Η χώρα μας έχει το τεράστιο πρόβλημα της οικονομικά αποδοτικής και ωφέλιμης διάθεσης του ελαιολάδου που παράγει. Ενός ελαιολάδου που από τη φύση του οικοσυστήματός της είναι κατά 80-85% ανώτερης ποιότητας παρθένο και που καμία άλλη χώρα στον κόσμο δεν παράγει σ’ αυτή την ποιοτική κλάση.

Η χώρα μας έχει το τεράστιο πρόβλημα της οικονομικά αποδοτικής και ωφέλιμης διάθεσης του ελαιολάδου που παράγει. Ενός ελαιολάδου που από τη φύση του οικοσυστήματός της είναι κατά 80-85% ανώτερης ποιότητας παρθένο και που καμία άλλη χώρα στον κόσμο δεν παράγει σ’ αυτή την ποιοτική κλάση.

Η Ελλάδα, τρίτη ελαιοπαραγωγός χώρα διεθνώς και πρώτη σε ελαιοκαλλιέργεια (αναλογία έκτασης προς ελαιόδενδρα), με μια παράδοση πέντε χιλιάδων χρόνων, κοιτίδα του προτύπου της κρητικής διατροφής -γνωστής ως μεσογειακής- αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα διάθεσης του ελαιολάδου μέσα κι έξω από τη χώρα. Συγκεκριμένα, το 1/3 περίπου της παραγωγής εξάγεται, ως χύμα 90-95%, κυρίως στην Ιταλία, που αφού το αναμιγνύει και επεξεργάζεται με άλλα ελαιόλαδα κατώτερης ποιότητας και το συσκευάζει σε μικρά δοχεία το εξάγει σε πολλές χώρες του κόσμου… ως ιταλικό extra παρθένο. Έτσι, όλο το ιταλικό κύκλωμα έχει κέρδος περίπου 200-300%, λόγω της προστιθέμενης αξίας… Κι όλα αυτά γιατί το ελληνικό κύκλωμα στο σύνολό του δεν κατάφερε εδώ και μία εκατονταετία να οργανώσει και να εξασφαλίσει ξένες αγορές τοποθέτησης του ελαιολάδου σε συσκευασμένη και επώνυμη μορφή, με αποτέλεσμα να πουλάει χύμα όσο-όσο το “χρυσάφι” αυτό της ελληνικής γης.

Πρόβλημα η παράνομη διακίνηση

Εσωτερική κατανάλωση: μόνο το 1/6 από την ποσότητα που διατίθεται στην εσωτερική κατανάλωση είναι τυποποιημένο-επώνυμο, ενώ το υπόλοιπο ελαιόλαδο διακινείται παράνομα σε τενεκέδες είτε από τους ίδιους τους παραγωγούς είτε από παράνομα κανάλια. Στο ελαιόλαδο του τενεκέ “μπαίνει” συχνά και μία ποσότητα διαφόρων σπορέλαιων από τους επιτήδειους, που σ' ένα μεγάλο ποσοστό είναι οι ίδιοι οι παραγωγοί.

Από το σύνολο του τυποποιημένου, το 60% είναι extra παρθένο και το 40% ραφιναρισμένο, δηλαδή κατώτερης ποιότητας με λίγο παρθένο. Αποτέλεσμα: οι Ελληνες καταναλωτές δεν διατρέφονται με υψηλής ποιότητας ελαιόλαδο απαλλαγμένο από ανεπιθύμητες επικίνδυνες ουσίες, αλλά κατά 60-70% με υποβαθμισμένης ποιότητας ελαιόλαδο. Επιπλέον, από την παράνομη διακίνηση του μη τυποποιημένου το ελληνικό κράτος χάνει (λόγω φόρων κλπ) περίπου 17-18 δισ.δρχ.

Οι λόγοι

Οι λόγοι που συμβαίνουν αυτά είναι ουσιαστικά δύο: Αφενός η διαφορά τιμής παραγωγού και λιανικής σε τενεκέ, από την οποία κερδίζουν οι ίδιοι οι παραγωγοί, οι επιτήδειοι γυρολόγοι, αλλά και οι καταναλωτές (αγνοώντας ότι τις περισσότερες φορές το προϊόν είναι υποβαθμισμένο, είτε νοθευμένο). Και αφετέρου η κερδοσκοπία των επιτήδειων, που πάνω στη διαφορά τιμής που αναφέραμε κερδίζουν επιπλέον όταν το νοθεύουν με σπορέλαια και το πωλούν με μια διπλάσια ή τριπλάσια διαφορά τιμής.

Τελικά καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι οι επικρατέστεροι λόγοι που το 80% περίπου της εσωτερικής κατανάλωσης δεν είναι τυποποιημένο και φυσικά εγγυημένο ποιοτικά είναι καθαρά οικονομικοί, αφού από την παράνομη διακίνηση σε τενεκέ επωφελούνται πρώτα οι παραγωγοί και κατά δεύτερο λόγο (μόνο από άποψη τιμής) οι καταναλωτές.

Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί η ποινικά τιμωρούμενη κερδοσκοπία και νοθεία που διαπράττουν οι επιτήδειοι, που στην πλειοψηφία τους δεν είναι ελαιοπαραγωγοί.

Επομένως είναι αρκετά δύσκολο, όχι όμως ανέφικτο, να περιορισθεί αισθητά η διακίνηση μη τυποποιημένου ελαιολάδου, εφόσον το προμηθεύουν και το διακινούν κυρίως οι ίδιοι οι ελαιοπαραγωγοί, σε συνεργασία με τα ελαιοτριβεία, λόγω της μεγάλης διαφοράς μεταξύ χαμηλής τιμής παραγωγού και υψηλής λιανικής του τυποποιημένου επώνυμου.

Κι αυτά συμβαίνουν παρ’ όλο που από το 1998 ισχύει -αλλά δεν εφαρμόζεται στην πράξη- η Αγορανομική Διάταξη 14/98, που απαγορεύει τη διακίνηση και εμπορία μη τυποποιημένου, δηλαδή χύμα ελαιολάδου, με στόχο την προστασία του καταναλωτή, την πάταξη της νοθείας και του παραεμπορίου και την εξυγίανση της αγοράς.

Τελικά καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η προώθηση και η κατανάλωση τυποποιημένου ελαιολάδου εξαρτάται από ένα νέο, καλά επεξεργασμένο νομοθετικό πλέγμα ρυθμίσεων και πρωτοβουλιών, που θα καλύπτει όλες τις πτυχές του ελαϊκού κυκλώματος (καλλιέργεια, φροντίδες μέχρι το μάζεμα, ελαιουργεία, τυποποίηση, διακίνηση στο εμπόριο κ.λπ.) τις απαιτήσεις των καταναλωτών για υγιεινό, ποιοτικά ανώτερο ελαιόλαδο, όλες τις μορφές σωστής και αποδοτικής ενημέρωσης των καταναλωτών, αλλά και των άλλων παραγόντων που δραστηριοποιούνται στο ελαϊκό κύκλωμα. Ρυθμίσεις που να προβλέπουν επίσης αυστηρότατες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των νομοθετικών διατάξεων για την προστασία της δημόσιας υγείας αλλά και του εμπορίου.

Τρόποι προώθησης του τυποποιημένου ελαιολάδου

Υπάρχουν πολλοί τρόποι. Αλλοι είναι εφικτοί, άλλοι δυσκολότεροι κι άλλοι προϋποθέτουν ευρηματικούς χειρισμούς.

Παραθέτουμε τους βασικότερους:

  1. Κατ' αρχάς, η εφαρμογή της Α.Δ./14 του ΄98. Ορίζει πως απαγορεύεται η προσφορά χύμα και ότι πρέπει να διατίθεται προς πώληση αποκλειστικά προσυσκευασμένο με τις ενδείξεις του ΚΤΠ. Η πώληση χύμα επιτρέπεται μόνον για την κατηγορία παρθένου ελαιολάδου και μόνον από τους ίδιους τους παραγωγούς, εκδίδοντας τα παραστατικά που προβλέπονται από το φορολογικό κώδικα. Απαγορεύεται η πώληση ελαιολάδου και σπορέλαιων πλανοδίως. Οι παραβάτες τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του αγορανομικού κώδικα.

    Παρατήρηση: επειδή η παραπάνω ΑΔ ουσιαστικά δεν εφαρμόζεται για τους λόγους που προαναφέραμε, επιβάλλεται η αναμόρφωσή της μέσα σ' ένα νέο καθολικότερο νομοθετικό πλέγμα, αλλά και μέσα από κίνητρα και εξασφαλίσεις για το εισόδημα της παραγωγής.

  2. Είναι πλέον αδήριτη ανάγκη να προχωρήσουν όλες οι επαγγελματικές οργανώσεις και φορείς στη δημιουργία μιας αποτελεσματικής, με επιχειρηματικά ανταγωνιστικά κριτήρια, διεπαγγελματικής οργάνωσης, που θα καλύπτει όλο το κύκλωμα της ελληνικής ελαιοκομίας (από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση, ποιότητα, εξαγωγές). Και τα χρονικά περιθώρια στενεύουν (αναθεώρηση της ΚΟΑ ελαιολάδου το 2001, απελευθέρωση της διεθνούς αγοράς, οξυνόμενος ανταγωνισμός, αύξηση της προσφοράς από άλλες χώρες, μικρός κλήρος, κόστος κ.λπ).
  3. Επιβάλλεται μια ισχυρότερη, με κίνητρα και ενημέρωση, προώθηση του βιολογικού ελαιολάδου, στο οποίο η χώρα μας ειδικά έχει μεγαλύτερες προϋποθέσεις παραγωγής από άλλες. Εδώ καθοριστικό ρόλο παίζει η σταθερή και πειστική ενημέρωση των καταναλωτών μέσω ΜΜΕ, φυλλαδίων κ.λπ.
  4. Η έντονη προβολή των ελαιολάδων ΠΟΠ (Ονομασία Προέλευσης) και ΠΓΕ (Γεωγραφικής Ένδειξης), που έχουν αναγνωρισθεί από την κοινοτική νομοθεσία, αποτελεί χρέος όλων των παραγόντων (δημοσίου, ιδιωτικού, συνεταιριστικού τομέα). Είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που το παραγόμενο ελαιόλαδο είναι κατά 80-85% κατηγορίας παρθένου. Επίσης, είμαστε η μόνη χώρα με τα περισσότερα αναγνωρισμένα ελαιόλαδα άλλων χωρών ΕΕ (22 έναντι 20 της Ιταλίας, 4 της Ισπανίας, 5 της Πορτογαλίας). Με βάση τέλος την ελληνική νομοθεσία έχουν αναγνωρισθεί 63 ελαιόλαδα ως ΠΟΠ και Π.Γ.Ε. Η υπεροχή αυτή πρέπει να αξιοποιηθεί οικονομικά, πολιτιστικά, τουριστικά (μέσα από τα εμπορικά δίκτυα, τους χώρους εστίασης, την τουριστική κίνηση, τις εξαγωγές κλπ.). Να προβάλλονται τα αναγνωρισμένα ως ΠΟΠ ή ΠΓΕ ελαιόλαδα, ιδιαίτερα στις περιοχές που παράγονται τόσο για την εγχώρια κατανάλωση όσο και για τους τουρίστες.
  5. Η προώθηση της μεσογειακής διατροφής, πρόγονος της οποίας υπήρξε η κρητική – ελληνική διατροφή, πρέπει να αποτελέσει μια σταθερή στρατηγική της χώρας μας. Κι επειδή βασικός πυρήνας αυτής της, παγκοσμίως αναγνωρισμένης από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, διατροφής είναι το ελαιόλαδο, μια τέτοια στρατηγική και πρακτική θα προωθούσε τα μέγιστα την καταναλωτική ζήτηση του ελαιολάδου διεθνώς αλλά και εγχώρια.

    Μια τέτοια στρατηγική θα ευνοούσε επίσης μια μεγάλη γκάμα γεωργικών προϊόντων που παράγει και η χώρα μας, με σημαντικές θετικές επιπτώσεις στην οικονομία, γεωργία, στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας κλπ.

  6. Στο πλαίσιο της ενημέρωσης των καταναλωτών για τη θετική επίπτωση του ελαιολάδου στην υγεία μας, εκτός από τη συνεργασία ειδικών προσώπων (διατροφολόγων, γαστρονόμων, ιατρών κλπ) προτείνεται η δημιουργία ενός κέντρου πληροφόρησης για το ελαιόλαδο με πολλαπλούς αποδέκτες, καθώς και το άνοιγμα ειδικής ενημερωτικής σελίδας στο Internet. Προτείνεται επίσης η συχνή διανομή ενημερωτικών φυλλαδίων στα μεγάλα σούπερ μάρκετ της χώρας. Χρειάζεται τέλος μια ειδική ενημέρωση και εκπαίδευση των Ελλήνων ηλικίας 13-18 ετών για τη διατροφική αξία του ελαιολάδου.
  7. Να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, π.χ. ΗΠΑ, Αγγλία, η επισήμανση στις ετικέτες της θρεπτικής αξίας του ελαιολάδου (π.χ. θερμίδες, υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, νάτριο, χοληστερόλη, κορεσμένα λίπη κ.ά.), εκτός βέβαια από την κατηγορία που συνήθως αναγράφεται. Γενικά η ετικέτα να καθρεφτίζει όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του.
  8. Οι προωθητικές δραστηριότητες για το ελαιόλαδο θα πρέπει κατά τρόπο συστηματικό να περιλαμβάνουν: εκδηλώσεις γαστρονομίας, δημόσιες σχέσεις με τα ΜΜΕ, επαφές με σχολεία, επαφές με την επιστημονική κοινότητα, καθώς και με το εμπόριο και τις εθνικές αρχές. Τέτοιες δραστηριότητες θα μπορούσε να καλύψει και να χρηματοδοτήσει η εθνική διεπαγγελματική οργάνωση του ελαιοκομικού τομέα, που είναι αναγκαία να ιδρυθεί για να συντονίσει όλες αυτές τις ενέργειες.
  9. Η ενημέρωση -από τα ΜΜΕ κ.λπ.- του καταναλωτικού κοινού να προέρχεται κυρίως από επιστήμονες και ερευνητές που μπορούν να θεμελιώσουν τις διατροφικές αρετές του ελαιολάδου. Μόνο αυτοί μπορούν με νηφαλιότητα και πειστικότητα να περιγράψουν την επιστημονική αλήθεια χωρίς υπερβολές, υπεραπλουστεύσεις και γενικεύσεις που χρησιμοποιούν οι επιχειρηματίες του κλάδου και που ουσιαστικά όχι μόνο δεν πείθουν αλλά κάνουν κακό στο προϊόν. Σε άλλα κράτη η ενημέρωση των καταναλωτών γίνεται από έγκυρους επιστήμονες.
  10. Με τη δημόσια εποπτεία και βούληση να επιδιωχθεί η συστηματική προμήθεια ελαιολάδου σε μεγάλους τομείς κατανάλωσης και εστίασης όπως είναι ο στρατός, τα νοσοκομεία, τα σχολικά-φοιτητικά εστιατόρια και άλλοι χώροι εστίασης, όπου την ευθύνη έχει το κράτος, οι δήμοι κλπ.
  11. Να εφαρμόζεται καθολικά και αυστηρά η νέα Αγορανομική Διάταξη 5/99 (ισχύει από 7/8/99) για την υποχρεωτική αναγραφή στους τιμοκαταλόγους των καταστημάτων εστίασης και διασκέδασης (εστιατόρια, φαστ φουντ, ταβέρνες, κλπ) της ένδειξης του είδους των χρησιμοποιούμενων ελαιολάδων ή γενικά ελαίων για την παρασκευή και προσφορά φαγητών. Κατ' αυτό τον τρόπο θα εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη προώθηση του ελαιολάδου και μάλιστα του παρθένου, ενώ για τα καταστήματα εστίασης θα συνιστά και τρόπο αυτοδιαφήμισης ως προς την επιλογή τους για το υγιεινό ελαιόλαδο. Επίσης, το πρόγραμμα του ΕΟΤ “Ειδικό σήμα για την ελληνική κουζίνα” διευρύνει τις δυνατότητες διάδοσης του ελαιολάδου, των ελιών, της σαλάτας και πολλών παραδοσιακών φαγητών. Το ειδικό σήμα του ΕΟΤ αναβαθμίζει την εικόνα της ελληνικής κουζίνας σε ημεδαπούς και κυρίως αλλοδαπούς (12-13 εκατ. τουρίστες το χρόνο), με το πιστοποιητικό ποιότητας που χορηγεί σε όσους εστιάτορες το επιθυμούν, με την αντίστοιχη υποχρέωση του Οργανισμού να τους προβάλλει σε ειδικό οδηγό, καθώς και στις διαφημιστικές και ενημερωτικές του εκδόσεις.
  12. Η έρευνα που γίνεται στη χώρα μας για τα διατροφικά συστατικά του ελαιολάδου είναι περιορισμένη και ελλιπής. Λείπουν τα χρήματα για μια βαθύτερη έρευνα. Κι επειδή ο δημόσιος κορβανάς, δηλαδή οι φορολογούμενοι πολίτες και οι καταναλωτές δεν μπορούν να καλύψουν μια τέτοια δαπάνη, φρόνιμο και σωστό είναι να καλυφθεί κυρίως από τους παραγωγούς και τους εμπόρους του ελαιολάδου, τους οποίους άλλωστε ενδιαφέρει άμεσα. Ηδη οι έμποροι ξοδεύουν τεράστια ποσά σε αμφιβόλου αξίας διαφημίσεις και έντυπα. Εννοείται πως θα απαιτηθεί γι' αυτό μια νομοθετική ρύθμιση. Επίσης, οι έρευνες θα πρέπει να επεκταθούν και στη χρησιμοποίηση του ελαιολάδου στη μαγειρική και γενικώς στη διατροφή με την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
  13. Να αναπτυχθεί μια σταθερή, μακρόπνοη επιδίωξη για την ανάδειξη, προώθηση και διάδοση των παραδοσιακών ελληνικών φαγητών, που συνήθως προϋποθέτουν για την παρασκευή τους τη χρήση ελαιολάδου. Εννοείται πως ο στόχος αυτός μπορεί εύκολα να ενταχθεί στην ευνοϊκή αποδοχή της μεσογειακής και ελληνικής διατροφής από τη διεθνή καταναλωτική αγορά. Κάτι ανάλογο με αυτό που έχουν επιτύχει οι Ιταλοί με την πίτσα.

Απαιτείται εγρήγορση

Το ελαιόλαδο είναι εθνικό προϊόν. Με την πλέον ανώτερη ποιότητα παγκοσμίως (extra παρθένο). Περικλείει διατροφικές ιδιότητες που σήμερα οι πάντες στη γη θέλουν να αξιοποιήσουν για την υγεία τους. Επομένως έχει εμπορικό μέλλον, αρκεί να διαφυλαχτεί κα αναβαθμιστεί η ποιότητά του περαιτέρω. Θα έχει όμως και ισχυρό ανταγωνισμό (από Ισπανία, Αυστραλία που φυτεύει εκατομμύρια δένδρα για επάρκεια και εξαγωγές, από άλλα νέα κράτη, από τη βιοτεχνολογία και τη γενετική τροποποίηση, που θα μετατρέπει το σπορέλαιο σε ελαιόλαδο κ.ά.).

Μείναμε πίσω σε όλους τους τομείς (εξαγωγές, εσωτερική κατανάλωση πιστοποιημένου, τυποποιημένου, έρευνα, μεσογειακή διατροφή, οργάνωση κ.ά.) Και μόνο από την επώνυμη εξαγωγή ελληνικού ελαιολάδου θα εξασφαλιστούν από την προστιθέμενη αξία οικονομικοί πόροι για ενίσχυση των παραγωγών, δηλαδή για μεγάλο περιορισμό του χύμα μέσα κι έξω από τη χώρα.

Αδήριτη ανάγκη, εθνικά συμφέροντα, επιβάλλουν να κινηθούμε όλοι μας, από τους ίδιους τους παραγωγούς, το κράτος, μέχρι τους καταναλωτές για την ενίσχυση και προώθηση του εθνικού μας θησαυρού με όφελος –πέραν του οικονομικού- την υγεία και την ευζωία.