Τα ελληνικά προϊόντα χάνουν τη μάχη που χρόνια τώρα δίνουν με τα ξένα για την ισχυροποίησή τους στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Η συμμετοχή τους στις συνολικές πωλήσεις μιας αλυσίδας περιορίσθηκε την πενταετία που μας πέρασε κατά 10%.

Τα ελληνικά προϊόντα χάνουν τη μάχη που χρόνια τώρα δίνουν με τα ξένα για την ισχυροποίησή τους στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Η συμμετοχή τους στις συνολικές πωλήσεις μιας αλυσίδας περιορίσθηκε την πενταετία που μας πέρασε κατά 10%.

Τα ανωτέρω δηλώνουν στο “σελφ σέρβις” κορυφαίοι παράγοντες γνωστών σούπερ μάρκετ της χώρας, σχολιάζοντας την πορεία και την εικόνα των ελληνικών προϊόντων στην αγορά του λιανεμπορίου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που κάνουν, το μερίδιο των ελληνικών μαρκών περιορίσθηκε σημαντικά στο διάστημα της πενταετίας που προηγήθηκε, όμως ο κλάδος των λιανικών πωλήσεων αρχίζει πλέον να ισορροπεί, οπότε τα επόμενα χρόνια τα δεδομένα μεταξύ ελληνικών και ξένων αγαθών δεν θα αλλάξουν σημαντικά. Βέβαια, η όποια διαφοροποίηση αναμένεται να αποβεί σε βάρος των ελληνικών μαρκών, όμως αυτή δεν μπορεί πλέον παρά να είναι μικρή.

Οι συνήθειες και οι διαθέσεις των Ελλήνων καταναλωτών δείχνουν σημάδια κορεσμού για τις ξένες μάρκες.

Σε επαγρύπνηση

“Η βασική μάχη μεταξύ ελληνικών και εισαγόμενων προϊόντων έλαβε τέλος”, υποστηρίζουν παράγοντες του λιανεμπορίου, επισημαίνοντας ωστόσο ότι οι Έλληνες παραγωγοί, αλλά και οι έμποροι, δεν θα πρέπει να καταθέσουν τα όπλα. Οφείλουν να είναι πάντα σε επαγρύπνηση για να διατηρήσουν ισχυρή την παρουσία των προϊόντων τους στο λιανεμπόριο. Μάλιστα ορισμένοι προχωρούν ένα βήμα περαιτέρω δηλώνοντας στο “σελφ σέρβις” πως “κανείς δεν καταλαβαίνει ότι όταν αγοράζει ξένα προϊόντα έμμεσα δημιουργεί πρόβλημα και στη δουλειά του, αφού ουσιαστικά ενεργεί σε βάρος των ελληνικών επενδυτικών πρωτοβουλιών”.

Σχολιάζοντας την εικόνα που έχει δημιουργηθεί με τα ελληνικά προϊόντα και τη συρρίκνωση της δύναμής τους έναντι των ξένων, κύκλοι του λιανεμπορίου τροφίμων κάνουν ιδιαίτερες αναφορές στην ελλιπή ενημέρωση που υπάρχει, τόσο προς τους καταναλωτές όσο και προς τους ίδιους τους εμπόρους, ενώ ως βασικότερο λόγο για την υπερίσχυση των ξένων σε βάρος των ελληνικών αναφέρουν το ζήτημα της ποιότητας. Δεν τίθεται μόνο το θέμα της τιμής και του έντονου ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στην τιμολόγηση των προϊόντων. Η διαφορά έγκειται και στην ποιότητα των αγαθών, τομέα στον οποίο οι ξένοι υπερτερούν έναντι των Ελλήνων. Όμως, στις αιτίες για την κρίση που διέπει τις πωλήσεις των ελληνικών προϊόντων συγκαταλέγουν και τις πιέσεις που δέχονται οι μικροί προμηθευτές, – στην πλειοψηφία τους Έλληνες – από τις ισχυρές ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες. Ο εξοντωτικός πόλεμος που σημειώνεται με τις τιμές των προϊόντων αφανίζει πρώτα τους αδύνατους, οπότε η πίτα των ξένων διογκώνεται σε βάρος της ελληνικής παραγωγής. Την εξέλιξη αυτή όφειλε να τη σταματήσει πρώτα η ίδια η πολιτεία, δίνοντας ουσιαστικότερα κίνητρα για την υποστήριξη των ελληνικών επενδύσεων.

Τέλος, αναφέρεται ότι οι ξένες ετικέτες έχουν διεισδύσει κυρίως σε τομείς όπου υπάρχουν μεγάλα περιθώρια κέρδους, καθώς και αυξημένο ενδιαφέρον από την πλευρά των καταναλωτών, ενώ παράλληλα η υψηλή τεχνογνωσία που διαθέτουν οι ξένες εταιρείες τους έδωσε προβάδισμα σε πολλές κατηγορίες αγαθών.

Η μάχη ανά προϊόν

Όμως, η μάχη μεταξύ των δύο… στρατοπέδων είναι σκληρή και διαφοροποιείται ανά προϊόν, τόσο ως προς την τακτική που ακολουθείται όσο και ως προς το αποτέλεσμα. Έτσι στα παραδοσιακά προϊόντα οι ελληνικές μάρκες έχουν την πρωτοκαθεδρία στις πωλήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ελαιολάδου ή των λευκών τυριών, καθώς επίσης των βουτύρων και μαργαρινών, όπου ο τζίρος που πραγματοποιείται από τις ελληνικές ετικέτες είναι κατά πολύ υψηλότερος έναντι των ξένων. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις κατηγορίες των χαρτικών, αλλά και των ζυμαρικών, με τα ελληνικά τρόφιμα να κερδίζουν την εκτίμηση των καταναλωτών, ενώ οι ιταλικοί τίτλοι κατάφεραν απλά να διεισδύσουν στην ελληνική αγορά, χωρίς παράλληλα να κερδίσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Πρέπει βέβαια να διευκρινίσουμε πως για όλες τις παραπάνω κατηγορίες θεωρούμε ως ελληνικά τα προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα, έστω και αν ανήκουν σε ξένες εταιρείες. Αν μιλήσουμε για αμιγώς ελληνικά προϊόντα, με την έννοια όχι μόνο της παραγωγής αλλά και της ιδιοκτησίας της εταιρείας παραγωγής, τότε τα ποσοστά περιορίζονται δραματικά.

Στον τομέα του κρέατος το καθεστώς είναι ιδιότυπο, αφού ο κύριος όγκος των ζώντων ζώων έχει “βαπτιστεί” ελληνικός βάσει της νομοθεσίας που ίσχυε μέχρι πρότινος. Η εφαρμογή όμως των νέων ενδείξεων που επιβάλλονται και στην ελληνική αγορά κρέατος από την κοινότητα, με τη χρήση των ειδικών ετικετών, θα οδηγήσει στην ανατροπή των δεδομένων. Ο Έλληνας πολίτης θα είναι σύντομα σε θέση να γνωρίζει από πού πραγματικά προέρχεται το κρέας που καταναλώνει, αφού θα έχει πλήρη εικόνα για την παραγωγή, τη διακίνηση και την εμπορία του κρέατος στη χώρα μας. Με άλλα λόγια θα αποδειχθεί και στην πράξη ότι η εγχώρια παραγωγή δεν έχει τη δυνατότητα να καλύψει πλήρως τις καταναλωτικές ανάγκες.

Στα κατεψυγμένα προϊόντα τα λαχανικά ελέγχονται ως αγορά από τους ξένους, το ίδιο ισχύει και με τα συσκευασμένα αλιεύματα και τις πατάτες, ενώ σε αντίθεση με τα λευκά τυριά, στα κίτρινα οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται καλύπτουν τον κύριο όγκο των πωλήσεων. Βέβαια, στα κίτρινα τυριά σημαντική είναι και η συμμετοχή των Ελλήνων παραγωγών με τα τοπικά προϊόντα.

Μπύρες, αναψυκτικά, απορρυπαντικά, γιαούρτια και παγωτά είναι ορισμένες ακόμη κατηγορίες προϊόντων όπου οι ελληνικές ετικέτες έχουν τον κύριο όγκο των πωλήσεων, ενώ στα όσπρια και τους χυμούς η πρώτη ύλη προέρχεται από το εξωτερικό και υπό αυτή την έννοια τα εν λόγω προϊόντα θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως ξένα.

Τα private label

Στο μεταξύ, ένα μεγάλο κομμάτι των ελληνικών πωλήσεων αντιστοιχεί στο τζίρο που εξασφαλίζουν οι αλυσίδες με δική τους πρωτοβουλία προωθώντας τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Πρόκειται για μια ξεχωριστή αγορά, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που αναπτύσσεται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια κερδίζοντας σήμερα το 7 – 10% του ετήσιου τζίρου σε μια τυπική ελληνική αλυσίδα και φυσικά πολύ μεγαλύτερα ποσοστά στις ξένες αλυσίδες. Βασικές κατηγορίες αγαθών, στις οποίες πρωταγωνιστούν τα private label προϊόντα, είναι τα χαρτικά, ορισμένα απορρυπαντικά και τα καθαριστικά. Όμως, οι ίδιες αλυσίδες, παράλληλα με τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας προωθούν στην αγορά και μάρκες που εισάγουν οι ίδιες απευθείας, είτε από κράτη μέλη της Κοινότητας, είτε από Τρίτες χώρες. Την πρωτοκαθεδρία βέβαια στην πολιτική των εισαγωγών έχουν τα hard discount σούπερ μάρκετ, καθώς και οι πολυεθνικές αλυσίδες, οι οποίες κατά κύριο λόγο φέρνουν στη χώρα μας προϊόντα χαμηλής τιμής, με τα οποία χτυπούν την αγορά και φυσικά και τις ελληνικές ετικέτες.