμης «αποθήκευσης» αξιών. Και όπως είναι γνωστό, κάθε νόμισμα επιτελεί και τις δύο αυτές βασικές λειτουργίες. Η δραχμή όμως τα τελευταία 30 και περισσότερα χρόνια, εξαιτίας των αλλεπάλληλων υποτιμήσεων, είχε χάσει την αξιοπιστία της ως μέσο αποθήκευσης αξιών. Ετσι η μεταβίβαση πλούτου από τη μια γενιά στην άλλη έπαιρνε σχεδόν πάντα τη μορφή μη νομισματικών αξιών, όπως χρυσών λιρών, ακινήτων, συναλλάγματος κλπ.

Ένα πραγματικό νόμισμα

Όλα αυτά όμως αλλάζουν πλέον. Το ευρώ είναι το νομισματικό μέσο μιας ζώνης τόσο μεγάλης σε έκταση και σε δύναμη, ώστε η ισοτιμία του με άλλα ισχυρά νομίσματα του κόσμου δεν επηρεάζει σημαντικά τις εγχώριες οικονομικές δραστηριότητες. Η ευρωζώνη είναι αυτάρκης και δεν εξαρτάται από τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από άλλες περιοχές του πλανήτη για να συνεχίσει να ευημερεί. Έτσι το ευρώ θα κερδίσει πολύ εύκολα την εμπιστοσύνη των πολιτών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Η εμπιστοσύνη προς το ενιαίο νόμισμα αφορά κυρίως το θέμα της αποθήκευσης αξιών και συνδέεται κυρίως με τις ομολογιακές αξίες που κατονομάζονται πλέον σε ευρώ, εξασφαλίζοντας όχι μόνο σταθερότητα απέναντι στον πληθωρισμό, αλλά και άμεση ρευστότητα στους κατόχους τους.

Φαίνεται λοιπόν ότι το ευρωνόμισμα θα επιτρέψει στους Έλληνες να… επιστρέψουν στο εγχώριο νόμισμα, το οποίο είχαν πρακτικά εγκαταλείψει. Και δεν αναφερόμαστε εδώ σε μικροποσά, αλλά στον τεράστιο πλούτο που διατηρούν οι συμπατριώτες μας σε σταθερά νομίσματα, όπως το δολάριο, το ελβετικό φράγκο κλπ. Ο πλούτος αυτός υπολογίζεται σε 40 δισ. ευρώ περίπου, τα οποία επιστρέφοντας στην Ελλάδα, θα επενδυθούν σιγά-σιγά και σε παραγωγικές τοποθετήσεις.

Πρόκειται κατ' ουσίαν για μία συνολική αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν την οικονομία οι Έλληνες, κάτι που αναμφίβολα θα επηρεάσει σημαντικά την κοινωνική, αλλά και την πολιτική ζωή του τόπου.

Από οικονομικής πλευράς φαίνεται ότι η καταναλωτική δαπάνη και οι λιανικές πωλήσεις θα επηρεαστούν περισσότερο. Μεσοπρόθεσμα, όταν οι επενδυτικές τοποθετήσεις κατοίκων ή και αλλοδαπών σε νομισματικές ευρωαξίες θα προσλάβουν μεγάλες διαστάσεις, οι κάτοχοί τους θα αισθάνονται περισσότερο ασφαλείς από όσο αισθάνονταν με τη δραχμή. Και αυτό γιατί οι ευρωαξίες δεν κινδυνεύουν από υποτίμηση, δεδομένου ότι η ευρωζώνη εγγυάται στους κατόχους τους ευημερία σε οποιαδήποτε περίπτωση.

Το άμεσο αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης, αλλά και η ζήτηση για κατανάλωση από αλλοδαπούς, οι οποίοι θα αναγνωρίσουν στην Ελλάδα ένα ασφαλές οικονομικό καταφύγιο. Στο πλαίσιο αυτό ο χρηματοπιστωτικός τομέας της ελληνικής οικονομίας, υπό την ηγεσία των τραπεζών, θα γνωρίσει τεράστια άνθηση και προοπτικές. Οι τράπεζες όμως εκτός από το ρόλο τους ως επενδυτικοί «καθοδηγητές» θα παίξουν και ένα διευρυνόμενο ρόλο στην εποχή του ευρώ, ως μεσάζοντες μεταξύ καταναλωτών και λιανεμπορίου.

Καταναλωτές και λιανεμπόριο

Η σύνδεση όμως του λιανεμπορίου με τον τραπεζικό τομέα θα γίνει στη νέα εποχή με τόσο χαμηλό κόστος χρήματος και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, που ελάχιστες ελληνικές τράπεζες θα είναι σε θέση να προσφέρουν. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο συγχωνεύθηκαν η Εθνική με την Πίστεως. Βέβαια οι ευρωπαϊκοί τραπεζικοί κολοσσοί δε θα ξεκινήσουν αύριο το πρωί τη δημιουργία ή την επέκταση των δικτύων τους στην Ελλάδα. Όσες ξένες τράπεζες επιθυμούσαν κάτι τέτοιο το έχουν ήδη κάνει.

Ωστόσο τα νέα προϊόντα που θα υποστηρίζει η νέα τραπεζική και χρηματοπιστωτική τεχνολογία θα έλθουν σύντομα και στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Ετσι οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι επιδιώκουν τη συνεργασία των κολοσσών του εξωτερικού και η Εurobank πρώτη, ακολουθούμενη από την Εμπορική και την Πειραιώς, έχει ήδη εξασφαλίσει τέτοιες συνεργασίες. Το γεγονός όμως ότι οι ξένοι τραπεζικοί όμιλοι δε θα έλθουν άμεσα για να δημιουργήσουν νέα δίκτυα, θα καθυστερήσει την απόλυτη εξομοίωση των επιτοκίων με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Δηλαδή τα καταναλωτικά δάνεια, για παράδειγμα, όταν θα μετατρέπονται σε ευρώ, θα εκτοκίζονται με κάπως αυξημένα επιτόκια, πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Τα ελληνικά επιτόκια θα παραμείνουν ισχυρά για κάποιο διάστημα κυρίως στα καταναλωτικά δάνεια, ενώ οι καταθέσεις θα αποφέρουν πολύ πιο μειωμένες… ευρωαποδόσεις. Η εξέλιξη αυτή και η δυνατότητα των τραπεζών να συνεχίσουν για κάποιο χρονικό διάστημα να κερδίζουν περισσότερα οφείλεται επίσης και στην έλλειψη ανταγωνισμού στην τραπεζική αγορά, όπου οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις έχουν μειώσει τον αριθμό των τραπεζών.