Θεαματικές αλλαγές έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική αγορά τροφίμων, ενώ η χώρα μας,από καθαρός εξαγωγέας τροφίμων και αγροτικών προϊόντων έχει πλέον μετατραπεί σε καθαρό εισαγωγέα.

Θεαματικές αλλαγές έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική αγορά τροφίμων, ενώ η χώρα μας, από καθαρός εξαγωγέας τροφίμων και αγροτικών προϊόντων έχει πλέον μετατραπεί σε καθαρό εισαγωγέα.

Οι εξελίξεις αυτές άρχισαν με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, όπως ονομαζόταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση το 1981, όταν η χώρα μας εντάχθηκε μετά από καθυστερήσεις και παλινωδίες πολλών ετών στην ευρωπαϊκή οικογένεια, παρά το γεγονός ότι είχε υπογράψει συμφωνία σύνδεσης από το 1962. Ετσι, ήρθε κατ' αρχάς η κατάργηση κάθε εμπορικού εμποδίου μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη δεκαετία του 1981-1990 και στη συνέχεια ακολούθησε η δημιουργία της ενιαίας αγοράς το 1992, που σήμανε την πλήρη απελευθέρωση των αγορών σε ότι αφορά στις συναλλαγές μεταξύ των μελών της Ένωσης. Από την άλλη πλευρά, η τάση αυτή συνεχίσθηκε με την καθιέρωση ενιαίας εμπορικής πολιτικής προς τις Τρίτες χώρες, με αποτέλεσμα όλα αυτά να αλλάξουν εντελώς τη μορφή του ελληνικού εξωτερικού εμπορίου τροφίμων και αγροτικών προϊόντων, εκτρέποντας τις ελληνικές εξαγωγές αλλά και τις εισαγωγές τροφίμων από τις παραδοσιακές τους αγορές στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη προς τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια από την εποχή που ο μεγαλύτερος προμηθευτής κρέατος στην πάντα ελλειμματική ελληνική αγορά ήταν η Σερβία, ενώ ο μεγαλύτερος πελάτης των ελληνικών φρούτων και λαχανικών, κυρίως εσπεριδοειδών, ήταν η τότε Σοβιετική Ένωση. Όλα αυτά όμως έχουν τώρα ανατραπεί και η Ελλάδα εφαρμόζει με συνέπεια την εμπορική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κύρια χαρακτηριστικά την πλήρη ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς των 15 και την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος στις δώδεκα από αυτές. Από την άλλη, στο μέτωπο των εξωτερικών συναλλαγών, ελάχιστα δασμολογικά ή άλλα εμπόδια έχουν απομείνει για να προστατεύσουν την ελληνική παραγωγή τροφίμων και αγροτικών προϊόντων απέναντι στα προϊόντα των Τρίτων χωρών.

Ετσι σήμερα -και σύμφωνα με σχετική μελέτη του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων και πιο συγκεκριμένα του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών- οι βασικοί ανταγωνιστές της χώρας μας στα αγροτικά προϊόντα και κατ' επέκταση στα τρόφιμα είναι η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ολλανδία και η Τουρκία. Πρόκειται για τέσσερις κοινοτικές χώρες -κάτι που εξηγείται εύκολα από τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης- αλλά και για μία (την Τουρκία) που απολαμβάνει ειδικών εμπορικών προνομίων στην κοινοτική αγορά. Ούτε λίγο λοιπόν ούτε πολύ, η εξωτερική ελληνική αγορά τροφίμων και αγροτικών προϊόντων έχει υποστεί πλήρη “κοινοτικοποίηση” με την εφαρμογή του κοινού δασμολογίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξέλιξη που έχει επηρεάσει όχι μόνο τις εισαγωγές αλλά και τις εξαγωγές τροφίμων και αγροτικών προϊόντων, αφού για παράδειγμα καταργήθηκε το clearing, δηλαδή η ανταλλαγή προϊόντων χωρίς την παρεμβολή νομισματικών συναλλαγών σε σκληρό συνάλλαγμα με τις χώρες του πρώην κομμουνιστικού κόσμου, που η Ελλάδα είχε αναπτύξει σε πολύ υψηλό βαθμό. Τώρα βέβαια, η ίδια η Ελλάδα βρίσκεται μέσα στη ζώνη του “σκληρού” συναλλάγματος με την ένταξή της από 1ης Ιανουαρίου εφέτος στην Ευρωζώνη και στην ΟΝΕ, εγκαταλείποντας οριστικά τη γεωγραφική “γειτονιά” ως οικονομικό χώρο και εντασσόμενη στις μεγάλες διεθνείς αγορές. Αυτό δίνει στη χώρα μας τη δυνατότητα να εμφανίζεται μεν στα Βαλκάνια ως μεγάλη οικονομική δύναμη, αλλά ταυτόχρονα να καταβάλλει και το πλήρες τίμημα του ανοίγματος της αγοράς της στον διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους, ξεκινώντας από τη μελέτη των μεγεθών της αγοράς των τροφίμων στη χώρα μας.

Το μέγεθος της ελληνικής αγοράς τροφίμων

Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας, το συνολικό μέγεθος της αγοράς τροφίμων της χώρας μας προκύπτει από το ύψος των ετήσιων δαπανών του μέσου ελληνικού νοικοκυριού για διατροφή (φαγητό εντός οικίας) ήταν, σύμφωνα με την έρευνα αυτή, 984.000 δρχ. το 1998. Αν αυτός ο αριθμός πολλαπλασιασθεί με τον αριθμό των νοικοκυριών, που είναι 3,55 εκατ. περίπου, μας δίνει μία συνολική δαπάνη για φαγητό στο σπίτι που φθάνει τα 3,5 τρισ. δρχ. περίπου. Αν θέλουμε να εκτιμήσουμε τη συνολική δαπάνη για διατροφή, πρέπει στον αριθμό αυτό να προσθέσει κανείς και τις συλλογικές μορφές εστίασης, μέγεθος που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, αφού με πρόχειρους υπολογισμούς φθάνει στο 1,8 τρισ. δρχ.

Ο πίνακας που δημοσιεύεται είναι διαφωτιστικός για το θέμα αυτό.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

——————————————————–

Μέσος όρος μηνιαίων αγορών των νοικοκυριών στην Ελλάδα

——————————————————-

Σύνολο αγορών 471.339 δρχ.

Είδη διατροφής 82.000 δρχ.

Αναλυτικά:

Αλεύρι, ψωμί, δημητριακά 10.742 δρχ.

Κρέας (κάθε είδος) 13.665 δρχ.

Ψάρια 6.343 δρχ.

Γαλακτοκομικά και αυγά 14.883 δρχ.

Λίπη και έλαια 4.376 δρχ.

Φρούτα και λαχανικά 16.696 δρχ.

Ζαχαρώδη (σύνολο) 4.931 δρχ.

Λοιπά τρόφιμα 761 δρχ.

Μη οινοπνευματώδη ποτά 4.602 δρχ.

——————————————————–

Πηγή: ΕΣΥΕ

Από τον Πίνακα 1 γίνεται σαφές ότι οι μεγάλες κατηγορίες δαπανών διατροφής στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς είναι τα φρούτα και τα λαχανικά, το κρέας και τα ψάρια, καθώς και τα γαλακτοκομικά και τα δημητριακά, που καταναλώνουμε κυρίως με τη μορφή του ψωμιού. Ετσι, είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε το συνολικό ετήσιο μέγεθος των αγορών των νοικοκυριών στα προϊόντα αυτά. Ξεκινώντας από τη μεγαλύτερη κατηγορία, που στην περίπτωση της χώρας μας είναι τα φρούτα και λαχανικά, μπορούμε να εκτιμήσουμε το ύψος των συνολικών αγορών των νοικοκυριών σε 710 δισ. δρχ. ετησίως. Το μέγεθος αυτό πρέπει να αποτελεί όμως μόνο τα 2/3 του συνόλου των πωλήσεων φρούτων και λαχανικών στην Ελλάδα, διότι οι δαπάνες των νοικοκυριών αποτελούν περίπου το 66% των συνολικών δαπανών για διατροφή στη χώρα μας. Το υπόλοιπο ένα τρίτο αντιστοιχεί, όπως έχουμε σημειώσει και προηγουμένως, στις μαζικές μορφές εστίασης, για ψυχαγωγία ή για άλλους λόγους. Ετσι καταλήγουμε σ’ ένα στρογγυλό μέγεθος ενός τρισεκατομμυρίου δραχμών για τη συνολική αγορά φρούτων και λαχανικών στην Ελλάδα. Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να εκτιμήσουμε το μέγεθος της συνολικής αγοράς κρέατος κάθε μορφής σε 872 δισ. δρχ., την αγορά γαλακτομικών και αυγών σε 950 δισ. δρχ., την αγορά ψαριών και θαλασσινών σε 400 δισ. ετησίως, την αγορά λιπαρών ουσιών σε 280 δισ. δρχ. ετησίως κλπ.

Ας δούμε όμως τώρα πώς καλύπτεται η ζήτηση στις τεράστιες αυτές αγορές.

Οι εισαγωγές τροφίμων έσπασαν κάθε ρεκόρ

Nα δούμε καταρχάς τα συνολικά μεγέθη των εισαγωγών τροφίμων, όπως τα δίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, επί τη βάσει στοιχείων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας αλλά και από τις συναλλαγματικές στατιστικές που τηρεί επίσης η ΕΣΥΕ.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Εισαγωγές τροφίμων σε δισ. δρχ. και τιμές του 1988

———————————————————-

Περίοδος δισ. δρχ. Μεταβολή (%)

———————————————————-

1993 319,1 -6,2

1994 360,2 12,9

1995 383,1 6,3

1996 404,8 5,7

1997 446,9 10,4

1998

Ιανουάριος 34,4 3,7

Φεβρουάριος 33,2 -2,5

Μάρτιος 35,0 1,2

———————————————————-

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος

Από τον Πίνακα 2 προκύπτει ότι σε όλη τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας του ΄90, ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών τροφίμων έσπασε κάθε ρεκόρ, αφού υπήρξαν και χρονιές, όπως το 1994 και το 1997, που το μέγεθος της αύξησης ήταν διψήφιο.

Δυστυχώς, για το ίδιο διάστημα δεν είναι εύκολο να εξασφαλίσουμε στοιχεία για κάθε κατηγορία τροφίμων ξεχωριστά, αλλά εκεί που πρέπει να ξεπεράσθηκε κάθε ρεκόρ πρέπει να ήταν ο τομέας του κρέατος. Σε δεύτερη μοίρα, αλλά επίσης με πολύ μεγάλο ποσοστό, αυξήθηκαν οι εισαγωγές γαλακτοκομικών και εκείνες των φρούτων και των λαχανικών. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat και της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, οι εισαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας 1990-1999 αυξήθηκαν κατά 169% και ανήλθαν το 1999 σε 104 δισ. δρχ. περίπου, από 34,5 δισ. δρχ. το 1990 (βλ. ρεπορτάζ “σελφ σέρβις” Νο 289). Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ελληνική αγορά φρούτων και λαχανικών πρέπει να αντιστάθηκε καλύτερα απ’ όλες τις άλλες αγορές τροφίμων, δεδομένου ότι οι εισαγωγές αντιστοιχούν περίπου στο ένα δέκατο μόνο της συνολικής κατανάλωσης, αγγίζοντας τα 104 δισ. σε μία συνολική αγορά 1 τρισ. δρχ. συνολικά. Αντίθετα, στο κρέας οι εισαγωγές αντιστοιχούν περίπου στα δύο τρίτα της κατανάλωσης μοσχαρίσιου και βοδινού, στο ένα τρίτο της κατανάλωσης χοιρινού και στο ένα δέκατο περίπου της κατανάλωσης πουλερικών.

Όλες οι εξελίξεις στις εισαγωγές, έχουν τον αντίκτυπό τους και στην παραγωγή των αντίστοιχων προϊόντων όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Παράγουμε λιγότερο κρέας και περισσότερες… τομάτες

Οι εξελίξεις στο μέτωπο της αγοράς, δηλαδή η καλύτερη ή η χειρότερη αντίσταση των εγχώριων προϊόντων στον ανταγωνισμό των εισαγομένων, καταγράφηκε όπως ήταν φυσικό και στο μέτωπο της παραγωγής. Ετσι η ελληνική αγροτική παραγωγή στράφηκε στη διάρκεια των προηγουμένων δεκαετιών περισσότερο εκεί που υπήρχε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα, δηλαδή στον φυτικό τομέα, ενώ αντίθετα η παραγωγή μοσχαρίσιου κρέατος υποχωρεί συνεχώς. Είναι γεγονός ότι το μοσχαρίσιο κρέας παράγεται πολύ φθηνότερα από το γρασίδι που προσφέρει δωρεάν ο… Θεός στη βόρεια Ευρώπη και με ελάχιστο κόστος το χοιρινό στους στάβλους-εργοστάσια της Ολλανδίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Παραγωγή δύο βασικών λαχανικών σε χιλ. τόνους

————————————————————–

Έτος Πατάτες Τομάτες

————————————————————–

1965 589,0 548,3

1970 796,5 1.021,5

1975 867,8 1.647,0

1980 984,0 1.684,1

1985 954,8 2.187,5

1990 932,7 1.755,4

1995 948,3 1.976,7

1996 898,1 1.932,8

1997 927,1 1.899,5

1998 881,8 1.978,2

—————————————————————-

Πηγή: Υπουργείο Γεωργίας

Όπως φαίνεται λοιπόν και στον Πίνακα 3, στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η παραγωγή των δύο αντιπροσωπευτικότερων λαχανικών κινήθηκε ανοδικά με γρήγορους ρυθμούς. Βέβαια, η παραγωγή των λαχανικών εξαρτάται εν πολλοίς και από τις καιρικές συνθήκες. Στη διαδρομή όμως των δεκαετιών, οι επιπτώσεις από τον καιρό εξαφανίζονται μέσα στο πλαίσιο της κυριαρχούσας γενικής τάσης για αύξηση των εισαγωγών που έχει άλλες βασικές αιτίες.

Ο πίνακας που δημοσιεύουμε έχει τόσο μεγάλη χρονική κάλυψη, για να δείξει ακριβώς τις ουσιαστικές τάσεις της παραγωγής λαχανικών, που είναι σαφώς ανοδικές, αναδεικνύοντας έτσι το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας στη φυτική παραγωγή. Πάντως, η ανοδική τάση της παραγωγής ντομάτας και πατάτας παρουσιάζει μία κάμψη μετά το 1985, οπότε και η ελληνική κοινωνία αλλάζει, εγκαταλείποντας οριστικά την αγροτική της κατεύθυνση, στρεφόμενη στον μοντέρνο τομέα των υπηρεσιών. Οι ίδιες κοινωνικές και οικονομικές τάσεις ταλαιπώρησαν πολύ περισσότερο την κτηνοτροφική παραγωγή κυρίως στο μέτωπο της παραγωγής βοδινού κρέατος.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4

Παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων σε χιλ. τόνους

—————————————————————

Έτος Βοδινό κρέας Πρόβειο κρέας Γάλα αγελάδας Γάλα πρόβειο

————————————————————-

1981 93,9 79,7 705,2 562,0

1985 82,4 81,4 663,0 596,8

1990 81,8 83,8 716,3 637,9

1995 70,6 82,8 763,5 638,6

1996 69,5 84,1 741,2 625,8

1997 65,3 83,7 730,0 627,2

1998 – 82,6 769,6 630,1

——————————————————————

Πηγή: Υπουργείο Γεωργίας

Όπως γίνεται σαφές στον Πίνακα 4, οι μακροχρόνιες τάσεις της παραγωγής κρέατος και γάλακτος, των δύο βασικών κτηνοτροφικών προϊόντων, εμφανίζονται σαφώς μεικτές. Ετσι, ενώ η παραγωγή βοδινού κρέατος φθίνει από πενταετία σε πενταετία και από χρόνο σε χρόνο, η παραγωγή πρόβειου κρέατος καταγράφει μικρή αλλά σταθερή ανοδική τάση. Το ίδιο ανοδική είναι και η μακροχρόνια τάση στην παραγωγή γάλακτος, με ισχυρότερο αναπτυξιακό ρυθμό στην παραγωγή του πρόβειου γάλακτος. Εδώ να σημειώσουμε ότι το μεν πρόβειο γάλα χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή τυριού φέτας, ενώ το αγελαδινό κατευθύνεται στη νωπή κατανάλωση παστεριωμένου. Αυτό εξηγεί και το ότι η απελευθέρωση της τιμής της φέτας στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας βοήθησε αποφασιστικά τον τομέα της προβατοτροφίας, επιτρέποντας τη δημιουργία σημαντικών και σύγχρονων τυροκομείων, που αντιστάθηκαν με μεγάλη επιτυχία στην πλημμυρίδα των εισαγωγών τυριού από το εξωτερικό.

Ετσι σήμερα τα ελληνικά τυροκομικά προϊόντα με βάση το πρόβειο ή ακόμα και το κατσικίσιο γάλα, διατίθενται σε σημαντικά αυξημένες τιμές (price premium) σε σχέση με τα εισαγόμενα, λόγω της σαφώς καλύτερης ποιότητας των ελληνικών τυριών. Όσον αφορά τώρα στο αγελαδινό γάλα, η παραγωγή του παραμένει σταθερή και δεν υποχωρεί απέναντι στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, διότι οι υγειονομικοί κανονισμοί για τις ημέρες συντήρησης του νωπού παστεριωμένου γάλακτος απαγορεύουν πρακτικά τις εισαγωγές. Ο λόγος είναι ότι η μεταφορά νωπού παστεριωμένου γάλακτος χρειάζεται περισσότερες ημέρες απ’ ό,τι επιτρέπουν οι κτηνιατρικοί κανονισμοί για τη συντήρηση. Ίσως όμως ο κανονισμός αλλάξει κάποια στιγμή και τότε θα έχουμε μεγάλες ανακατατάξεις στην παραγωγή αγελαδινού γάλακτος.

Η Ελλάδα διαθέτει σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα στο αιγοπρόβειο κρέας και γάλα, ενώ στο μέτωπο της παραγωγής κρέατος και γάλακτος βοοειδών δεν είναι σε θέση να αντισταθεί αποτελεσματικά στον ανταγωνισμό του εξωτερικού. Και στο τελευταίο όμως αυτό μέτωπο μία μοναδική και εξαιρετική νέα δυνατότητα παρουσιάζεται σήμερα, που δεν είναι άλλη από την υψηλή ποιότητα και τα βιολογικά κτηνοτροφικά προϊόντα, που κερδίζουν κάθε μέρα και περισσότερο έδαφος.

Νέες ευκαιρίες ανάπτυξης με βιολογικά τρόφιμα

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ελληνική κτηνοτροφία είναι σε θέση να μετατραπεί συνολικά σε βιολογική. Με πολύ μικρότερο μάλιστα κόστος απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, ακριβώς λόγω της καθυστέρησης που παρουσιάζει ο ελληνικός αυτός τομέας στο μέτωπο του “εκσυγχρονισμού”. Ενός εκσυγχρονισμού ωστόσο που οδήγησε την Ευρώπη στις “τρελές” αγελάδες και στα κοτόπουλα με τις διοξίνες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ζήτημα αυτό ανοίγει νέους δρόμους συνολικά για τα ελληνικά τρόφιμα, που μπορούν σύντομα και εύκολα να διατίθενται στο σύνολό τους ως βιολογικά, ακριβώς λόγω της καθυστέρησης που εμφανίζει η χώρα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη στο μέτωπο των επενδύσεων του τομέα. Να λοιπόν που μια αδυναμία μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε πλεονέκτημα, αλλάζοντας άρδην την εικόνα της ελληνικής γεωργίας και της αγοράς τροφίμων συνολικά.